Άγγελος Κλειτσίκας

Υπό άλλες συνθήκες -σε κάποιο παράλληλο timeline- αυτό το σαββατοκύριακο το μόνο που θα μας ενδιέφερε θα ήταν να συντονιστούμε με τις παρέες μας για να δούμε όσα περισσότερα ονόματα μπορούμε από τα μουσικά φεστιβάλ και να σουλατσαρουμε ανέμελοι, ηλιοκαμένοι και ελαφρώς μεθυσμένοι ανάμεσα στις εμφανίσεις των συγκροτημάτων. Για την ώρα, κανονίζουμε καμιά μονοήμερη (δεν ξέρω πολλούς φέτος που να φαντασιώνονται, grande κυκλαδίτικα καλοκαίρια), ψευτοξενυχτάμε στις γωνίες της πόλης που μας είχαν λείψει και συλλέγουμε εμπειρίες ως πολύτιμο καύσιμο για το μέλλον.

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, όμορφες και ελπιδοφόρες ιστορίες που μας έχει προσφέρει η μουσική τελευταία, είναι μία που μου είχε διαφύγει εντελώς μέχρι τώρα. Είναι αυτή του γεννημένου το 1992 στην Ναΐρόμπι - πρωτεύουσα της Κένυας - J.S Ondara, ο οποίος από το να ακούει Jeff Buckley και Guns N’ Roses στο ραδιοφωνάκι της μεγαλύτερης του αδερφής έφτασε η μουσική του να προτείνεται για Grammy και να ανοίγει συναυλίες του Neil Young. Η πορεία του ανθρώπου που όλοι οι γραφιάδες του φόρεσαν κατευθείαν τον τίτλο του κενυάτη Bob Dylan (ο τρόπος που τραγουδάει και το καπέλο που φοράει στις φωτογραφίες, δεν βοηθάνε για το αντίθετο) είναι πραγματικά μαγική. Ενώ είχε πολλά μουσικά ερεθίσματα από μικρός, δεν κατάφερε ποτέ να μάθει κιθάρα ως ανήλικος, λόγω της ανέχειας της οικογένειας του. Όμως το 2013 κέρδισε Visa για τις Η.Π.Α , επιλέγοντας ως τόπο εγκατάστασης τη πολιτεία που γεννήθηκε και μεγάλωσε το μουσικό του ίνδαλμα (ο Bob Dylan φυσικά), τη Μινεσότα, και συγκεκριμένα τη Μινεάπολις, δηλαδή - εντελώς(;) συμπτωματικά -  την πόλη στην οποία έχει πέσει όλη η παγκόσμια προσοχή τελευταία για τη δολοφονία ενός αφροαμερικάνου παλαιότερης γενιάς... Έκτοτε, έγινε αυτοδίδακτος κιθαρίστας, άρχιζε να παίζει τα folk/blues κομμάτια του σε διάφορα καφέ (όπως κάποτε) και να κερδίζει την προσοχή των τοπικών σταθμών, μέχρι που πέρυσι κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του Tales Of America, μπαίνοντας σε διάφορα charts του Billboard. Ο J.S Ondara κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες το δεύτερο άλμπουμ του, το οποίο -όπως πολλοί άλλοι συναδέλφοι του- έγραψε μέσα στην ζοφερή περίοδο της καραντίνας. «Είναι ιστορίες για τις επιπτώσεις της απομόνωσης σε έναν ολόκληρο πληθυσμό, για τις προσωπικές, πολιτικές και οικονομικές ουλές που άφησε πάνω μας ανεξίτηλα», δήλωσε ο τραγουδοποιός για τη συγκεκριμένη κυκλοφορία και την έμπνευση της, εμφανώς επηρεασμένος από τη περίοδο του εγκλεισμού. Οι ομοιότητες της μουσικής του με αυτή του Bob Dylan, του Bruce Springsteen και του Woody Guthrie είναι εμφανείς, αλλά η θύμηση αυτών των ονομάτων δεν ενοχλεί. Αντίθετα, η χροιά και η προσέγγιση αυτού του μουσικού, μας υπενθυμίζει τρανταχτά πως περιπτώσεις σαν τη δικιά του σπανίζουν, δηλαδή αληθινοί καλλιτέχνες που εμπνέονται από το πρωταρχικό ερέθισμα, το ακατέργαστο υλικό, την άγρια ομορφιά της ίδιας της ζωής.

