Τα πράγματα χωρίζονται πια κάθετα.
Και αυτό είναι εξαιρετικά δυσοίωνο.
Μάρκος Καραγιάννος
Ημερολόγια μιας Ενδιαφέρουσας Εποχής
Από μόνο του, το γεγονός ότι χρειάστηκε η κινητοποίηση μερικών δεκάδων αστυνομικών για να πραγματοποιηθεί την περασμένη εβδομάδα η συναυλία της Νατάσσας Μποφίλιου στην εκδήλωση Ζυγομάλεια 2012 του Δήμου Αυλώνας, είναι κάπως γελοίο. Η ιστορία γνωστή: μία άστοχη –στα όρια της ανοησίας– παλαιότερη δήλωση της τραγουδίστριας στο twitter, μία από τις γνωστές «πύρινες» ανακοινώσεις των τοπικών Χρυσαυγιτών ως απάντηση κι η κατάσταση απέκτησε μία απρόσμενη πολεμική διάσταση. Και μολονότι τούτη τη φορά οι απειλές των Χρυσαυγιτών απεδείχθησαν κούφιες και στην εκδήλωση δεν άνοιξε ρουθούνι, το «επεισόδιο» εντάσσεται στα εξόχως ανησυχητικά σημεία των καιρών· στη λανθάνουσα τροπή που εύκολα παίρνουν τα δημόσια ζητήματα, στις ολοένα και περισσότερες αφορμές που δίνονται καθημερινά για να ανάψουν τα αίματα και να εκτοξευθούν απόλυτοι (καίτοι βεβιασμένοι) χαρακτηρισμοί, όπως και στην τάση για δημιουργία φαντασιακών (προς το παρόν) και αντιμαχόμενων στρατοπέδων εντός του κοινωνικού σώματος. Μια ροπή προς το ίδιο λάθος, ξανά και ξανά.
Δεν περιμένατε βέβαια εμένα για να πληροφορηθείτε ότι ο φασισμός έχει χτυπήσει την πόρτα μας και μεγεθύνεται σαν καλπάζων καρκίνος. Το διαβάζουμε καθημερινά στις εφημερίδες, το βλέπουμε τριγύρω μας. Το ακούμε σε φράσεις που αρχικά φαίνονται αθώες ή αστείες, αλλά που πίσω τους κρύβουν μια αυξανόμενη έλλειψη υπομονής, μια διογκούμενη αηδία απέναντι σε ένα σύστημα αξιών που πρόδωσε προσδοκίες και προδόθηκε εκ των έσω, η οποία όμως διοχετεύεται σε άστοχες οξυθυμίες. Η αλήστου μνήμης λεκτική γραφικότητα «ε ρε χούντα που σας χρειάζεται», έχει επανέλθει με διάφορες παραλλαγές, στις οποίες στη θέση του «χρειαζούμενου» τίθεται η νοσηρότητα της Χρυσής Αυγής. Ο δημόσιος λόγος εμποτίζεται καθημερινά με δηλητηριώδεις α-νοησίες, ενώ οι επιθέσεις της Χρυσής Αυγής (μαχαιρώματα, τραμπουκισμοί, ύβρεις και τόνοι λάσπης) πληθαίνουν, φέρνοντάς μας καθημερινά αντιμέτωπους με τις πολλές εκδοχές του «προσώπου του τέρατος» –που έλεγε κι ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο φασισμός ως τιμωρός λοιπόν. Ως ο «αντισυστημικός» πυρήνας που θα βάλει τους «εθνο-προδότες» στη θέση τους και θα «ξεβρομίσει τον τόπο» από όσα εκείνος θεωρεί αποστήματα. Αυτή η δυναμική του «αντισυστημικού» ρεύματος μάλλον αποτελεί και την πιο επικίνδυνη διάσταση, καθώς είναι αυτή που συνεχίζει να συσπειρώνει κόσμο –ίσως περισσότερο ακόμα και από τα ξενοφοβικά σύνδρομα τα οποία η Χρυσή Αυγή αφύπνισε και έκτοτε χρησιμοποιεί.
Παρόλο που μέχρι τούδε στο στόχαστρο μπαίνουν οι πιο αδύνατοι από τους αδυνάτους (κατατρεγμένοι άνθρωποι, που καταφανώς δεν έχουν καμία ευθύνη για τη μοίρα της χώρας) και ποτέ κάποιος «συστημικός» εχθρός –έστω και ως συμβολισμός ή ως πρόσχημα– οι φασιστικές συμμορίες βρίσκουν ευήκοα ώτα. Κερδίζουν διαρκώς από τη δημιουργία ενός προφίλ του ανθρώπου της διπλανής πόρτας (ο οποίος μάλιστα «δεν φοβάται να λερώσει τα χέρια του»), προφίλ το οποίο –εκουσίως ή ακουσίως– φιλοτέχνησε, μεταξύ άλλων, η lifestyle δημοσιογραφία του Θέμου, του Λιάγκα και των άλλων παιδιών. Κερδίζουν από την εμβάθυνση της κρίσης, η οποία ισοπεδώνει δομές και συνειδήσεις, περιθωριοποιεί σωρηδόν και φτιάχνει ανθρώπους πρόθυμους να ρίξουν το φταίξιμο ο ένας στον άλλον. Κέρδισαν επίσης από την αρχική απάθεια της επίσημης Αριστεράς, η οποία πίστεψε πως η εκτεταμένη «προλεταριοποίηση» των μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων θα τα έφερνε αυτόματα στους κόλπους της. Κερδίζουν βεβαίως και από μία πολιτική στροφή της κυβέρνησης, η οποία ελπίζει (λανθασμένα) πως θα καρπωθεί τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, εάν στρίψει το καράβι δεξιότερα, οριοθετώντας έτσι το παιχνίδι στο γήπεδο της ακροδεξιάς. Αξίζει να σταθούμε για λίγο σε αυτό το τελευταίο.
