Η τεχνολογία υπάρχει για να εξελίσσεται. Το φάντασμα των Λουδιτών έπρεπε να μείνει αποκλεισμένο στην εποχή του, όταν πέταγαν τα τσόκαρά τους στα γάγγλια των μηχανών για να σταματήσουν την εξέλιξη, νομίζοντας ότι η εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης τους αφαιρούσε το δικαίωμα και την ευκαιρία να δουλέψουν. Ειδικότερα στη μουσική, η τεχνολογία δεν ήταν ποτέ μια φόρμα που απλώς συνυπήρχε μαζί της: στον 20ό αιώνα ανδρώθηκε μαζί με την ταχεία ανάπτυξη όσων κλάδων ανέδειξε η πολυπλοκότητα του πολύβουου μελισσιού των μητροπόλεων. Μπορεί στις μέρες μας να γίνονται δεκάδες συζητήσεις για το κατά πόσο μας απομακρύνει ενίοτε από την απόλαυση, αλλά ξεχνούν μερικοί ότι –ακριβώς αυτή η τεχνολογία– έφερε τη δυνατότητα στον διαμαρτυρόμενο ακροατή να απολαύσει τη μουσική στο σημείο που έχει ο ίδιος επιλέξει ως χρονική κορωνίδα της έκστασής του.
Στο σημερινό Avotek θα ασχοληθούμε με εκείνους που, όπως επιτυχημένα λένε οι Αμερικάνοι, «pushed the envelope»· τουτέστιν αυτούς που, αναζητώντας το αύριο, λειτούργησαν με διαφορετικό τρόπο στις ηχογραφήσεις τους πάνω σε ένα από τα πλέον κομβικά σημεία της ιστορίας των τελευταίων –πληρώνοντας, ενίοτε, το τίμημα του εγχειρήματός τους πολύ ακριβά. Μιλάμε βέβαια για το πέρασμα από την αναλογική στην ψηφιακή ηχογράφηση. Ο Stevie Wonder, ο Steve Hackett, οι Judas Priest και ο Ornette Coleman είναι οι σημερινοί καλεσμένοι μας.
Βλέποντας το επέκεινα
Δεν είναι τυχαίο που ο Stevie Wonder είναι πρωτοπόρος στη digital ηχογράφηση. Ο μεγάλος συνθέτης ήταν και παραμένει ακούραστος πειραματιστής: ένας τελειωμένος μηχανάκιας, σε βαθμό που θα έκανε art rockers να ντραπούν για το update στάτους τους στην τεχνολογία. Κάτι που επίσης δεν ξέρουν πολλοί στην Ελλάδα είναι ότι ο Wonder κυριολεκτικά εξέλιξε το είδος, γι' αυτό και σαφείς επιρροές της παρακαταθήκης του εντοπίζονται και στην έκρηξη του χιπ χοπ κατά τα 1980s, αλλά και σε μεγάλες παραγωγές της ίδιας δεκαετίας, όπως π.χ. στο Let's Dance και στο Thriller (από Nile Rodgers και Quincy Jones, αντίστοιχα).
Και πού επέλεξε να το κάνει αυτό, ο αθεόφοβος; Σε soundtrack ταινίας (πρώτο δεδομένο, εφόσον ως γνωστόν είναι τυφλός) που ασχολείται με τα... φυτά (δεύτερο δεδομένο, το έκανε αποδίδοντας ακριβώς την αντίθεση/σύμπλευση φύσης και τεχνολογίας). Το πηλίκο από τα δύο στοιχεία σαφώς και ισούται με μια ιδιοφυΐα. Πρόκειται για το score του θαυμάσιου ντοκιμαντέρ του Walon Green The Secret Life Of Plants, όπου διερευνώνται θεωρίες κυρίως του 20ού αιώνα για δράσεις και αντιδράσεις των φυτών που όχι μόνο δεν γνωρίζουμε, μα ούτε καν υποπτευόμαστε. Ο Wonder δεν έκανε βέβαια πλήρη digital ηχογράφηση: για την ακρίβεια, μεγάλο μέρος της μίξης σε κάθε σύνθεση είναι γραμμένο σε τετρακάναλο. Αλλά εδώ έχουμε τον πρώτο δίσκο όπου χρησιμοποιείται digital sampling, όπως κι ένα κάρο από ευρεσιτεχνίες και κόλπα, που η κονσόλα δεν είχε ξαναδεί. Μπορεί λοιπόν ο Ry Cooder να τον πρόλαβε σε επίπεδο έκδοσης με το Bop Till You Drop (Warner/1979), ο Wonder όμως είχε προηγηθεί χρονολογικώς στην ηχογράφηση.
