Παραμένει μυστήριο πώς οι A Tribe Called Quest αποφάσισαν τον Σεπτέμβριο του 1991 να “καπελώσουν” τη μαζική επιτυχία του ντεμπούτου τους People’s Instinctive Travels and the Paths Of Rhythm που είχε κυκλοφορήσει μόλις το 1990, και, έχοντας ακόμα ενεργά τα singles “Can I Kick It?” και “Bonita Applebum”, να αποφασίσουν να λανσάρουν ένα “δύσκολο” δεύτερο album σε χρόνο ρεκόρ μετά το πρώτο. Απο την άλλη, ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε σπαζοκεφαλιά το να ακολουθήσει κάποιος το τρένο των σκέψεων στο μυαλό του Q-Tip.
Πίσω στο 2014, ήμουν αρκετά τυχερός ώστε να πετύχω τον αρχιτέκτονα του νεοϋορκέζικου εναλλακτικού hip hop και πρωτεργάτη της περίφημης Native Tongues κολλεκτίβας, σε ένα σουπερ eclectic dj set στο W Hotel. Mε τη γνωστή σπόντα “κοινών γνωστών”, στα 20 λεπτά που συνομιλήσαμε, επιβεβαίωνε τη φήμη ότι οι "down to earth" τύποι και χαρακτήρες είναι που δημιουργούν τα μεγαλύτερα "κύματα" και καθορίζουν τις εξελίξεις.
Μέχρι και σήμερα, ο QTip είναι αυτός ο ανήσυχος man που θέλει να μάθει ή να εμπλέκεται σε οτιδήποτε “φρέσκο και κοφτερό” συμβαίνει. Ο “γκουρού” που θα περάσει μια βόλτα από το στούντιο του Pharrell, του Mark Ronson, του Danny Brown, του Cordae ή του Eminem για να δει τι σκαρώνουν και θα τους αφήσει το πολύτιμο feedback του ή θα βάλει την σφραγίδα του σαν executive producer. Είναι τέτοια η κληρονομιά του έργου του, που θαρρείς ότι θα έχει για πάντα το "Access All Areas" καρτελάκι σε οτιδήποτε "έξυπνο" ετοιμάζει η αμερικανική ραπ. Και ασφαλώς, όλα ξεκίνησαν από το Low End Theory, το album που ανέδειξε το ταλέντο του ως παραγωγού και οραματιστή και που σε λυρικό επίπεδο έσπασε την “φωνή” του καλού του φίλου (και εκλιπόντα πια) Phife Dawg.
Τι κάνει όμως σημαντικό το The Low End Theory; Σε μία λέξη, το μπάσο. Ο τίτλος του άλλωστε στέκει για όλες τις χαμηλές συχνότητες που με ηχοληπτικά τεχνάσματα λάνσαρε η τριάδα των Phife, Qtip και Ali (Shaheed Muhamad) τριάντα χρόνια πριν, ενώ οι βγαλμένες από τη ζωή μπάρες του αντικατοπτρίζουν το κοινωνικό status που είχαν οι “μαύροι” άνδρες στην Αμερικάνικη κοινωνία στις δεκαετίες '80s - '90s -θέματα που, όπως πρόσφατα απέδειξε η περίπτωση του George Floyd, ακόμα να διευθετηθούν. Μουσικά πάντως, αυτό το μπάσο που βρυχάται πλέον μέσα από τα αμάξια στο διπλανό φανάρι, είναι εν μέρει ανακάλυψη του QTip, όπως και τα phat beats, τα γεμάτα όγκο τύμπανα που προκύπτουν από διπλά και τριπλά στρώματα samples και από "δάνεια" φοβερών drummers της jazz από περασμένες δεκαετίες. Ναι, είναι αυτά τα ίδια beats που οι Prodigy μετέτρεψαν στον "Phat Of The Land" ήχο το 1997 και χρωστάνε κάτι ψιλά στον Qtip και τη θεωρία του για τις χαμηλές συχνότητες. Και όταν έχεις φροντίσει να κόψεις και να ράψεις τόσο ογκώδη beats, μπορείς ή να κάνεις θόρυβο ανάλογο με αυτόν που είχαν κάνει οι καλοί σου φίλοι Beastie Boys το 1989 με το Paul’s Boutique (σε παραγωγή Dust Brothers) ή απλά, γνωρίζοντας ότι διαθέτεις κοφτερές μπάρες και εναλλαγή ταχυτήτων με παίχτες σαν τον Phife, να διαλέξεις τα πιο φινετσάτα αλλά με βάθος samples της αγαπημένης σου jazz εποχής και μαθαίνεις στον ραπ κόσμο πώς γίνεται.
