Όλος ο παγκόσμιος σεβασμός των μουσικόφιλων στους Red Hot Chili Peppers ξεκινάει από εδώ. Η αίσθηση του να ανήκεις στην ίδια άτυπη κοινότητα με άπειρο κόσμο γιατί απλά έχεις και εσύ το ίδιο t-shirt των Peppers, τροφοδοτείται από την αντριχίλα που δημιούργησαν κομμάτια σαν το “Under The Bridge” ή το “Breaking The Girl” αλλά και το ανελέητο head banging ( ή air drumming, air guitaring, air basslapping) που συνοδεύει τα “Give It Away”, “Suck My Kiss” και ασφαλώς το βραδυφλεγές ομώνυμο “Blood Sugar Sex Magic”.
Μέχρι τις αρχές του 1991, οι Peppers ήταν απλά μια πολλά υποσχόμενη μπάντα από την σκηνή του L.A., που είχε πλησιάσει το εμπορικό crossover με το “Mother ’s Milk” του 1989, αλλά ξεκάθαρα κάτι της έλειπε. Προβληματική αρκετά ώστε να μην τους αναλάβει νωρίτερα ο “πολύς” Rick Rubin και λιγότερο δικτυωμένη μέχρι να πέσουν οι υπογραφές με τον πιο γνωστό “Μο” στην αμερικάνικη δισκογραφία, τον Mo Ostin της Warner που τους βρήκε το ιδανικό "σπίτι" το 1991, μια χρονιά που φαινόταν από νωρίς ότι θα είναι ήταν ορόσημο για την πορεία της μπάντας.
Ο Rubin είχε δεχτεί να καθίσει στην καρέκλα του παραγωγού με την προϋπόθεση η μπάντα να αφήσει πίσω τον heavy ήχο και να εστιάσει στις μελωδικές γραμμές που έτσι και αλλιώς, ήταν δεύτερη φύση για τον Frusciante. Επιπλέον, πρότεινε να νοικιάσουν την -για πολλούς- “στοιχειωμένη” βίλα του μάγου Harry Houdini ώστε να έχουν απόλυτη συγκέντρωση, ίσως λίγη μαγεία και περισσότερο δημιουργικό οίστρο.
Και έτσι έγινε. Από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1991, οι μισοί Peppers (Flea και John Frusciante) ζούσαν μαζί με τον Rubin στην βίλα και οι υπόλοιποι (Anthony Kiedis και Chad Smith) πηγαινοέρχονταν καθημερινά με τις μηχανές τους. Ο Frusciante έχει δηλώσει ότι το σπίτι ήταν όντως στοιχειωμένο αλλά "τα φαντάσματα ήταν απολύτως φιλικά" ενώ ο Kiedis αρκετές φορές δυσκολευόταν με το στοιχειό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο mastermind αυτού που θα έμενε στην ιστορία ως "το ηχητικό τείχος των RHCP", ο “βαρύς” τότε Rick Rubin, είχε ξαναπέσει με τα μούτρα στην παιδική του αγάπη (και μακροχρόνια παράλληλη ασχολία) που ήταν η μαγεία σε όλες τις εκδοχές της.
Αν υπονοώ ότι ο δίσκος ήταν αποτέλεσμα ανώτερων δυνάμεων και αφύσικων φαινομένων; Το λέω και το υπογράφω -και καθόλου τυχαία, ένα από τα πιο χορταστικά ντοκιμάντερ για την καλύτερη περίοδο των Red Hot Chili Peppers, το Funky Monks ξεκινάει με αερολογίες των Flea και Frusciante για την ύπαρξη τους στην “τέταρτη διάσταση”.
