Το κεφάλαιο “Pitchfork” είναι αμφιλεγόμενο όσο λίγα στον μουσικό κόσμο, με φανατικούς αναγνώστες που επικαλούνται τη διαχρονική του ικανότητα να αφουγκράζεται τον παλμό των εναλλακτικών (και όχι μόνο) μουσικών τάσεων και να επηρεάζει τον χώρο όσο κανείς, αλλά και αρκετούς που το απορρίπτουν ως προκατειλημμένο, ελλιπές, δήθεν, «χιπστεροφυλλάδα», πουλημένο και διάφορα άλλα ωραία -ο καθένας βρίσκει τη δική του ένσταση για το site που αγαπά να μισεί.
Αν κοιτάξει κανείς τα πράγματα μακριά από προσωπικές προτιμήσεις και λοιπές υποκειμενικότητες, βέβαια, θα δυσκολευτεί να βρει άλλο μουσικό μέσο της τελευταίας 25ετίας του οποίου οι κριτικές και οι λίστες να έχουν επαληθευτεί σε τέτοιο βαθμό, σε βάθος χρόνου. Αρκεί να δει κανείς τις συγκεντρωτικές αποτιμήσεις της δισκογραφίας των 10s ή των 00s σε σχετικές λίστες και αφιερώματα και κατόπιν, να ψάξει να βρει τι είχε γράψει το Pitchfork για τους δίσκους αυτούς όταν είχαν κυκλοφορήσει ή σε τι θέσεις τους είχε κατατάξει στις ετήσιες λίστες του, για να διαπιστώσει ότι είναι μετρημένα στα δάχτυλα τα μουσικά φαινόμενα που του «ξέφυγαν» όλα αυτά τα χρόνια. Όπως ελάχιστες είναι και οι περιπτώσεις που το Pitchfork έδωσε πολύ υψηλή βαθμολογία σε δίσκο που δεν κέρδισε τη μάχη με τον χρόνο. Και μπορεί, προφανώς, να μην διεκδικεί το αλάνθαστο, αλλά διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο του πιο εύστοχου.
Το αντεπιχείρημα, βέβαια, που ακούγεται συχνά εδώ είναι ότι, άπαξ και κάποιο μέσο κερδίσει το status του «επιδραστικού», ακόμα και οι πληρωμένοι διθύραμβοι θα περάσουν στο κοινό. Μια διατύπωση, βέβαια, η οποία, πέρα από προβληματική, καθότι υποτιμά ευθέως το κριτήριο του «ψαγμένου» αναγνώστη/ακροατή, είναι και μη ρεαλιστική, έως και ανυπόστατη. Εκτός εάν πιστεύει κανείς πως μπορεί ένα μουσικό site να χτίσει και να διατηρήσει την επιδραστικότητά του για 25 χρόνια λειτουργώντας με αυστηρά πελατειακές λογικές και χωρίς να διαθέτει διαύγεια, καλή αντίληψη και ορθά φίλτρα.
Με δεδομένα τα παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς πως το καθαρό «10» ενός επιδραστικού μουσικού μέσου που χρησιμοποιεί βαθμολογικό σύστημα με δεκαδικό ψηφίο, έχει ιδιαίτερο ειδικό βάρος. Στα 25 (περίπου) χρόνια λειτουργίας του, το Pitchfork έχει δώσει μόλις 12 φορές τέτοια βαθμολογία σε πραγματικό χρόνο (χωρίς δηλαδή να λαμβάνονται υπόψιν επανακυκλοφορίες ή reviews κλασικών δίσκων), ενώ δύο από αυτές ήταν σε live album και σε EP. Πράγμα που σημαίνει ότι 10 studio δίσκοι έχουν βαθμολογηθεί με 10.
Η σημερινή στήλη ιεραρχεί αυτούς τους 10 δίσκους από τον χειρότερο στον καλύτερο, με βάση το κατά πόσο ο χρόνος έχει δικαιώσει τη βαθμολογία τους, αλλά και το πώς ακούγονται με τα αυτιά των ακροατών του 2021.