Πρακτικά, θα χρειαζόμουν άλλες τόσες λέξεις για να αποδείξω, track by track, πόσο επιδραστικός και διδακτικός έχει υπάρξει αυτός ο δίσκος για την εξέλιξη της εναλλακτικής hip hop, αλλά, ευτυχώς, το πιο τρανό παράδειγμα νέας μουσικής με φινέτσα και άποψη, η περίφημη παρέα της Brainfeeder Records, η παρέα των Flying Lotus, Thundercat και Kamashi Washington, με έβγαλε από τον κόπο και φρόντισε να διαιωνίσει τη φήμη του. Εκείνο το καλοκαίρι του 2014 λοιπόν, το μοναδικό cool club που έπρεπε να επισκεφτώ όσο ήμουν στο Λος Άντζελες, έφερε το όνομα "Low End Theory". Βασικοί residents του club ήταν -μεταξύ άλλων- ο Daddy Kev, o Gaslamp Killer και ο Flying Lotus και για 10 δολάρια μπορούσες να ακούσεις τους residents δίπλα σε τυχαία σειρά live εμφανίσεων από φίλους τους. Ανάλογα με την εβδομάδα, στο "Low End Theory" έκανε στάση μεγάλη γκάμα καλλιτεχνών, από την Odd Future κολλεκτίβα του Tyler, The Creator μέχρι τον Anderson Paak ή τον Thom Yorke. Κάπως έτσι, 23 χρόνια μετά τη δημιουργία του, το The Low End Theory και όλα όσα πρεσβεύει μουσικά ήταν ακόμη εκεί, αποδεικνύοντας ότι αφενός ήταν ένας από τους πρώτους αληθινά next level δίσκους και αφετέρου ότι φτιάχτηκε από αξίες που ήταν πολύ πιο μπροστά από τον καιρό τους.
Το single “Check The Rhime” θαρρείς ότι είχε μείνει έξω από τα sessions του People’s Instinctive Travels and The Paths of Rhythm και δίκαια σερβιρίστηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου του ‘91, ως το πρώτο δείγμα του δίσκου. Αν υπολογίσετε δε ότι ανάμεσα στους δύο δίσκους οι Tribe είχαν αλλάξει management (υπογράφoντας πια με το agency του Russell Simons) και ότι ο Phife, έχοντας διαγνωστεί με διαβήτη, σκεπτόταν σοβαρά να αποχωρήσει, καταλαβαίνετε γιατί ο δίσκος έπρεπε να είναι η πιο ολοκληρωμένη δουλειά τους -κι ας μην είχαν προλάβει να τελειώσουν το tour για την πρώθηση του προηγούμενου. Με τους Ali και Tip αφοσιωμένους στο sampling, το scratching και το beatmaking, o Phife ανακαλύπτει την πιο λυρική πλευρά του και τα βάζει με την βιομηχανία του hip hop, τις εφήμερες σχέσεις και τον καταναλωτισμό. Οι εναλλαγές και το παιχνίδι με τις μπάρες και τις λέξεις των QTip kai Phife στη ροή τoυ ρυθμού, ειδικά σε κομμάτια όπως το “Jazz (We’ve Got)” είναι παροιμιώδης. Ο QTip υπηρετούσε το μελωδικό κομμάτι με την σοφιστικέ προσέγγιση και τη χροιά του καθοδηγητή - οραματιστή και ο Phife ορμούσε στο ψαχνό, έτοιμος για την επόμενη εναλλαγή, τη μάχη της ρίμας, μεταφέροντας το κλίμα από τους δρόμους της πόλης με το χαρακτηριστικό αυτοκαταστροφικό σαρκασμό του -ακούστε, για παράδειγμα, πόσο κλασσικά ήχουν πλέον τα verse του “Butter”.
Όμως, για μισό λεπτό. Είναι το 1991 και σε ένα album βασισμένο σε jazz samples και μεγάλες μπασογραμμές, ντουμπλαρισμένες από τον θρυλικό jazz κοντραμπασίστα Ron Carter, το μοναδικό κομμάτι που ανεβάζει γηπεδικά τους τόνους και κάνει χαμό, φέρει τον τίτλο “Scenario” και συγγνώμη, αλλά αυτή δεν είναι η φωνή του νεαρού Busta Rhymes στο τελευταίο verse που απογειώνει την φαση ; Ω, ναι, είναι ο Busta και για ό, τι μελλοντικό χάρισε και χαρίζει στη ραπ, η παρεά των A Tribe Called Quest θα έχει τα εύσημα, καθώς τον ανακάλυψε πρώτη.
