Κατ’ αρχήν να ξεκινήσουμε από το βασικό αξίωμα ότι ο Iggy είναι η ενσάρκωση του ροκ εν ρολ του ίδιου, όλη η εκρηκτικότητα και η ενέργεια που μπορεί να κουβαλάει αυτός ο τίτλος στη μορφή ενός και μοναδικού κορμιού, και τι κορμιού μάλιστα!
Ως δεδομένο θα πρέπει να θεωρούμε ακόμη ότι ο Iggy είναι κι ένας πανέξυπνος καλλιτέχνης, πως αλλιώς εξάλλου έχει κρατηθεί στην επικαιρότητα εδώ και τέσσερις πάνω κάτω δεκαετίες; Ότι λοιπόν κι αν κάνει, κάθε καινούργιο του δισκογραφικό βήμα, έχει το σεβασμό μας, ακόμη κι αν πρόκειται για μια πρόχειρη δουλειά που ίσως να κυκλοφόρησε εν βρασμώ ψυχής ή κατόπιν απερισκεψίας και κακών χειρισμών (ή κακών συμβουλών από την πλευρά του management κτλ. κτλ.)
Ένα τέτοιο βήμα ήταν το προηγούμενό του άλμπουμ “Beat It Down”, που οι κριτικές το ήθελαν τόσο αδιάφορο, ώστε ελάχιστα ακούστηκε και σε ακόμη μικρότερο ποσοστό γέμισε τα ράφια των δισκοπωλείων – με άλλα λόγια, είναι σαν να μην βγήκε ποτέ. Τουλάχιστον ερχόταν μετά από ένα απ’ τους καλύτερους δίσκους της καριέρας του, το πολυσυλλεκτικό “Avenue B”, που αποτελούσε τη διαβεβαίωση ότι ο Iggy δεν είναι ο καλλιτέχνης που οφείλουμε να ξεγράψουμε ακόμη. Στην ίδια ακριβώς κατηγορία δίσκων ανήκει, ευτυχώς, και ετούτη η επιστροφή του, η οποία μάλιστα κρύβει και μια σειρά από απροσδόκητες εκπλήξεις, όπως μας έχει φιλοδωρήσει με ανάλογες τέτοιες κατά καιρούς ο αίλουρος ρόκερ. Η μεγαλύτερη είναι η επανασύνδεσή του με τους αδελφούς Ron και Scott Asheton από τις θρυλικές και δοξασμένες ημέρες των Stooges, τότε δηλαδή που η καρδιά του ροκ χτυπούσε στο Ντητρόιτ επειδή έτσι το ήθελε ο διαστροφικός και αυτοκαταστροφικός performer της μπάντας. Τέσσερα καινούργια κομμάτια έχουν ηχογραφήσει μαζί, που τα γιόρτασαν μάλιστα με συναυλίες στην πατρίδα τους. Το στυλ τους είναι ασφαλώς πανομοιότυπο μ’ εκείνο της αειμνήστου εποχής, με ολίγο σύγχρονο ηχόχρωμα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με όλες τις πρόσφατες δουλειές του Wayne Kramer για παράδειγμα, που είναι πάντοτε δυναμικές και το κυριότερο αξιοπρεπείς.
Από τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου, ένα μόνο βρίσκει τον φίλτατο κύριο Osterberg να το υπογράφει σόλο (το καντροειδές “The Wrong Feels Right”). Σε όλα τα άλλα βρίσκει πολλούς και ποικίλους συνεργάτες - συναγωνιστές : έξι έχει κάνει παρέα με την τωρινή του μπάντα, τους Trolls, δύο μαζί με τους Green Day, ένα με τους Sum 41(!) και δύο ακόμη με την Peaches. Σ’ αυτήν την τελευταία είναι προφανές ότι έχει βρει μια αδελφή ψυχή σε ότι αφορά στις σκηνικές ακρότητες, μα επιπλέον στο “Rock Show” (που μιλάει γι’ αυτό ακριβώς που ξέρουν και οι δύο να κάνουν καλύτερα, να δίνουν συναυλίες ικανές να σου τινάξουν το μυαλό στον αέρα!), τα ηλεκτρονικά στοιχεία μεταβάλλουν τη συνήθη ατμόσφαιρα των κομματιών που έχουμε ακούσει με τη φωνή του Iggy – όπως κι εκείνο το εξαιρετικό “Aisha” που είχε κάνει υπό την καθοδήγηση των Death In Vegas – και προς αυτήν την κατεύθυνση πιστεύουμε πως θα έπρεπε να κινηθεί ακόμη περισσότερο, αν θέλει να ηχεί ακόμη πιο άμεσος σε μια νέα γενιά ακροατών.
Όσο για τις συνεργασίες με τους άλλους δύο, Green Day και Sum 41, είναι μια προσπάθειά του, πιστεύουμε, να απευθυνθεί στο αμερικάνικο νεανικό κοινό που απαρτίζει το ακροατήριο των παραπάνω, και τα κομμάτια που έχει κάνει μ’ αυτούς δεν είναι και τόσο κακά, απλά θα μπορούσε να μην τα έχει κάνει και καθόλου αν ήθελε ένα πιο αψεγάδιαστο βιογραφικό. Αλλά τι λέμε τώρα, υπάρχουν πολύ μεγαλύετερες κηλίδες εκεί μέσα για να ανησυχήσει για ένα παράπτωμα σαν και το παραπάνω…
Συνολικά, το “Skull Ring” τον βρίσκει σε σπουδαία φόρμα, με στάνταρ ερμηνεία και απόδοση, και μπόλικους ηχητικούς δυναμίτες για τους φίλους του και μη. Ο ίδιος πάντως εκφράζει τις αγωνίες του σαν αστέρι της ροκ στο “Dead Rock Star” – και ναι, το ρεφρέν πηγαίνει “Είμαι ένας νεκρός αστέρας της ροκ / Σε τι μπορώ να ελπίζω / Δεν υπάρχει τίποτα για να αξίζει να ζεις” – και ίσως αυτό να είναι ένα μυστικό μήνυμα που να εκφράζει την άποψή του για τα όσα αισθάνεται πια γι’ αυτό που κάνει. Ας ελπίσουμε ότι κάτι τέτοιο απλά δεν ισχύει, κι ας απολαύσουμε έναν ακόμη ατίθασο, εμπρηστικό Iggy!