10. Walt Mink – El Producto (1996)
Το El Producto θεωρείται το κορυφαίο άλμπουμ των Walt Mink, αν και αυτό από μόνο του απέχει πολύ από ικανή συνθήκη για 10άρι. Προσπερνώντας το ακατανόητο εξώφυλλο («σαν διαφήμιση δημητριακών από τα 50s», όπως εύστοχα σχολίασε η Ελένη Τζαννάτου), ο δίσκος είναι απολαυστικός και αγκαλιάζει υπέροχα την τάση του αμερικάνικου alternative rock των 90s να δανείζεται grunge και folk στοιχεία και να τα αναμειγνύει με τυπική indie. Παρόλα αυτά, η υστεροφημία του δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την βαθμολογία του.
9. ...And You Will Know Us by the Trail of Dead – Source Tags & Codes (2002)
Πρόκειται για ένα 10άρι που ακόμα και το ίδιο το Pitchfork φαίνεται να μετάνιωσε, αφού ο τρίτος δίσκος των Αμερικάνων περιορίστηκε μόλις στο Νο.100 στη λίστα του με τα 200 καλύτερα άλμπουμ των 2000s. Το Source Tag & Codes παραμένει πάντως ένας εξαιρετικός δίσκος, από τα καλύτερα δείγματα του (ψιλο)σκληρού ήχου εκείνης της δεκαετίας, ένα είδος που υποεκπροσωπήθηκε στα μεγάλα μουσικά μέσα, σε σύγκριση τουλάχιστον με τον αντίκτυπο που είχε στα φεστιβαλικά line-up και στην όλη underground κουλτούρα.
8. Amon Tobin – Bricolage (1997)
Όταν πρωτοακούστηκε το ντεμπούτο του Amon Tobin, έμοιαζε να ξεκινά από εκεί που τελείωνε το Endtroducing….. του DJ Shadow, το οποίο είχε κυκλοφορήσει 8 μήνες νωρίτερα. Μια μίξη οργανικών jazz ηχογραφήσεων με hip hop ρυθμούς και electronics, με trip hop αισθητική και εύστοχο sampling, η οποία φλέρταρε με την έννοια του experimental, αλλά ηχούσε αρκετά προσιτή συγχρόνως. Το Bricolage μπορεί να μην κατάφερε να ξεπεράσει τις επιρροές του, αλλά αποτέλεσε έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς του.
7. Bonnie ‘Prince’ Billy – I See a Darkness (1999)
Ο έκτος δίσκος του πολύγραφου Will Oldham ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε με το όνομα Bonnie ‘Prince’ Billy, το οποίο χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα στους δίσκους του. Η λοξή ματιά του I See a Darkness στην country ξεπέρασε τα όρια της indie κοινότητας και τράβηξε την προσοχή μέχρι και του Johnny Cash, ο οποίος διασκεύασε το ομώνυμο κομμάτι. Ο δίσκος αποτυπώνει τη μελαγχολία με τρόπο άχρονο και έχει καταφέρει να γίνει κλασικός, αλλά, παρόλα αυτά, το 10άρι φαντάζει κάπως τσιμπημένο.
6. Fiona Apple – Fetch The Bolt Cutters (2020)
Το πιο πρόσφατο «10» του Pitchfork ήταν και το πρώτο που δόθηκε σε γυναίκα singer-songwriter. Πέρα από το ότι πρόκειται για μοναδική περίπτωση δίσκου (τα έχουμε αναλύσει αυτά στο πρόσφατο παρελθόν), η κίνηση αυτή πιθανότατα είχε και μια συμβολική διάσταση. Έπειτα από μια ολόκληρη δεκαετία κατά την οποία η γυναικεία τραγουδοποιία βρήκε τον χώρο να ανθίσει όσο ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα, το «10» στο Fetch The Bolt Cutters ήρθε να επισφραγίσει την είσοδο στη νέα αυτή εποχή. Τα επόμενα χρόνια θα φανεί έαν πράγματι θα είναι αυτή η ιστορική του αποτίμηση.