Και είναι η ίδια νεοϋορκέζικη πυξίδα της hip hop, αυτή του The Low End Theory, που στην πιο δημιουργική εκδοχή της, έψαξε μέσα σε τόνους σκονισμένων βινυλίων για να φέρει στην επιφάνεια μερικά από τα καλά κρυμμένα μυστικά της “μαύρης μουσικής”. Για παράδειγμα, την μπασογραμμή του Mickey Bass από το “A Chant of Bu” των Art Blakey And The Jazz Messengers στο δικό τους “Excursions” και το σοπράνο σαξόφωνο του Lucky Thomson από το “On Green Dolphin Street” του κιμπορντίστα Jimmy McGriff στο “Jazz (We’ve Got)”. Ενώ η multi-sampling καινοτομία του “Check The Rhime” μετράει και χωράει, μέσα σε μόλις τρεισήμιση λεπτά, το “I’m Just A Rock ’N’ Roller” των Dalton & Dubarri’s στην εισαγωγή, ένα απομονωμένο ταμπούρο από το “Hydra” του Grover Washington, Jr. στο verse, ένα δάνειο μέρος από το “Hinache” των Lafayette Afro Rock Band καθόλη την διάρκεια και κι ένα δείγμα από το “Nobody Beats The Biz” του εκλιπόντα Biz Markie για σβήσιμο. Ουφ. Αν ψάξεις τα samples του The Low End Theory, φτιάχνεις υποδειγματική δισκοθήκη.
Μπορεί να είναι πια αρκετά γνωστό το πώς οι A Tribe Called Quest βρέθηκαν στο γεφύρωμα της πρώτης καυτής γενιάς του αμερικανικού ραπ και πρακτικά έγραψαν το εγχειρίδιο για το μέλλον του ήχου, αλλά προφανώς στην Ελλάδα, όπως και παγκόσμια, αργήσαμε να καταλάβουμε την αξία αυτού του album. Το The Low End Theory είναι ο ορισμός του δίσκου που γίνεται καλύτερος όσο περνάνε τα χρόνια και γίνονται αντιληπτές οι φουτουριστικές αξίες με τις οποίες στήθηκε -και τα νούμερα το επιβεβαιώνουν. Ο δίσκος έγινε "χρυσός" τον Φεβρουάριο του 1992 και πλατινένιος τον Φεβρουάριο του 1995. Μέχρι και το 1996, απουσία του internet, η πιτσιρικαρία της χώρας ξεκινούσε δειλά - δειλά να αντιλαμβάνεται την επίδραση του hip hop, αλλά, έστω και ετεροχρονισμένα, όλοι ήξεραν ότι αυτός ήταν ο δίσκος που έμαθε στα Β-boys να διαλέγουν samples και ψάχνουν για beats στα jazz ράφια των δισκάδικων.
Στη μετά internet εποχή, βέβαια, η φήμη του The Low End Theory εκτοξεύτηκε, καθώς σύσσωμη η ποιοτική ραπ κοινότητα το έχρισε ευαγγέλιο. Από τον Dre που εμπνεύστηκε το “The Chronic” μέχρι τους Roots, Mos Def, D’Angelo, Badu, Jill Scott και J.Dilla, με τους οποίους συνδέθηκε ο QTip στους Soulquarians, και από τους μεγάλους hit makers τυπου Pharrell, Kanye West, Nas, Madlib, Kendrick Lamar μέχρι τον Jack White και τον James Lavelle, το vibe κομματιών όπως το “Buggin’ Out” έβρισκε και θα βρίσκει θέση στα πιο ανοιχτόμυαλα και δημιουργικά studio sessions, dj sets, playlists και αφιερώματα που έχουν ως αντίκειμενο την μουσική πρωτοπορία και το σωστό digging.
Extra Tip: Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τους A Tribe Called Quest, o Michael Rapaport το 2011 σκηνοθέτησε και παρουσίασε το ντοκιμαντέρ Beats , Rhymes & Life: The Travels of A Tribe Called Quest , το οποίο βρίσκετε ένα κλικ παρακάτω.
https://www.youtube.com/watch?v=e6u_K1WDB5I