Μία ιδιαίτερη περίπτωση εγχώριου γκρουπ που τράβηξε την προσοχή μου τις τελευταίες μέρες, είναι αυτή της jazz παρέας του Σωκράτη Τσεντόγλου με το φανταστικό όνομα Kepler is Free. Το ντεμπούτο τους, με το ψυχεδελικό τίτλο Teegarden, είναι μία μισάρωη, απολαυστική, πολυσχιδής και προσιτή jazz άσκηση, η οποία εναρμονίζεται πλήρως με την κατεύθυνση που έχει πάρει η φρέσκια, jazz βρετανική σκηνή (τα έγραψε πολύ ωραία η συνάδελφος, Τάνια Σκραπαλιώρη). Παράλληλα, μέσω διακριτικών πινελιών, το γκρουπ κάνει ξεκάθαρο πως διαθέτει χαρακτήρα, άποψη και πρόταση, θέλοντας να χωρέσει μέσα σε μία ταμπέλα «σύγχρονης jazz» , όσο και να διαχωριστεί από αυτή. Και, φυσικά, το εγχώριο label Veego Records εξακολουθεί να κάνει εξαιρετική δουλειά και να χτίζει έναν κατάλογο πολύ ποιοτικό και εκλεκτικό στη βραχύβια του πορεία μέχρι στιγμής.

Μετά τη πρώιμη λίστα του Guardian με τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς μέχρι στιγμής, τώρα κατέφθασαν μερικές ακόμη και ορισμένες από αυτές έχουν και χαρακτήρα κατάταξης.Η νόρμα που διαφαίνεται μέχρι στιγμής (προς τέρψη των λιστάκηδων με τα καλύτερα της χρονιας) είναι η βασική τετράδα των Fiona Apple, Perfume Genius, Porridge Radio, Run The Jewels μαζί με ακόμη ένα μπαλαντέρ. Είναι νωρίς ακόμη, αλλά ακούγοντας ξανά αυτούς τους δίσκους συνειδητοποιώ πως η νέα δεκαετία έχει μπει πολύ δυνατά μουσικά.

Μία ακόμη λίστα που έπεσα πάνω και βρήκα ενδιαφέρουσα αυτή την εβδομάδα, είναι αυτή του Quietus με τα καλύτερα 40 side projects μουσικών, γνωστών από άλλα σχήματα. Πέρα από το ότι οι επιλογές είναι μία προς μία, συνειδητοποιώ πως δεν βρήκα κανένα side project από αυτά της λίστας να έχει βγάλει καλύτερο δίσκο από το βασικό σχήμα. Όσο και αν μερικά τα λατρεύω, υπάρχει κάποιος πολύ καλός λόγος που δεν ξεπέρασαν ποτέ το όνομα που ο μουσικός έχτισε τη καριέρα του.

Ο Δαλάι Λάμα βγάζει δίσκο τον Ιούλιο.Ναι, αυτός ο Δαλάι Λάμα. Και το κομμάτι που κυκλοφόρησε είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κάποιος στο άκουσμα της είδησης πως ο Δαλάι Λάμα βγάζει δίσκο: μία διαλογιστική, spoken-word λούπα προορισμένα για τα έγκατα τα βασίλεια της ζεν κατάστασης. 

Η άσχημη είδηση της εβδομάδας στο μουσικό χώρο. Ελπίζω στην Ελλάδα να τη γλιτώσουν.

Τέλος, ένα μίνι, νατουραλιστικό ντοκιμαντέρ από το Χριστόφορο Αναγνωστόπουλο με εικόνες και ήχους το «δάσος της ηρεμίας» στα Τζουμέρκα. Έξι λεπτά, παύση από το χάος. Βουτιά στη φύση επειγόντως.

Forest of Tranquility from Christophe Anagnostopoulos on Vimeo.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured