Οι λίστες με τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς/δεκαετίας/you name it έχουν αναχθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε παράδοση της μουσικής δημοσιογραφίας, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι συμβαίνει στη βιομηχανία του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, της λογοτεχνίας ή του gaming. Οι εκατοντάδες λίστες των "ειδικών" επί των μουσικών (και εδώ, δυστυχώς, χωρούν πολλά εισαγωγικά) που δημοσιεύονται κάθε χρόνο έχουν πάντα το ενδιαφέρον τους, αφού παρέχουν το αναγκαίο κριτικό φιλτράρισμα προκειμένου να διαχωριστούν τα ξερά από τα χλωρά, κάτι που, στην εποχή του streaming και της αχανούς πληροφορίας, φαντάζει πιο καίριο από ποτέ.
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν οι σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που οι λίστες προκύπτουν από πολυήμερες, μαζικές ψηφοφορίες του κοινού. Πόσο μάλλον όταν η δεξαμενή των ψηφοφόρων δεν είναι το γενικό κοινό, όπως συμβαίνει με το σχετικό ετήσιο κάλεσμα του Metacritic, για παράδειγμα, αλλά ένα πιο στοχευμένο κοινό, που στην πλειονότητά του παρακολουθεί στενά τη δισκογραφία και έχει μια πιο μουσικόφιλη προσέγγιση στον τρόπο που "καταναλώνει" μουσική. Εξάλλου, παρότι η κριτική αναγνώριση είναι μια σημαντικότατη ένδειξη, εντέλει η διαχρονική αποδοχή από αυτό ακριβώς το κοινό είναι ο απόλυτος παράγοντας που καθορίζει την υστεροφημία των δίσκων.
Αν στο παραπάνω συνυπολογίσει κανείς και το γεγονός ότι όσο μεγαλύτερη είναι η βάση των αναγνωστών/ψηφοφόρων, τόσο πιο αντιπροσωπευτικό είναι το αποτέλεσμα, συνειδητοποιούμε γιατί τα People’s Lists του Pitchfork, του μεγαλύτερου ψηφιακού μουσικού μέσου, είναι τόσο σημαντικά ως προς την αποτύπωση του αντίκτυπου των μουσικών κυκλοφοριών. Η πρώτη τέτοια λίστα δημοσιεύτηκε το 2011, προκειμένου να γιορτάσει τα 15 χρόνια της παρουσίας του μέσου στο διαδίκτυο, με το ασύλληπτο νούμερο των 27.981 ψηφοφόρων. Την περασμένη Παρασκευή δημοσιεύτηκε η έκδοση των 25 χρόνων, η οποία είναι εντυπωσιακότερη ως λίστα (αφού καλύπτει 10 επιπλέον χρόνια δισκογραφικής ιστορίας), αλλά συνοδεύεται και από πολύ ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία, που ρίχνουν φως σε διάφορα ποιοτικά χαρακτηριστικά της.
Στο σημερινό Listomania θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε κάποια από αυτά και να εξάγουμε συμπεράσματα, προσεγγίζοντας τη λίστα όχι μόνο αμιγώς μουσικογραφικά, αλλά ρίχνοντας μια ματιά και στην κοινωνιολογική διάσταση κάποιων ποιοτικών χαρακτηριστικών της.
*Το άρθρο περιέχει αρκετά spoilers, οπότε αν δεν έχετε διαβάσει τη λίστα, καλύτερα να το κάνετε πριν συνεχίσετε.
Όντως μας σημαδεύουν τα ακούσματα της (μετ)εφηβείας μας
Το ότι δημιουργούμε μοναδικό συναισθηματικό δέσιμο με τα μουσικά ερεθίσματα στην εφηβική και μετεφηβική ηλικία δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι εντυπωσιακό, όμως, το πόσο ξεκάθαρα αποτυπώνεται αυτό στη λίστα των αναγνωστών του Pitchfork, αν παρατηρήσει κανείς το μοτίβο στους δίσκους που ψήφισε στην κορυφή η κάθε ηλικιακή ομάδα.
-Οι ηλικίες 18-24 ψήφισαν Frank Ocean – Blonde (2016). Οι αναγνώστες αυτοί ήταν 13-19 χρονών όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος.
-Οι ηλικίες 25-34 ψήφισαν Kanye West – My Beautiful Dark Twisted Fantasy (2010). Οι αναγνώστες αυτοί ήταν 14-23 χρονών όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος.
-Οι ηλικίες 35-44 ψήφισαν Radiohead – Kid A (2000). Οι αναγνώστες αυτοί ήταν 14-23 χρονών όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος.
-Οι ηλικίες 45+ ψήφισαν Radiohead – OK Computer (1997). Δεδομένου ότι η λίστα ξεκινάει από το έτος 1996, ο δίσκος αυτός είναι ίσως ο παλαιότερος από τους σπουδαίους που θα μπορούσε να ψηφίσει κανείς και οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους στις ηλικίες 45+ ήταν νέοι όταν κυκλοφόρησε, αν όχι στη μετεφηβική ηλικία.
Τα 2010s ήταν καλύτερη μουσική δεκαετία από τα 2000s
Θεωρητικά στη μουσική ο χρόνος λειτουργεί υπέρ των δίσκων παλαιότερων δεκαετιών σε επίπεδο αίγλης, καθώς με το πέρασμα των χρόνων οι δίσκοι αποκτούν το status του "κλασικού" και το εκτόπισμά τους μεγεθύνεται στη συλλογική συνείδηση. Είναι επομένως αξιοσημείωτο ότι στο People’s List η δεκαετία των 2010s έδωσε αρκετές περισσότερες καταχωρήσεις σε σχέση με εκείνη των 2000s (91 έναντι 72). Οι δύο χρονιές με την καλύτερη δισκογραφική σοδειά, μάλιστα, με βάση τη λίστα, ανήκουν αμφότερες στα 2010s: 2010 και 2016.
Η πτώση του rock μετά το 2010 καταγράφεται ξεκάθαρα
Σε πείσμα όσων αρνούνται να δεχτούν την πραγματικότητα, τα αποτελέσματα της κάλπης του Pitchfork δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας ότι το rock έχει ατονήσει αισθητά τα τελευταία 10 περίπου χρόνια. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς ότι οι επτά πιο ψηφισμένοι δίσκοι πριν από το 2010 είναι όλοι τους στο φάσμα του rock, ενώ οι έξι πιο ψηφισμένοι δίσκοι από το 2010 και μετά είναι είτε hip hop, είτε R&B. Δεν είναι ότι δεν εντοπίζει κανείς στη λίστα rock δίσκους της τελευταίας δεκαετίας, απεναντίας. Όμως και δεν πλασαρίστηκαν σε πολύ υψηλές θέσεις (σε κραυγαλέα αντίθεση με την κατάσταση πριν από το 2010) και η πυκνότητά τους στο σύνολο των δίσκων είναι μικρότερη, αφού το ενδιαφέρον του μουσικόφιλου κοινού εμφανίζεται κατανεμημένο ανάμεσα στα διάφορα είδη με μεγαλύτερη ομοιογένεια.
Μήπως τελικά η μουσική έχει φύλο;
Θα θέλαμε να πιστεύουμε ότι το στερεότυπο που υπαγορεύει διαχωρισμούς ανάμεσα στις μουσικές προτιμήσεις των φύλων έχει καταρριφθεί, αλλά τα στοιχεία της λίστας αποδεικνύουν το αντίθετο. Για του λόγου το αληθές, ανάμεσα στους 20 πιο ψηφισμένους δίσκους από άνδρες δεν υπάρχει ούτε ένας που να ανήκει σε γυναίκα μουσικό ή έστω σε μπάντα με γυναίκα vocalist. Αντίθετα, αν μελετήσει κανείς τις προτιμήσεις των αναγνωστριών, διαπιστώνει ότι οι 9 από τους 20 πιο ψηφισμένους δίσκους υπογράφονται από γυναίκες μουσικούς (συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης θέσης, όπου βρίσκεται η Lana Del Rey με το Norman Fucking Rockwell! του 2019). Τέλος, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι στην υψηλότατη 3η θέση προτίμησης του non-binary αναγνωστικού κοινού βρίσκεται ο επιδραστικός πρώτος (και τελευταίος) δίσκος της αδικοχαμένης transgender μουσικού SOPHIE, ο οποίος δεν βρίσκεται πουθενά ανάμεσα στις 25 κορυφαίες θέσεις όσων αυτοπροσδιορίζονται ως άνδρες ή γυναίκες.
