φωτογραφία 3: Luca Pradella
Έχω γράψει πολλάκις στο παρελθόν πως το Shadows Of The Sun (2007) αποτελεί την αδιάψευστη κορωνίδα της δισκογραφίας των Ulver.
Μιας μπάντας που πάσχισε να ξεφύγει από τα metal στεγανά, μα κατόρθωσε να βγει στα ανοιχτά ενός νέου ορίζοντα στο 9ο κατά σειρά άλμπουμ. Τα αίτια εντοπίζονται στο ότι σημαντική μερίδα των Coil αναφορών κατέληγε υπερβολικά δύσπεπτη για το «εναλλακτικό» κοινό, με αποτέλεσμα η οπαδική δεξαμενή να εξακολουθεί να προέρχεται διακριτά από το πιο ανοιχτόμυαλο avant-garde φάσμα. Κοινώς, όσα πειράματα και αν είχαν τελεστεί στο ενδιάμεσο, όσος κόπος και αν δαπανήθηκε να ανασκαλίσουν νέα αυτιά, ήταν ως επί το πλείστον μεταλλάδες που στήριζαν το μεταλλαγμένο τους οικοδόμημα.
Το θέμα που ανέκυψε στην πορεία ήταν ότι, όσο ανακατεύεις την ίδια τράπουλα, τόσο ελαττώνονται οι πρόσφοροι συνδυασμοί –χώρια που, έστω και αργά, στερεύει και η έμπνευση. Κάτι που οι Ulver συνειδητοποίησαν τη στιγμή του τετελεσμένου περάσματος σε ευρύτερα ακροατήρια, γι' αυτό και ενδεχομένως ενέταξαν στο δυναμικό τους τον πολυοργανίστα Daniel O'Sullivan. Ως εκ τούτου, ο ρόλος του Tore Ylwizaker μειώθηκε δραματικά, ενώ και το ίδιο το δράμα επικαλύφθηκε γεωμετρικά από πιο art(sy) αναφορές σε εικαστικό (και μη) επίπεδο. Ως πρώτο αποτέλεσμα της μεταξύ τους σύμπλευσης, παραδόθηκε το Wars Οf Τhe Roses του 2011: ένα άλμπουμ που εγκαινιάζει την 3η εποχή των Ulver, βρίσκοντάς τους σε μονοπάτια πιο «οργανικά» απ' ό,τι τους είχαμε συνηθίσει.
To Wars Οf Τhe Roses ενδέχεται να σχεδιάστηκε καθόλα συνειδητά, αλλά απέτυχε στα σημεία της προσήλωσης και του πηγαίου αυθορμητισμού. Οι Λύκοι συνέχισαν ωστόσο τα πειράματα, εξερευνώντας τη διαπλεκόμενη φόρμουλα επί της οποίας θα θεμελίωναν στο εξής μια νέα σειρά δημιουργιών. Το Childhood's End: Lost & Found From The Age Of Aquarius (2012), ως άλμπουμ διασκευών, φάνταζε ενδιαφέρον, αλλά και λίγο αναμενόμενο δεδομένης της νόρμας που χρησιμοποιούν· το Messe I.X-VI.X (2013) είχε μεν την παράτολμη σύμπραξη με την Tromsø Chamber Orchestra, μα κρίνεται υπερφίαλο σε απολογισμό. Η συνεργασία πάλι με τους Sunn O))) για το Terrestrials (2014), παρότι συμβατική ως αποτέλεσμα, κατέληγε ενθαρρυντική για τη συνέχεια, αλλά το ATGCLVLSSCAP (2016), αν και πολυσχιδής δουλειά, παρέμενε εν γένει άοσμη. Για το δε soundtrack του Riverhead (2016), δεν εκφέρω άποψη. Η επαφή μαζί του στάθηκε μόνο επιδερμική, μιας και οι προκάτοχοί του φρόντισαν να πετσοκόψουν σταδιακά τον ενθουσιασμό μου, παρουσιάζοντας τους Ulver ως μία ακόμη κοινότυπη μπάντα.
Στον αντίλαλο μιας αέναα εντεινόμενης προσπάθειας να εξαπλωθούν σε νέες περιοχές, μοιάζει παράδοξο πώς οι αγαπητοί Λύκοι δεν επιχείρησαν στροφή προς την πρώτη περίοδο της δισκογραφίας τους. Ασφαλώς, κάτι τέτοιο θα φάνταζε ως πισωγύρισμα, ακυρώνοντας τον ορισμό του «wolves evolving» που οι ίδιοι έχουν θεσπίσει ως την ομπρέλα που στεγάζει το πολυμορφικό σύνολο των έργων τους. Παρόλα αυτά, συναντάμε ολοένα και περισσότερους νέους καλλιτέχνες να εμπνέονται μέρα με τη μέρα από τη mid-1990s παρακαταθήκη των Ulver: η Myrkur βούτηξε δίχως δισταγμό στη δασική αύρα του Bergtatt - Et Εeventyr Ι 5 Capitler (1995) και οι Abigor εξύμνησαν εμπράκτως τη νιχιλιστική απλότητα του Nattens Madrigal (1997), τη στιγμή που η αιθέρια nordic folk γνωρίζει πρωτόγνωρη άνθιση, με το πολυπρόσωπο σχήμα των Wardruna να κερδίζει ολοένα και περισσότερους οπαδούς. Μια σύντομη (έστω) επιστροφή στις ρίζες, ίσως φάνταζε δελεαστική για τον οποιονδήποτε.
