Η νοσταλγία, αν και εμπεριέχει μέσα της το συνθετικό –αλγία, που παραπέμπει σε πόνο και αρνητικά συναισθήματα (κεφαλαλγία, οσφυαλγία κτλ.), μπορεί να έχει ευεργετικές επιδράσεις στη διάθεση του ατόμου.
Σκέψεις από καιρό ξεχασμένες βγαίνουν νομίζεις αυτονομημένες στην επιφάνεια του εγκεφάλου, συναισθήματα καλά κρυμμένα στο νοητικό και αισθαντικό μας ντουλάπι παίρνουν ξαφνικά εξιτήριο, φιγούρες από το παρελθόν – θολές, σαν ένα βουνό καλυμμένο από παχιά ομίχλη – αρχίζουν να φαίνονται ξεκάθαρες και ζωντανές, τόσο που σχεδόν θες να τις αγγίξεις. Η αναμόχλευση του παρελθόντος έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με τις σκέψεις για το παρόν ή το μέλλον: το φιλτράρισμα που ο χρόνος επιφέρει, αμβλύνοντας, πολλές φορές, την αρνητική πλευρά, οξύνοντας παράλληλα τη θετική. Για αυτό και κάποιες φορές τα γεγονότα φαντάζουν ομορφότερα όταν γίνονται αναμνήσεις και είναι ωραίο κάτι να σου θυμίζει έντονα το, ίσως όχι και τόσο μακρινό, πάντως ξεχασμένο, παρελθόν.
Οι Mogwai, με αρκετές συνθέσεις σε αυτόν τον έκτο τους δισκογραφικό σταθμό, παίζουν μια ήπια, μια σχεδόν γλυκιά εκδοχή του post rock, αφήνοντας το μυαλό να τρέξει σε εποχές στις οποίες αυτό δεν είχε οριστεί πλήρως και έμοιαζε σαν ένα βρέφος δεκτικό σε πολλές και διαφορετικές επιρροές. Από τότε, λοιπόν, που οι Σκοτσέζοι μας έδιναν το οριακό Young Team και χαρτογραφούσαν ένα ομιχλώδες μουσικό τοπίο – που είχαν ιχνηλατήσει προηγουμένως, με τόλμη, συγκροτήματα σαν τους Slint, τους Labradford ή τους Tortoise, χαράζοντας ανεξίτηλα την ψυχή μας – έχουν περάσει έντεκα ολόκληρα χρόνια. Οι ίδιοι έχουν πάψει από καιρό να θεωρούνται «indigo kids» και δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι έχουν απομακρυνθεί σημαντικά από τους ήχους τους οποίους δημιούργησαν τότε. Κάτι που δεν κάνουν ούτε στο Hawk Is Howling. Ίσως, όμως, πλέον να μην είναι αυτό το ζητούμενο – η πρωτοπορία δηλαδή – αλλά να αρκεί η διαύγεια των παραγόμενων συναισθημάτων, η ειλικρίνεια των προθέσεων και η ποιότητα των μουσικών ιδεών.
Με άλλα λόγια, ο συγκεκριμένος δίσκος δεν περιέχει κάποια σημαντική έκπληξη και πιθανώς να μην σημάνει καμπάνες επιστροφής για αυτούς που έχουν εγκαταλείψει από καιρό το πλοίο των Mogwai. Γιατί διαφορές στο μουσικό κομμάτι υπάρχουν, αλλά δεν είναι ραγδαίες. Ασχολούνται, για άλλη μια φορά, με ό,τι ονομάζεται post rock, αλλά με έναν πιο ενδελεχή τρόπο. Μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα πως βρίσκονται στην πιο ώριμη φάση της δημιουργικότητάς τους, όχι μόνο από την ποιότητα των συνθέσεών τους ή τον ήπιο χαρακτήρα μερικών εξ αυτών, αλλά και από τον τρόπο που χρησιμοποιούν τις ίδιες με το παρελθόν μουσικές αξίες. Τα ξεσπάσματά τους για παράδειγμα, μπορεί να μην είναι τόσο ακραία και βίαια όσο παλιά, ότι χάνουν όμως σε ηχητική ένταση, το κερδίζουν σε συναισθηματική. Σε γενικές γραμμές, αν εξαιρέσει κανείς το πορωτικό “Batcat” που στηρίζεται με το ένα πόδι στους Isis και με το άλλο στους Black Sabbath, το Sonic Youth-ικό “The Sun Smells Too Loud” και το “Scotland’s Shame”, το οποίο δείχνει σαν μια ανακεφαλαίωση των post rock πεπραγμένων, ο δίσκος φαινομενικά είναι αρκετά ήπιος – τηρουμένων των αναλογιών – διατηρώντας άσβεστη μια εσωτερική δυναμική, σαν ένα ηφαίστειο που κοχλάζει στα έγκατά του. Όπως και να έχει το πράγμα, κανείς δεν θα βρει καινοτόμο τον δίσκο, τουλάχιστον όπως είχε βρει το Young Team.
Ίσως, όμως, η πραγματική δύναμη του δίσκου να μην κρύβεται στο μουσικό κομμάτι, αλλά στο αισθαντικό. Στα συναισθήματα δηλαδή που αφυπνεί ο δίσκος, στα τοπία που σε ταξιδεύει αν κλείσεις τα μάτια και αρχίσεις να ακούς με τα αυτιά της ψυχής και όχι με αυτά του μυαλού. Σαν ένα soundtrack σε μια ταινία όπου εσύ ορίζεις το σενάριο, ποιος είναι καλός και ποιος κακός. Από το εισαγωγικό πιάνο του “I’m Jim Morrison, I’m Dead” – ένα κομμάτι που εξελίσσεται με ένα slowcore ξέσπασμα, το οποίο συνοδεύεται με το γνωστό κιθαριστικό τείχος – στο παγωμένο “Thank You Space Expert” – όπου οι αναμνήσεις από το συγκλονιστικότερο ίσως δίσκο τους, Come On Die Young, είναι μάλλον αναπόφευκτες – και από το μελωδικότατο “Danphe And The Brain” με το ηλεκτρονικό του τελείωμα, στο συναρπαστικό αποχαιρετιστήριο “The Precipice”, την πιο ποιοτική και συναισθηματικά δυνατή στιγμή του δίσκου, μπορεί κανείς να διακρίνει όλα τα γνωστά στοιχεία τα οποία αγαπήσαμε στους Mogwai. Εκφρασμένα μάλλον με μια μεγαλύτερη εσωστρέφεια, αλλά και με μια μεγαλύτερη σοφία, τέτοια που αποκτά κανείς ερμηνεύοντας σωστά τις εμπειρίες που ο χρόνος σου προσφέρει απλόχερα. Με άλλα λόγια, η παρέα από τη Γλασκόβη έχει πλέον μάθει να τιθασεύει το αυθόρμητο του χαρακτήρα της, να συγκρατιέται όταν χρειάζεται, να τα σπάει με αξιοθαύμαστο μέτρο, αλλά και να εκφράζεται με ήρεμες μελωδίες που εδώ και κάποια χρόνια δεν χρησιμοποιεί μόνο σαν χρωματισμούς, αλλά και σαν κύρια συνθετική άποψη.
Ίσως, βέβαια, όταν ακούω Mogwai να μην βουτάω καθόλου στη θάλασσα της λογικής. Συγχωρήστε με, αλλά με αυτούς δεν έχω καταφέρει ποτέ να είμαι ιδιαίτερα αντικειμενικός. Και δεν βλέπω τον λόγο να γίνω τώρα.