Το ελληνικό κοινό παραμένει απρόθυμο να προσεγγίσει τους σύγχρονους ήχους
Η άβολη αλήθεια ότι το ελληνικό κοινό είναι στην πλειονότητά του διαχρονικά συντηρητικό σε ό,τι αφορά την αποδοχή των νεότερων μουσικών τάσεων δυστυχώς επιβεβαιώνεται, αν εξετάσει κανείς τις κορυφαίες πεντάδες των ψηφοφόρων ανά χώρα. Παρόλο που από τις 25 χρονιές της λίστας μόνο οι τέσσερις ανήκουν στα 1990s (1996-1999), οι πρώτες επιλογές των Ελλήνων είναι είτε δίσκοι που κυκλοφόρησαν στα 1990s, είτε δίσκοι που κυκλοφόρησαν στην αυγή των 2000s από ονόματα που μεσουράνησαν στα 1990s:
1. Massive Attack – Mezzanine (1998)
2. Björk – Homogenic (1997)
3. Radiohead – Kid A (2000)
4. Björk – Vespertine (2001)
5. Radiohead – OK Computer (1997)
Προφανώς και οι πέντε δίσκοι είναι εξαιρετικές επιλογές, όμως είναι αξιοπρόσεκτο ότι μέσα στην κορυφαία πεντάδα δεν χώρεσε ούτε ένας καλλιτέχνης που να εκπροσωπεί μια πιο σύγχρονη ηχητική τάση, όπως συνέβη με της ψήφους των αναγνωστών του Δυτικού κόσμου, βλέπε για παράδειγμα:
-ΗΠΑ (πεντάδα από Kanye West, Kendrick Lamar, Radiohead)
-Ηνωμένο Βασίλειο (πεντάδα από Kanye West, Kendrick Lamar, Radiohead)
-Καναδάς (πεντάδα από Kanye West, Arcade Fire, Radiohead)
-Ελβετία (πεντάδα από Kendrick Lamar, Arcade Fire, Frank Ocean, Radiohead)
-Σουηδία (πεντάδα από Frank Ocean, Arcade Fire, Radiohead)
Ενώ ακόμα και στις πεντάδες από χώρες εκτός των αγορών της Δύσης υπάρχουν εκπλήξεις, οι οποίες λείπουν από την ελληνική πεντάδα:
-Τουρκία (Tyler, The Creator, Björk, Sufjan Stevens, Fiona Apple, Joanna Newsom)
-Ινδία (Kendrick Lamar, Radiohead, Lana Del Rey)
-Φιλιππίνες (Taylor Swift, Lorde, Sufjan Stevens, Frank Ocean, Carly Rae Jepsen)
Kanye West και Radiohead, οι σταθερότερες αξίες της 25ετίας
Οι περισσότεροι καλλιτέχνες είδαν μόνο έναν δίσκο τους να περιλαμβάνεται στη λίστα με τους 200 αγαπημένους δίσκους των αναγνωστών του Pitchfork. Μερικοί χώρεσαν και δεύτερο ή και τρίτο. Μόλις δύο μπάντες κατάφεραν να έχουν τέσσερις δίσκους στη λίστα (οι National και οι Arcade Fire), αλλά η απόλυτη κυριαρχία ανήκει με διαφορά στον Kanye West και τους Radiohead, με 7 και 6 δίσκους αντίστοιχα. Δεν ήταν κάτι που δεν αναμέναμε, βέβαια˙ το δεδομένο αυτό ήρθε, απλώς, να επιβεβαιώσει ότι πρόκειται για τα δύο ονόματα με τη μεγαλύτερη συνέπεια σε ποιοτικές κυκλοφορίες οι οποίες άφησαν αποτύπωμα στον μουσικόφιλο κόσμο, κατά τα τελευταία 25 χρόνια.
Έχει ο καιρός γυρίσματα
Δεν ήταν λίγες οι εκπλήξεις της λίστας, αν κάνει κανείς τη σύγκριση με την εκδοχή του 2011. Βέβαια μιλάμε για ένα εύρος 15 χρόνων τότε και 25 χρόνων τώρα, οπότε είναι επόμενο οι ισορροπίες να αλλάξουν. Ωστόσο, ορισμένες αλλαγές ήταν πέραν του αναμενομένου: ονόματα που είχαν φιγουράρει σε εντυπωσιακές θέσεις έπεσαν θεαματικά, άλλα ανέβηκαν απροσδόκητα πολύ, ενώ είχαμε και μια ενδιαφέρουσα ανακατάταξη στην κορυφή της λίστας. Από τις πολλές εκπλήξεις του People's List, τις οποίες μπορεί να ανακαλύψει όποιος ενδιαφέρεται, εμείς ξεχωρίζουμε τις εξής τρεις.