Παρεμπιπτόντως, ο τρόπος με τον οποίον δούλεψε για το συγκεκριμένο soundtrack παραμένει υποδειγματικός. Συνεργάστηκε επί εκατοντάδες ωρών με τον ηχολήπτη της ταινίας, που του περιέγραφε εικόνες και τον ηχοθόλο που ο ίδιος είχε φτιάξει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Αν επίσης περιμένετε να ακούστε ποπ και soul περάσματα θα μείνετε έκπληκτοι. Πάρτε μια γεύση παρακάτω:
{youtube}wt3smrXkVpE{/youtube}
Το φιλί του Ιούδα
Θυμάμαι μεταλλάδες να βγάζουν τα ραφτά της μπάντας από τα μπουφάν τους. Θυμάμαι την Πανόρμου να αντηχεί από χριστοπαναγίες όταν σκόλναγαν τα λύκεια της περιοχής, από τους μαλλούμπες που δεν πίστευαν ότι οι Judas Priest τους είχαν ρίξει στην όχθη που (κατά φαντασία τους, βέβαια) πολεμούσαν με λύσσα. Θυμάμαι να δημιουργείται θέμα στην Όμπρε για το αν μπορεί να παίζει στην ώρα του metal ήχου το "Τurbo Lover", εξ αιτίας των ηλεκτρονικών του στοιχείων. Εμείς βέβαια, που δεν ήμασταν μεταλλάδες, πεθαίναμε στα γέλια σε γωνίες του μαγαζιού, μαζί με τους νιουγουεϊβάδες που μαζεύονταν για να χορέψουν Sisters Of Mercy μετά τη 1, όντας όλοι μας συνηθισμένοι σε τέτοιους ήχους από την post-punk έκρηξη· οπότε απλά συμπονούσαμε τους μεταλλάδες φίλους μας για τις υπαρξιακές τους αγωνίες...
Και ήταν πραγματικά μια επανάσταση το Turbo του 1986. Οι Τζουντέοι είχαν ήδη τότε βαρεθεί τη δεύτερη φάση τους και παρ' όλο που θα μπορούσαν να τραβανε για πάντα με τη μανιέρα του British Steel αποφασίζουν να κατακυριεύσουν την Αμερική και να απομακρυνθούν από τους Iron Maiden, ποιώντας το καινούργιο. Κρατώντας λοιπόν τον πασίγνωστό τους από δεκάδες ώρες ηχογραφήσεων παραγωγό Tom Allom (αν σας λέει κάτι, ήταν και ο μηχανικός ήχου του πρώτου Sabbath) πoρεύτηκαν σε digital δρόμους. Στα πάντα και κυρίως στις κιθάρες. Όπως θυμάται σε συνέντευξή του στο Classic Rock Magazine ο ίδιος Allom, οι κιθάρες-συνθεσάιζερ ήταν κάτι τόσο πρωτόγνωρο, ώστε κυριολεκτικά ήταν ακοντρολάριστες σε κάποια σημεία –αν και, όπως υποσημειώνει, ειδικότερα στο "Turbo Lover" λειτούργησαν άψογα. Η μάρκα πίσω από την πρωτοπορία είχε το όνομα της Roland και με όλες τις κατάρες που εξακοντίστηκαν ειδικότερα από τον K.K. Downing, αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι Judas έγινε. Το ότι συνδυάστηκε δε με μια γενικότερη αλλαγή πλεύσης στο image τους, δεν είναι τυχαίο. Μπορεί η κίνηση να στοίχησε μερικούς μήνες οξείας γκρίνιας από τους οπαδούς, πάντως στην περιοδεία του Epitaph, στο άκουσμα του εναρκτήριου ηλεκτρονικού γρεζιού του "Turbo Lover", ήχησαν επευφημίες.