Στο βιβλίο Ρευστοί Καιροί, ο Πολωνός κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν επισημαίνει μία πικρή αντίφαση στην οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη η πολιτική τάξη: καλείται να δώσει «τοπικές λύσεις σε προβλήματα που προκαλούνται σε παγκόσμιο επίπεδο». Παραδομένα σε ό,τι ο Μπάουμαν ονομάζει «αρνητική παγκοσμιοποίηση», τα κράτη (και κατά συνέπεια οι κυβερνήσεις τους), χάνουν την επιρροή τους και εκχωρούν όλα τα μέσα που έχουν ανάγκη για να προσδώσουν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στο πεπρωμένο τους. Πραγματικά, δεν χρειάζεται να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει ότι καίριες αποφάσεις που αφορούν ζητήματα λ.χ. οικονομικής (ή δημοσιονομικής) πολιτικής των κρατών, νομοθετικών παρεμβάσεων ή εξωτερικής πολιτικής, έχουν από καιρό φύγει από τον άμεσο έλεγχο των εθνικών κρατών. Πλέον τις εξελίξεις ορίζουν υπερεθνικά συμβούλια, αμφίβολης (έως μηδαμινής) δημοκρατικής νομιμοποίησης: οι πολυεθνικές εταιρείες και τα πανίσχυρα λόμπι τους, υπερεθνικοί οργανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς επίσης και ό,τι στην τρέχουσα ορολογία ονομάζουμε αγορές (hedge funds, οίκοι αξιολόγησης, τραπεζικοί κολοσσοί κλπ.), με τη διαρκή τους πίεση.
Οι τοπικές πολιτικές ελίτ, παρόλα αυτά, εξαρτούν ακόμα την επιβίωσή τους από τη γνώμη των πολιτών, από τις εθνικές δομές μίας κουτσουρεμένης δημοκρατίας. Πρέπει επομένως να κάνουν κάτι για να κερδίσουν την ψήφο τους. Αδύναμες να αντιμετωπίσουν το παραπάνω σύστημα της «μεταδιεθνούς» πολιτικής ισχύος, ενεργοποιούν αρχέγονους (και εν πολλοίς αυτοεκπληρούμενους) φόβους και στρέφονται σε κάτι που μπορούν να επηρεάσουν έστω και προσχηματικά. Μετά βαρύγδουπων επικοινωνιακών τακτικισμών, παίζουν το επικίνδυνο χαρτί της ακροδεξιάς και με τη γνωστή πλέον τεχνική των ευφημισμών («Ξένιος Ζευς» τα πογκρόμ, «Κέντρα Υποδοχής και Φιλοξενίας» τα στρατόπεδα συγκέντρωσης) προσπαθούν να τονίσουν και να ωραιοποιήσουν κάτι που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λύση σε ένα τέτοιας φύσεως ζήτημα (το οποίο άπτεται θεμελιωδών πρακτικών του σύγχρονου καπιταλισμού). Στην καλύτερη των περιπτώσεων, τέτοιες παρεμβάσεις αποτελούν παρηγοριά στον άρρωστο.
Κανένας σώφρων βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι συνθήκες σε μία εκτεταμένη περιοχή των Αθηνών χρίζουν διευθέτησης και σοβαρής παρέμβασης. Το να φτάσουμε όμως να παραδεχόμαστε το μεταναστευτικό ως το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας, είναι ένα μεγάλο λογικό άλμα. Τη στιγμή μάλιστα που το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται, σκόπιμα και παραπλανητικά, με τους φορείς κρατικής διαφθοράς, ενόσω οι βασικές υποδομές της χώρας καταρρέουν, πωλούνται ή «αξιοποιούνται» (ένας ακόμα υπέροχος ευφημισμός). Η επαλήθευση της αντιμεταναστευτικής ρητορείας από την πλευρά του κράτους –την οποία ρητορεία ο καθηγητής Νικόλας Σεβαστάκης ορίζει, σε ένα πρόσφατο άρθρο του, ως «την ιδέα ότι ο Έλληνας έγινε ξένος στον τόπο του, ότι ο τόπος μας «έχει κατακτηθεί» από μια ξένη δύναμη» –μπορεί μόνο να μετατρέψει εύκολα και γρήγορα τους Χρυσαυγίτες σε αυτόκλητους εθνοαπελευθερωτές.
