Αυτή η εβδομάδα μπορεί να χαρακτηρίσει επίσημα και ως αυτή που δε μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι το Σκέφτομαι Να Βάλω Ένα Τέλος. Είχα πολύ καιρό να πωρωθώ τόσο πολύ με μία ταινία σε βαθμό που να τρυπώσει μέχρι και στα όνειρα μου, να νιώσω την ανάγκη να τη συζητήσω έντονα και παθιασμένα με ανθρώπους του περίγυρου μου που ήθελαν το ίδιο και να διαβάσω τόσα πολλά άρθρα γι' αυτή μετά τη θέασή της. Θα έχετε ήδη πέσει σε πολλά κριτικά άρθρα για το φιλμ του Charlie Kaufman που προσπαθούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει σε αυτό και να οργανώσουν το χάος του, όμως δεν θέλω να γράψω για όλα αυτά, αλλά για το πόση εντύπωση μου έκανε ο εμμονικός ψυχαναγκασμός όλων για μία και μοναδική εξήγηση. Ομολογώ πως μετά από μία τέτοια σπουδαία, υπαρξιακή ταινία περίμενα πως θα προέκυπταν και κείμενα της ίδιας ποιότητας, αλλά σχεδόν όλοι οι γραφιάδες, του διεθνούς και εγχώριου Τύπου, χάθηκαν μέσα στην ανάγκη τους να δώσουν μία εξήγηση, να αποδομήσουν τη ταινία στα βασικά της στοιχεία, να τα κάνουν όλα προφανή και ερμηνεύσιμα, να της αποδώσουν κάποιο απλό και γραμμικό νόημα για όλη την οικογένεια. Μοιάζει κάπως ειρωνικό όλο αυτό, καθώς πρόκειται ακριβώς για ένα έργο που είναι ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες, όχι μόνο σε σεναριακό επίπεδο, αλλά κυρίως σε φιλοσοφικό. Με εξαίρεση το συγκεκριμένο άρθρο, τα περισσότερα άλλα που διάβασα επιδόθηκαν σε ασκήσεις διανόησης και ύφους, σαν να προσπαθούν όλοι οι αρθρογράφοι να αποδείξουν πως κατάλαβαν αυτοί καλύτερα τη ταινία και έφτασαν πιο κοντά στην αλήθεια της, λες και υπάρχει μία και μοναδική. Όπως και να χει, το Σκέφτομαι Να Βάλω Ένα Τέλος δεν απευθύνεται σε ανυπόμονους θεατές που αναζητούν έτοιμες εξηγήσεις για τα πάντα, αλλά σε ανθρώπους που αφήνουν ένα έργο τέχνης να μπει κάτω από το δέρμα τους χωρίς αντίσταση, που μπορούν να ζήσουν με το ανερμήνευτο και να βρουν χρυσό στις λεπτές διαβαθμίσεις ζωής. Και στο τέλος της ημέρας, αν θέλετε την άποψη μου σε μία γραμμή, είναι μία ταινία για το πως, τελικά, ένα από τα πιο λυτρωτικά πράγματα στον κόσμο είναι η αποδοχή πως μπορεί να μην υπάρχει νόημα και σε τίποτα. Πόσω μάλλον στην ανάγκη να εξηγούμε τα πάντα.
Βέβαια, μετά από μία τέτοια βαθιά υπαρξιακή ταινία, χρειάστηκα κάτι για να αντισταθμίσω το βάρος και έτσι αποφάσισα να ξεκινήσω το Lovesick, μία ρομαντικογλυκούλα, βρετανική σειρά τριών σεζόν που προβάλλεται κι αυτή στο Netflix. Η υπόθεση της είναι απλή: ο ξανθομάλλης Dylan βγαίνει και μπαίνει από τη μία σχέση στην άλλη. Όχι επειδή είναι γυναικάς, όπως ο κάφρος κολλητός του, αλλά επειδή ψάχνει τον έρωτα. Αλλά το πρόβλημα είναι, πως στην αρχή της σειράς του ανακοινώνεται πως έχει κολλήσει χλαμύδια, οπότε αποφασίζει να ψάξει όλες τις πρώην του (σαν ένας άλλος Rob) και να τους το ανακοινώσει για να είναι ενήμερες. Βέβαια, ο μεγάλος έρωτας του Dylan είναι η πρώην συγκάτοικος του Evie, με την οποία τα πράγματα χάθηκαν κάπου στο timing, όπως πάντα. Τέλος πάντων, η σειρά έχει γρήγορο ρυθμό, κάνει συνέχεια falshbacks, επιστρέφοντας στις στιγμές που αφορούν τα σκηνικά με διάφορες πρώην του Dylan, έχει σταθερά καλές μουσικές επιλογές και βλέπεται, αν μη τι άλλο, ευχάριστα και ανάλαφρα, προσφέροντας κιόλας ανέλπιστες στιγμές σοφίας για τη ζωή με πολύ ευθύ τρόπο. Α, ναι, τον Dylan τον υποδύεται ο πολυτάλαντος folk μουσικός Johnny Flynn, ο οποίος το 2010 είχε κυκλοφορήσει έναν αξιαγάπητο δίσκο.