Η πλάκα είναι ότι οι Maiden το έκαναν κι αυτοί στο Somewhere In Time, μερικούς μήνες αργότερα...
{youtube}JhY9GOhFwN4{/youtube}
Η αξεπέραστη ομορφιά
Όπως καταθέτει στον P.N. Wilson, συγγραφέα του Ornette Coleman: His Life and Music (1999), για τον δίσκο Virgin Beauty (1988) ο αείμνηστος Charlie Haden, «ο Ornette στεναχωρήθηκε πολύ με την εμπορική αποτυχία του δίσκου. Ήθελε με αυτόν να ακουστεί στο ραδιόφωνο».
Και θα υποθέτετε εσείς τώρα ότι ο Coleman ξεπούλησε την avant-garde παρακαταθήκη του, πέταξε τον αρμολοδισμό (η προσωπική κατασκευή του πάνω στις αλλαγές τονικοτήτων στα όργανα, που ακολουθούσαν όλες οι μπάντες του από ένα σημείο και πέρα των 1970s), έβαλε γυναικείες φωνές να τραγουδάνε στανταράκια τύπου "My Funny Valentine" και διάφορα τέτοια λιμοκοντόρικα.
Χα! Χα! Χα! Ας καγχάσω τρεις φορές.
Και δεν γελάω φυσικά με την αποτυχία ενός από τους μεγαλύτερους μουσικούς που γέννησε ο 20ος αιώνας, ούτε φυσικά με όσα λέει ο Charlie Haden. Γελάω με τον τρόπο που το έκανε ο Coleman, όντας ένας αυθεντικός καλλιτέχνης –άρα η οπτική του πάνω στο εμπορικό ήταν κι εκείνη αρτίστικη, μέχρι κόκαλου. Με παραγωγό τον ίδιο τον γιο του Denardo Coleman (που ήταν και ντράμερ του από την ηλικία των 9, όταν πρωτοεμφανίστηκε σε live του πατέρα του…) έφτιαξε τότε έναν πραγματικά φουτουριστικό δίσκο, εξ αιτίας των παρακάτω συστατικών.
Κατ' αρχήν –έχοντας ξεκινήσει ήδη από το Tone Dialing μερικά χρόνια πρωτύτερα– οριστικοποιεί εδώ τον όρο free funk· η μπάντα γκρουβάρει πάνω σε ρυθμικότητες που δεν συναντιούνται παρά σε acid jazz ηχογραφήσεις των 1960s. Παίζει προσμίξεις και εφαρμογές πάνω σε country, κλασικά και post-bop θέματα, καταλύοντας κάθε φράχτη και σέκτα. Με μια διαφορά: αφενός τα πάντα είναι περασμένα μέσα από ηλεκτρονικά φίλτρα, αφετέρου η στερεοφωνική εικόνα στα ηχεία (ακόμα και στην έκδοση βινυλίου) αποδεικνύεται πολύ στενή. Ο ήχος είναι δηλαδή σαν να παίζει μια μπάντα μπροστά και μακριά σου, μέσα από ένα μικρό σιδερένιο κουτί. Στοιχείο εκπληκτικής ομορφιάς, σε συνάφεια με τον τίτλο Virgin Beauty, αφού φανερώνει την αναζήτηση μιας παρθένας γης για την τζαζ.