Το θέμα είναι βέβαια ότι οι ίδιοι οι Ulver δεν έχουν πλέον αλλάξει μόνο ως μουσικοί, αλλά και ως άνθρωποι. Είναι πολύ δύσκολο δηλαδή για εκείνους να επιστρέψουν σε ένα οργισμένο παρελθόν, που εκφράστηκε μέσα από τις εφηβικές αναζητήσεις ενός μεταλλικού περίγυρου. O Kristoffer "Garm" Rygg, ως μοναδικός εναπομείναντας, έχει λησμονήσει προ πολλού τις μέρες με τους Arcturus και τους Borknagar –η όποια επιστροφή στις ρίζες λαμβάνει χώρα σε «guest vocalist» δισκογραφικά σφηνάκια. Τίμια πράξη, αν το σκεφτεί κανείς, διότι οι συμμετοχές διακατέχονται από την απλή τέρψη της εμπειρίας, σε αντίθεση με την πλήρη συγγραφή ενός έργου, η οποία απαιτεί βαθύτερη αφοσίωση. Χώρια που οι Tore Ylwizaker & Jørn H. Sværen μικρή εμπειρία φέρουν στη μεταλλική δισκογραφία, από τη στιγμή που οι επίσημες συνδρομές τους σε άλλα γκρουπ κατείχαν συμπληρωματικό απλά ρόλο.
Δέκα λοιπόν ολόκληρα χρόνια από την κυκλοφορία του Shadows Οf Τhe Sun, η υπομονή μου είχε πλέον στερέψει. Τα γένια μου γκρίζαραν, το φαινόμενο εξαπλώθηκε σταδιακά και στους κροτάφους, ενώ είχε πλέον ενταθεί και η αυστηρότητά μου προς τις αγαπημένες μπάντες –δικαιολογημένα, σε πολλές περιπτώσεις. Το νέο single των Ulver ονόματι "Nemoralia" φάνταζε ενδιαφέρον σε πρώτη εντύπωση, αλλά και λίγο τετριμμένο: είχε πολύ Depeche Mode στη συνταγή, μπάντα που δεν μου πολυαρέσει. Χρειάστηκε να έρθουν ξανά για συναυλία οι Νορβηγοί, να παραβρεθώ και να ακούσω το υπό εξέταση υλικό ζωντανά (δείτε εδώ), ώστε να αφουγκραστώ τη βαθύτερη ουσία των όσων είχε να αποκαλύψει.
Εν ολίγοις, οι Ulver δεν επιθυμούν πια να γράφουν απλά οργανικούς δίσκους. Στόχος είναι να προσφέρουν έργα που αναπνέουν όσο το δυνατόν αρτιότερα ζωντανά, υπό ευφάνταστες σκηνικές αναπαραστάσεις. Το είχα ήδη αντιληφθεί από το Wars Οf Τhe Roses, όπως και από εκείνη την οικογενειακή συναυλία στο Βέλγιο (για την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ)· όμως δεν είχα κατανοήσει πόσο κοντά βρίσκονταν στο να το πετύχουν. Ο τελευταίος δίσκος των Ulver The Assassination Οf Julius Caesar είναι λοιπόν ένα φύσει «εγκεφαλικό pop άλμπουμ», αλλά πιο αυθόρμητο, πιο πηγαίο και πιο εμπνευσμένο από την ίδια την πεμπτουσία της λυκανθρωπικής ύλης. Αποτελεί δίσκο μελετημένο, με σωστές ιδέες, ευφυέστατες δομές και επιρροές, καθόλα ισοσκελισμένες μεταξύ τους. Η παραγωγή, επίσης, δεν είναι επίπεδη –όπως συνέβη και με το Wars Οf Τhe Roses, στο οποίο ο Garm έβγαλε το αναθεματισμένο του άχτι να παίζει διαφορετικά στο στούντιο από ότι σε ζωντανές περιστάσεις.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως, και πάλι, κάτι έλειπε. Καιρό πλέον μετά τη ζύμωση των παραπάνω σκέψεων, η τελική εντύπωση μένει ίδια, σε βαθμό που θέλησα να το μοιραστώ μέσω της στήλης –και ας μην απασχολείται η επικαιρότητα του 2019 από κάποιο νέο απόφθεγμα των Ulver. Το The Assassination Οf Julius Caesar είναι ένα άλμπουμ Καλό, μα όχι Τέλειο· και το «Μη Τέλειο» στην περίπτωσή τους αφήνει μια γεύση λίγο οξύμωρη. Δίνουν συγκινητικές συναυλίες, γράφουν θεόπνευστη μουσική, ωστόσο η αέναη κατάπτωση του εσωτερικού μου «είναι» δεν ευθυγραμμίζεται πια με τη μουσική τους.
«It's dark and tragic, as we are», ανέγραφαν κάποτε. Και είναι ακριβώς η τραγωδία και το παράλογο, σε έξαρση δράμα που πλέον λείπουν. Όχι εντελώς, καθώς οι Λύκοι δεν μεταλλάχθηκαν πλήρως. Αλλά είναι λίγα και θολά τα στιγμιότυπα στα οποία οι τραγωδίες επαναλαμβάνονται, ξανά και ξανά, σε τέλειους κύκλους.
{youtube}vSd0EMAPRMc{/youtube}