Ο βρετανός πιτσιρικάς μουσικός Declan McKeena έχει ωραία ιστορία και πολλά σημαντικά πράγματα να πει στη γενιά του. Ξεκίνησε την καριέρα του στα 16 του, γράφοντας το “Brazil”, ένα κομμάτι διαμαρτυρίας απέναντι στη FIFA για την απόφασή της να αναθέσει το Μουντιάλ στη χώρα της Λατινικής Αμερικής, χωρίς να λάβει υπόψη τις συνθήκες φτώχειας και ανέχειας που επικρατούν σε αυτή (εντελώς ειρωνικά, ένα άλλο single του, το “Isombard” ακούγεται στο βιντεοπαιχνίδι FIFA 17). Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, έφτασε να κυκλοφορεί το δεύτερο δίσκου του Zeros και να κονταροχτυπιέται με τους Rolling Stones για την πρωτιά στα βρετανικά charts. Είναι ένας retro δίσκος με glam αισθητική και πιασάρικες μελωδίες που έχει πολύ οικείες αναφορές όπως τους Roxy Music, τους T. Rex και τον David Bowie (δεν έχει αρνηθεί, άλλωστε, πως θέλει να μιμηθεί την καριέρα του). Αυτό, όμως, που έχει περισσότερη σημασία είναι πως έχει την προσοχή της γενιάς του (την Gen Z και της επικοινωνεί πολύ σημαντικά μηνύματα: μιλάει για την κλιματική κρίση, την υποκρισία στα social media και το ανθρωπιστικό πρόβλημα των καπιταλιστικών κοινωνιών, ενώ παλιότερα έχει γράψει κομμάτια για την τρανσφοβία και το μεταναστευτικό. Δε φοβάται να μιλήσει ανοιχτά για τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις, την pansexual ταυτότητά του και για το τι νιώθει με το να λειτουργεί ως ένα διαφορετικό role model για την εθισμένη στο Tik Tok γενιά του. Και πολύ καλά κάνει, γιατί λείπουν προσωπικότητες σαν τη δικιά του στην ηλικία του που να βρίσκονται στον αφρό της μουσικής βιομηχανίας. Fun Fact: στο video για το κομμάτι The Key To Life On Earth παίζει το doppelganger του ο Alex Lawther, o ηθοποιός από το The End Of The Fucking World και το Black Mirror.
Ο νέος δίσκος του Bill Callahan, Gold Record, κυκλοφόρησε επιτέλους ολόκληρος και είναι τόσο καταπραϋντικός για την ψυχή όσο τον περιμέναμε. Με αφορμή την κυκλοφορία του έδωσε ένα αξιολάτρευτο μίνι live στο πλαίσιο των Tiny Desk Concerts σε ταιριαστό, νατουραλιστικό φόντο. Πολύ όμορφη, νηφάλια, αυτοσαρκαστική και ενδεικτική του ποιος είναι, ήταν και η απάντηση που έδωσε όταν ρωτήθηκε για το πώς νιώθει για την κατάσταση του κόσμου σήμερα: «Υπάρχουν πολλές φωνές αυτές τις μέρες. Τόσες πολλές που, νομίζω, ακόμη και τα θετικά συναισθήματα γίνονται άσχημα στη πλειονότητα τους. Ο ήσυχος αναστοχασμός μπορεί να είναι η πιο σαφής, η πιο ενημερωτική και καταπραϋντική φωνή που θα ακούσετε ποτέ. Υπάρχουν πολλοί άγνωστοι αυτή τη στιγμή στην ιστορία. Είναι κάτι παραπάνω από μια διασταύρωση στον παλιό μας κόσμο. Είναι η πιθανότητα ενός εντελώς νέου κόσμου. Ένα μεγάλο μέρος μου το πιστεύει αυτό. Ακούστε μουσική, διαβάστε βιβλία, μιλήστε με φίλους και συγγενείς. Μην ακούτε τις φωνές, ούτε καν τη δική μου!».
Το Ringer δημοσίευσε ένα κουλό άρθρο του Musa Okwonga που βάζει απέναντι από την καριέρα του Lionel Messi, αυτή των… Radiohead και τραβάει τις αναλογίες ανάμεσα στα εξελικτικά στάδια καριέρας των δύο, λιγότερο άσχετων μεταξύ τους απ’ ότι νομίζετε, ονομάτων. Για παράδειγμα, παραλληλίζει την τεράστια αλλαγή ήχου των Radiohead από το OK Computer στο Kid A με αυτό που συνέβη όταν το Μάιο του 2009, ο τότε προπονητής της Μπαρτσελόνα, Pep Guardiola, αποφάσισε να αλλάξει θέση στο γήπεδο στον αργεντινό superstar σε ένα ματς απέναντι στη μισητή αντίπαλο Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν θα μπω σε τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά ήταν μία επαναστατική, ποδοσφαιρική κίνηση, κάτι σαν αυτή των Βρετανών όταν άφησαν το μεγαλειώδες τους ροκ ήχο για να εισέλθουν στα χωράφια της ηλεκτρονικής μουσικής. Ναι, είναι τόσο ιδιοφυώς παρανοϊκό το άρθρο, διαβάστε το.
https://www.youtube.com/watch?v=RXeoU4K8UpY
Το Pitchfork δημοσίευσε το καθιερωμένο άρθρο του με τις πιο πολυαναμενόμενες κυκλοφορίες των επόμενων μηνών. Έχουμε να περιμένουμε νέους δίσκους από Sufjan Stevens, Flaming Lips, Autechre, Future Islands, Idles, Kevin Morby κ.α. Καθόλου, μα καθόλου άσχημα.