Η πολιτική όμως αυτή επιτελεί κι έναν ακόμα ρόλο. Δηλώνει πως η εστία του κακού δεν εντοπίζεται στην αντικοινωνική πολιτική που εφαρμόζεται (αυτή παρουσιάζεται περίπου ως φυσικό φαινόμενο), αλλά στο πρόσωπο ενός απτού Άλλου. Έτσι η ένταση μεταφέρεται εντός της κοινωνίας, οι πραγματικοί λόγοι της δυστοπίας συσκοτίζονται και η παλιά, καλή και δοκιμασμένη τακτική του διαίρει και βασίλευε τίθεται σε ενεργεία. Καταλύτης, βεβαίως, σε αυτήν την προσπάθεια η ίδια η Χρυσή Αυγή, η οποία με τη ρατσιστική της ιδεοληψία πρόθυμα επωμίζεται το «βάρος» της πράξης. Έτσι, η «αντισυστημική» μας παρέα, επιτελεί μια χαρά τις βλέψεις του «συστήματος». Όταν όμως ως κράτος δικαιώνεις τα άναρθρα επιχειρήματα απροκάλυπτα φασιστικών συμμοριών, παίζεις με μια σπίθα που δεν θέλει πολλά για να μετατραπεί σε ανεξέλεγκτη πύρινη λαίλαπα.
Πέρα από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής σε επίπεδο πολιτικής, πέραν της αναγνώρισης της επικινδυνότητας των πρακτικών της, της απέχθειας προς τη μιλιταριστική της οργάνωση και της αναγκαίας εναντίωσης στα φασιστικά ιδεώδη της (στοιχεία που βρίσκουν κουτσά-στραβά δίοδο στον δημόσιο λόγο), οφείλουμε να προσέξουμε και κάτι ακόμα. Ο καθηγητής Σεβαστάκης το τοποθετεί πολύ εύστοχα: Η Χρυσή Αυγή είναι «με τον δικό της τρόπο κοινωνική και πληβειακή, προστατευτική και «αντικατοχική»· διεκδικεί, δηλαδή, τη δική της εκδοχή κοινοτισμού και φιλολαϊκού κοινωνισμού». Δεν αρκεί, με απλούστερα λόγια, να ευαγγελιζόμαστε ότι για την άνοδό της ευθύνονται αποκλειστικά οι αντικοινωνικές πολιτικές και πως όταν (και αν) επιτευχθεί μία κάπως πιο κοινωνική πολιτική, το φαινόμενο απλώς θα ξεφουσκώσει. Η Χρυσή Αυγή έχει κι αυτή τη δική της «απτή, ευανάγνωστη και δραστική μετάφραση των αντί-ελίτ και ηθο-αναμορφωτικών ευαισθησιών». Με αυτή την «ευανάγνωστη μετάφραση» μαζεύει γύρω της ένα διαρκώς διογκούμενο ακροατήριο.(1) Κι εδώ βρίσκεται ένα κρίσιμο σημείο στην αναγκαία αποδόμηση των φασιστικών ενστίκτων και συμπεριφορών που δηλητηριάζουν το κοινωνικό σώμα.
Εάν λοιπόν έχουμε ακόμα ζωντανό έστω και το ελάχιστο ένστικτο κοινωνικής αυτοσυντήρησης, οφείλουμε με κάθε μέσο να προβούμε σε αυτή την αποδόμηση. Όχι με κραυγές και με –πρόδηλα ανεπαρκείς– μειωτικούς χαρακτηρισμούς περί ελλιπούς μορφωτικού ή διανοητικού επιπέδου. Μα με ουσία. Να αποκρούσουμε το φάντασμα του φασισμού και να ψάξουμε τους πραγματικούς λόγους της δυστοπίας, αναζητώντας εξόδους. «Να μη φοβόμαστε» όπως λέει κι ο Καραγιάννος, «να μη μας νικάει ο φόβος στις ιαχές των ανθρωποφυλάκων. Είμαστε πιο δυνατοί, ακόμα. Θα επιχειρήσουν να νικήσουν, στους δρόμους, στα μυαλά. Δεν θα τους βγει όμως. Τίποτα δεν τελείωσε. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία. Αλλά καλύτερα σε αυτό τον δρόμο».
(1) Στην έντονη συζήτηση για το αν οι υποστηρικτές της είναι ή έγιναν ξαφνικά φασίστες, έχω να καταθέσω ως παραβολή μία φράση του Tom Hanks ως Forrest Gump: «Stupid is as stupid does».
Βλέπε και:
Μάρκος Καραγιάννος, Ημερολόγια μιας Ενδιαφέρουσας Εποχής (Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2012)
Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστοί Καιροί (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2008)
το άρθρο «Η Ορατή Ακροδεξιά» του Νικόλα Σεβαστάκη: http://rednotebook.gr/details.php?id=6702