Ας το πάρουμε λίγο πιο σοβαρά όμως. Το Blood Sugar Sex Magik (BSSM) είναι η πρώτη κορύφωση στη μουσική πορεία τεσσάρων απίστευτα ταλαντούχων και εξαιρετικά διαβασμένων (σε επίπεδο αναφορών και επιρροών, όχι απαραίτητα σε επίπεδο εκπαίδευσης ωδείου) μουσικών. Ο Chad Smith, έχοντας κατανοήσει πλήρως την θέση του ως drummer - στυλοβάτης της ρυθμικής ανάπτυξης της μπάντας, είχε πάρει από τον Flea το πράσινο φως για να “γεμίσει” όλον τον χώρο που θα άφηναν οι “μισές απ' ό, τι συνήθως” μπασσογραμμές του. Ο Flea, από την άλλη, για πρώτη φορά μέχρι τότε, αποφάσισε να παίζει λιγότερο ποζεράδικα και περισσότερο για την φανέλα. Αντιλαμβάνεται ότι το “φάνκι σλαπ” του είναι ακόμα καλύτερο όταν κάθεται πάνω στις θέσεις ή τις άρσεις του Chad και προφανώς μαγεύεται από τις θεωρίες του Rubin αντιλαμβανόμενος ότι “less is more”, αν θέλεις να κάνεις καριέρα στα charts. Ακριβώς πάνω σε αυτή την θεμελιώδη προσέγγιση είναι που οι Red Hot Chili Peppers μετατρέπονται από μπάντα των clubs, σε μπάντα των γηπέδων και των φεστιβάλ. Η σχεδόν εφηβική ανάγκη να υπηρετήσουν το πανκ, στα χέρια του μοναδικού ανθρώπου που εμπιστεύονται τυφλά (βλ. Rubin) μετατρέπεται σε ζωντανή -σαν να συμβαίνει δίπλα σου- ροκ ενέργεια και με τη σωστή δοσολογία από στακάτους ρυθμούς πάνω σε εύκολες μελωδίες, προκύπτει ο δίσκος που έμελλε να θέσει νέα standards για το πώς ξεχωρίζουν "τα αγόρια από τους άνδρες".
Ξαφνικά, για τους Peppers, σταμάτησαν να είναι ταμπού οι συγκινήσεις που δημιουργούν οι ερωτικές απογοητεύσεις και σαν από πάντα να μιλούσαν στις καρδίες όλων των cool kids του L.A., και οι μελωδικές γραμμές, η ερμηνεία αλλά και οι ιδιαίτερες ενορχηστρώσεις σε κομμάτια όπως το “Breaking The Girl” ή το “I Could Have Lied” (που ο θρύλος λέει ότι προέκυψε από το σύντομο ειδύλιο του Kieds με την Sinead O’ Connor) έγιναν το καλά κρυμμένο μυστικό του δίσκου. Ενώ παράλληλα η καθοδήγηση του Rubin στο να μεθοδεύσει τον στιχουργικό οίστρο του Kiedis ώστε να “ανοιχτεί” συναισθηματικά ή να “εκτεθεί” βιωματικά καταγράφοντας τις μαύρες μέρες “κάτω από την γέφυρα” με τρόπο που να συγκινεί τον ακροατή, είναι για σεμινάριο.
Δίκαια λοιπόν, μερικά χρόνια μετά, χιλιάδες παραγωγοί σε εκατοντάδες πόλεις του κόσμου θα μελετούσαν τις τακτικές του Rubin και το ηχητικό τείχος αυτού του δίσκου. Όλος ο μεγάλος drum ήχος που θα αποκτούσε το εναλλακτικό ροκ των '90s και το nu metal των '00s (από τους Limp Bizkit μέχρι τους Slipknot) βρίσκεται στις κάσες, τα ταμπούρα και τα πιατίνια του Chad Smith, ηχογραφημένα με αυτήν τη μαγική και σχεδόν φυσική ηχώ που είχε το δωμάτιο στη βίλα Hοudini.
Και ασφαλώς έπειτα έρχεται το funk. Αυτή η τόσο σημαντική λέξη στην ιστορία της μπάντας, που μετά από το BSSM σταμάτησε να είναι το δεύτερο συνθετικό πίσω από την λέξη πανκ. Το 1991, το funky παίξιμο της μπάντας θα γινόταν το πιο ζωτικό κομμάτι του ήχου τους, σημαντικό όσο και οι λιωμένοι από το παίξιμο δίσκοι των Funcadelic (βλ. "Funky Monks"), του James Brown (βλ. "Give It Away"), του Prince (βλ. "If You Have To Ask") και μοιραία του Jimi Hendrix που αποφάσισαν να διασκευάσουν στην διάρκεια αυτών των ηχογραφήσεων (η σπέσιαλ itunes επανέκδοση του 2006 έφερε στο φως τις διασκευές τους στα “Little Miss Lover” και “Castles Made Of Sand”). Το γεγονός δε, ότι ο Frusciante μόλις στα είκοσι ένα του χρόνια ένιωθε τέτοια αυτοπεποίθηση στο να προσέγγισει τους αγαπημένους του “θρύλους”, σήμαινε ότι η μπάντα είχε στην διαθεσή της όλα τα όπλα σε πλήρη ισχύ.