Ο Jack White έχει χάσει τμήμα της αίγλης του
Το Elephant (2003) και το White Blood Cells (2001) των White Stripes βρίσκονταν στις εντυπωσιακές θέσεις 21 και 22 αντίστοιχα το 2011 (back to back κατά σατανική σύμπτωση), ενώ οι θέσεις των δύο δίσκων στη φετινή λίστα είναι 83 και 103. Θέσεις καλές φυσικά, αλλά που δεν ανταποκρίνονται στο brand που έχτιζε το όνομα του Jack White στα 2000s. Και σίγουρα δεν φταίει ότι το garage rock revival έγινε πασέ, γιατί το συγγενικό Is This It? των Strokes στρογγυλοκάθεται στη δυσθεώρητη όγδοη θέση.
Ο μύθος των Madlib και MF Doom μόνο μεγεθύνεται
Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το Madvillainy, που κυκλοφόρησε ο εκλιπών MF Doom με τον (ακόμη ακμαίο) Madlib ως Madvillain το 2004, δεν εκτιμήθηκε σε πραγματικό χρόνο. Ωστόσο, η δυναμική που έδειξε στη λίστα του 2011 (θέση 42) έχει γιγαντωθεί με απρόσμενο τρόπο δέκα χρόνια αργότερα, σκαρφαλώνοντας στη θέση 16. Και αυτό παρόλο που η φετινή λίστα καλύπτει 10 περισσότερα χρόνια δισκογραφίας από την προηγούμενη. Ο άχρονος ήχος του, ένα μίγμα παραδοσιακού hip hop με μελλοντοστραφή στοιχεία, δεν ακούγεται παρωχημένος ακόμα και 17 χρόνια μετά την κυκλοφορία του.
Τελικά, μήπως το Kid A είναι αυτό που θα μείνει ως ‘το magnum opus των Radiohead’;
Πρόκειται για μια πολύ μικρή ανακατάταξη των δύο δίσκων στην κορυφή της λίστας, πλην όμως με πολύ μεγάλη σημειολογία. Δέκα χρόνια πριν, το τοπίο ήταν ξεκάθαρο: το OK Computer είχε κατοχυρωμένο τον τίτλο του κορυφαίου δίσκου των Radiohead (και επομένως ενός από τους καλύτερους όλων των εποχών), ενώ το Kid A θεωρούνταν ένα σπουδαίο left turn στη δισκογραφία της μπάντας, ίσως ο καλύτερος δίσκος των 2000s, αλλά σίγουρα λογιζόταν ως ελαφρώς υποδεέστερο του προκατόχου του. Σήμερα, στη λίστα των αναγνωστών, η τάση αυτή δείχνει να έχει αντιστραφεί και ενδεχομένως αυτό να έχει να κάνει με την εδραίωση του ηχητικού πλουραλισμού ως νοοτροπία δημιουργίας μουσικής (και κατ’ επέκταση ακρόασης) τα τελευταία χρόνια.
To OK Computer ήταν ένα περιπετιώδες άλμπουμ μεν, σταθερά γειωμένο στον κιθαριστικό ήχο δε. Σε πλήρη αντιδιαστολή, ο ιδιοφυής τρόπος που οι Radiohead ενσωμάτωσαν ηλεκτρονικά στοιχεία στον ήχο του Kid A, χωρίς να εγκαταλείψουν εντελώς την alt rock οργανικότητα, έχτισε γέφυρες ανάμεσα στα είδη με τρόπο που είναι ακόμα επίκαιρος, αφού αντανακλά την πολυσυλλεκτικότητα των ακουσμάτων των νεότερων γενιών, αλλά και την ολοένα και αυξανόμενη εισροή ηλεκτρονικών στοιχείων σε όλα -λίγο πολύ- τα είδη μουσικής. Στο ξημέρωμα της νέας χιλιετίας, το Kid A άπλωσε ένα πελώριο διάνυσμα προς το ηχητικό μέλλον, με όραμα ανάλογο δίσκων του Brian Eno, των Kraftwerk και άλλων μεγαθήριων των 1970s, αναγκάζοντας τον χρόνο να γίνει ο καλύτερός του φίλος.