5. The Flaming Lips – The Soft Bulletin (1999)
Το ότι οι Flaming Lips επανεφηύραν τον ψυχεδελικό ήχο, στρώνοντας τον δρόμο προς τους MGMT, τους Grizzly Bear, τους Tame Impala και τους υπόλοιπους που επιβιβάστηκαν στο ίδιο βαγόνι, είναι λίγο-πολύ γνωστό. Παράλληλα, πέτυχαν μέσα στα χρόνια να διατηρήσουν τη γνήσια εκκεντρικότητά τους, αλλά και ένα υψηλό καλλιτεχνικό προφίλ, ασχέτως αν δεν κατάφεραν ποτέ να παραδώσουν δίσκο ανάλογο του The Soft Bulletin -το πλησίασαν πάντως, 1-2 φορές. Ένα 10άρι (σχεδόν) δικαιωματικό.
4. Wilco – Yankee Hotel Foxtrot (2002)
Η ασύλληπτη δουλειά που έχει γίνει στην παραγωγή, η εντυπωσιακή πολυπλοκότητα της ενορχήστρωσης, αλλά και οι ονειρικές μελωδίες, είναι που κάνουν το Yankee Hotel Foxtrot έναν πραγματικά σπουδαίο δίσκο. Έντονα εγκεφαλικός αλλά και απροκάλυπτα συναισθηματικός, ο τέταρτος δίσκος των Wilco έχει εξασφαλίσει την υστεροφημία του ως ένας από τους κορυφαίους του 21ου αιώνα και η αίγλη του δεν έχει ξεθυμάνει ούτε στο ελάχιστο. Το Pitchfork ήταν από τα ελάχιστα μέσα που του έδωσαν το «άριστα» στην κριτική τους.
3. Radiohead – Kid A (2000)
Εδώ υπάρχει το κλισέ ότι «το Kid A άλλαξε τον τρόπο που ακούγαμε μουσική», το οποίο βέβαια αναφέρεται στην αποκόλληση του παλιού indie κοινού (του ορθόδοξου) από τις κιθάρες και στην εισαγωγή του στον κόσμο της ηλεκτρονικής μουσικής. Το φουτουριστικό αριστούργημα των Radiohead πράγματι συνέβαλε καθοριστικά στη σύγκλιση αυτή, αν και θα ήταν ανιστόρητο να ισχυριστούμε ότι δεν έχουν ξανασυμβεί ανάλογες στροφές στο παρελθόν. Όπως και να ‘χει, πρόκειται για τον καλύτερο ίσως δίσκο της δεκαετίας του, παρότι τη δυναμική του αυτή ελάχιστα media την είχαν αντιληφθεί το 2000. Το Pitchfork ανήκε σε αυτά.
2. Kanye West – My Beautiful Dark Twisted Fantasy (2010)
Ένας ακόμα δίσκος που έχτισε γέφυρες και επιπλέον, έδωσε το στίγμα της δεκαετίας, στην εναρκτήρια χρονιά της. Ο κορυφαίος δίσκος του Kanye West τερμάτισε λίγο πολύ τον indie σνομπιμό απέναντι στο hip hop, έστρεψε την προσοχή μεγάλου μέρους του λευκού κοινού στη μαύρη μουσική και άνοιξε τον δρόμο για την απρόσμενη δημιουργική έξαρση της τελευταίας κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, έπειτα από την κάμψη των 00s. Κραυγαλέο παράδειγμα μεγαλομανίας που λειτούργησε, με αποτέλεσμα τον πιο επιδραστικό ίσως δίσκο του 21ου αιώνα.
1. Radiohead – OK Computer (1997)
Δεν υπάρχει δεκαετία που να κάνει πιο εύκολη την επιλογή του κορυφαίου δίσκου της από τα 1990s. Το OK Computer δεν είναι μόνο μακράν ο καλύτερος δίσκος της δεκαετίας του (εξαιρετικό το Nevermind, όμως δεν το ανταγωνίζεται σοβαρά), είναι και ένας από τους αρτιότερους (από κάθε άποψη) δίσκους που έχουν ηχογραφηθεί ποτέ, με όση αντικειμενικότητα μπορεί να χωρέσει σε τέτοιου είδους αξιολογήσεις. Είναι αμφίβολο ότι ο μουσικός κόσμος θα απομυθοποιήσει ποτέ έναν δίσκο που σχεδόν 24 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, δεν έχει καταφέρει ακόμα να τον ξεπεράσει κανείς.