Ξέρω ασφαλώς πάρα πολλούς τελειωμένους οπαδούς του που δεν το έχουν καν στη δισκοθήκη τους (ο Coleman αναγκάστηκε να γυρίσει σε πιο παραδοσιακές φόρμες στο αμέσως επόμενο άλμπουμ) και άλλους –μειονότητα– που τον λατρεύουν. Ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Και παρ' όλο που η πρώτη digital jazz ηχογράφηση ανήκει στον Archie Shepp από τα 1970s, το Virgin Beauty είναι ο πρώτος τζαζ δίσκος ο οποίος γράφει στο οπισθόφυλλό του DDD. Τουτέστιν, Digital Recording, Digital Mix, Digital Mastering. Όπως ακριβώς και ο προαναφερθείς δίσκος των Priest. Και παίζει και ο Jerry Garcia (ναι! των Grateful Dead).
Αν καταφέρετε να τον εντοπίσετε, θα ανοίξετε το στόμα διάπλατα· αλλά την ιδία στιγμή θα έχετε αντιληφθεί επακριβώς τι έκανε τότε ο Coleman στην παραγωγή.
{youtube}iujPW7tJfOs{/youtube}
Να όμως που θα μπει και ένας art rocker στην παρέα μας, τελικώς...
Μπορεί να τους έριξα τη σπόντα στην αρχή, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, όπου συνθετήτης και χαρά, από πίσω κι ένας art rocker... Στην προκείμενη, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με πληκτρά, μα με κιθαρίστα. Κι αυτός βέβαια με τη σειρά του δεν εφάρμοσε για πρώτη φορά παγκοσμίως κάτι που αφορούσε το όργανό του, αλλά τα ντραμς.
Ο Steve Hackett, λοιπόν, αφού –προς έκπληξη των πάντων– αποχώρησε από τους Genesis, ξεκίνησε αμέσως σόλο καριέρα, νιώθοντας (όπως δήλωσε σε συνέντευξη του στο Record Collector τον Απρίλιο του 2002) «φοβερά απελευθερωμένος, από μια μηχανή που τον καταπίεζε δημιουργικά». Κι ενώ η εταιρεία έχει ήδη από το 1979 απορρίψει τον δίσκο Bay Of Kings (θα τον βγάλει αργότερα) ως άκυρο χρονικώς –μιλάμε θυμίζω για έτη στα οποία βυσσοδομεί το punk, οπότε η Charisma ήθελε κάτι πιο ηλεκτρικό– ο Hackett ηχογραφεί τον «Θεραπευμένο».
Το Cured θα εκδοθεί τελικώς το 1981 και οι οπαδοί του art/prog rock θα φρίξουν, διότι στα σωθικά του εμπεριέχει μια πρωτοπορία που αλλάζει τελείως τα δεδομένα του ήχου. Το περίφημο drum machine Linn LM-1, το οποίο όχι μόνο πυροδοτεί την εποχή των ηλεκτρονικών ντραμς, αλλά χρωματίζει και με μια χαρακτηριστική χροιά/πινελιά το έργο του πρώην Genesis. Οι οπαδοί των τελευταίων δεν θα του το συγχωρήσουν ποτέ: ελάχιστοι θα εμφανιστούν στα ταμεία των δισκοπωλείων με το εν λόγω άλμπουμ υπό μάλης.
Σας προλαβαίνω… Πού είναι ο Herbie Hancock και το Future Shock, ρωτάτε… Σε επόμενο Avotek, ολοκληρωτικά αφιερωμένο σε εκείνον, απαντώ. Το digital funk θα έχει κι αυτό την τιμητική του.
Μέχρι την επόμενη φορά ντητζινταλιστήτε ρε γομάρια της κονσόλας, με μέτρο όμως δια να παραχθεί ποιότης και όχι απλά ποσότης αβαντγκαρντίλας. Για την οποιαδήποτε παρατήρησή σας, ρίχτε μία ή πολλές γραμμούλες στο
{youtube}MmjLHLuYUWU{/youtube}