Τελευταίο κλειδί η φωνή του Kiedis, μακράν στην πιο φορμαρισμένη "έγχρωμη" περίοδο της. Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτό είναι το μοναδικό album στο οποίο κανείς θα μπορούσε να μπερδέψει την ερμηνεία και το flow του μπροστάρη των Peppers με έγχρωμο τραγουδιστή και η αλήθεια είναι ότι σε κομμάτια όπως το “If You Have To Ask” το ραπ του όρισε εκ νέου πόσο καλά ή κακά θα μπορούσαν οι λευκοί να ραπάρουν πάνω από ορχηστρικά funk jams. Βλέπετε οι Peppers δεν είχαν κρύψει ποτέ την αγάπη τους για τη μαύρη μουσική ή την ραπ και αν κάτι απογείωσε το αισθητικό αποτέλεσμα του BSSM ήταν οτι ρυθμολογικά οι Chad και Flea και ερμηνευτικά o Κiedis, απελευθέρωσαν όλες τις επιρροές που είχε αφήσει πάνω τους η πρώτη μαζική επέλαση του hip hop στην αμερικάνικη μουσική βιομηχανία.
Άρα, αν το ψυχωμένο funk μπλεγμένο με την rock 'n' roll δεξιοτεχνία έδωσε το στίγμα στις κιθάρες, τα απλά και απολύτως λειτουργικά μπασοτύμπανα ήταν η ρυθμική ραχοκοκαλιά και το παλαιάς κοπής ραπ flow είχε μπολιάσει τα περισσότερα από τα κομμάτια τους, οι Peppers χρειάζονταν μόνο τον μεγάλο ήχο του Rubin και τις μικρές λεπτομέρειες που θα έκαναν την διαφορά, όπως το επικό artwork του Gus Van Sant.
Άλλωστε, ο κύριος Rubin έπαιζε εντός έδρας και είχε φροντίσει -επιλέγοντας τη βίλα του Harry Houdini- η “μαγεία” του πρώτου πραγματικά σπουδαίου δίσκου των Peppers να υπάρχει στον αέρα, ενώ παράλληλα μπόλιασε το συναίσθημα μέσα από είδη και ήχους που έτσι και αλλιώς αγαπούσαν αλλά δεν το είχαν δείξει πρωτύτερα. Το “Breaking The Girl” ίσως το πιο χαρακτηριστικό και “μεγάλο” ενορχηστρωτικά κομμάτι του δίσκου, δίνει απόλυτα το στίγμα της εποχής που ξεκινούσε. Μια μελωδία με folk επιρροές που αναδυκνείει τόσο την ερμηνεία όσο και την εύθραυστη πλευρά των στίχων του Kiedis, βασισμένη στη σχετικά σπάνια ρυθμολογία των 6/8, με το απλό μπάσσο του Flea να αναδυκνείει τις μπόλικες προσθήκες από επιπλέον κρουστά που έπρεπε να εφεύρει ο Chad Smith και με βασικό πιλότο τη δωδεκάχορδη του John Frusciante -με τον ωμό ήχο της πλάι σε ένα melotron κουρδισμένο σε προεπιλογή φλάουτου.
Πρακτικά, αυτά ήταν όσα χρειαζόταν ο Rubin για να βγάλει την μπάντα από την προηγούμενη βολή της και να την συστήσει επίσημα στις μάζες. Δεν τίθεται λοιπόν πλέον θέμα για το αν η μαγεία έπαιξε τον ρόλο της στην βίλα του Houdini την άνοιξη του 1991. Και η δύναμη αυτής της μαγείας ήταν τέτοια, που το τμήμα προώθησης της Warner δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά όταν στις 24 Σεπτεμβρίου αποφάσισε να κοντράρει με το πιο δυνατό χαρτί της, το Nevermind των Nirvana. Μια μάχη που μπορεί στα Billboard charts να ήταν εκ των προτέρων χαμένη, αλλά παράλληλα θα άφηνε την ιστορία να παίξει τον ρόλο του κριτή και να δικαιώσει μακροπρόθεσμα τους Red Hot Chili Peppers, που κατά την διάρκεια των BSSM sessions αφενός ανακάλυψαν την ομάδα που κερδίζει και αφετέρου αφομοίωσαν όλα τα χαρακτηριστικά που θα τους μετέτρεπαν σε μία από τις μεγαλύτερες μπάντες του πλανήτη.