Στο υπολογιστικό τεφτέρι, ο συνδυασμός δύο πλήκτρων σου κάνει τη ζωή εύκολη, αποδυναμώνοντας τη μνήμη, μα ικανοποιώντας τις πρακτικές ανάγκες ταχύτητας. Στο command / f λοιπόν, για μια καταγεγραμμένη δισκοθήκη, μεσαίου βεληνεκούς και μεγέθους, αν βάλεις το ονοματεπώνυμο Quincy Jones, μπορείς λόγου χάρη να πέσεις στους εξής δίσκους: Sinatra At The Sands (Frank Sinatra), The Genius Of Ray Charles (Ray Charles), OST - In The Heat Of The Night, Thriller (Michael Jackson), The Quintessence (Quincy Jones and His Orchestra) Το Χαμόγελο της Τζοκόντας (Μάνος Χατζιδάκις), Dizzy In Greece (Dizzy Gillespie), Helen Merrill (Helen Merrill), This Is How I Feel About Jazz (Quincy Jones), The Girl From Greece Sings (Nana Mouskouri), The Birth Of A Band (Quincy Jones). Θα ήταν υπερβολή να πει κανείς η αξιακή σημασία του έργου του Quincy Jones, χάνεται στο ατέρμενο της τυπικής καταγραφής; Όχι. Κατ’ αναλογία, απολύτως περιοριστικοί είναι οι όροι παραγωγός, ενορχηστρωτής, συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας κ.ο.κ. για το ασύγκριτο εύρος της πολυπραγμοσύνης του Μαέστρου. Αν ολοένα και περισσότερο παρατηρείται η κατάχρηση των «μεγάλων» εννοιών για όσους φεύγουν από τη ζωή, στην περίπτωση του τρομπετίστα από το south side του Chicago, που από τα χρόνια πλάι στον Count Basie, πέρασε στα film scores κι όρισε το πιο ευπώλητο άλμπουμ όλων των εποχών για την pop μουσική (όπως χοντρικά συμπυκώνεται η πορεία του στην γενική αρθρογραφία), η πορεία του αποτελεί το δίχως άλλο «αρχέτυπο» Μουσικού.
Ο Robert Glasper εστιάζοντας στα “The Dude” και “Juke Joint”, είπε πως δίχως αυτά δε θα υπήρχε μαύρο ραδιόφωνο, πως ενόσω ο “connector” ξεπηδούσε από το ένα είδος στο άλλο, κατορθώνοντας να κάνει κάθε έκφανση των παραγωγών του κλασική, συμβούλευε τους πάντες πως «ο Θεός μας έδωσε δύο αυτιά κι ένα στόμα γιατί πρέπει να ακούμε δύο φορές καθώς μιλάμε με κάποιον». Με αυτόν το τρόπο αποκάλυπτε την απουσία αγκυλώσεων, τη διορατικότητα προς κάθε πεδίο, την οξυδέρκεια, τη διαίσθηση για το πρωτοποριακό, είτε ως δημιουργός, είτε ως άνθρωπος της βιομηχανίας. Ενδεικτικός είναι ο δεκάλογος του Questlove για τις συμβουλές που πήρε από τον Quincy. Μεταξύ αυτών μπορείτε να διαβάσετε τα εξής: «Το τραγούδι/μήνυμα/προϊόν πρέπει να ανατριχιάζει το κοινό». «Να ηχογραφείς πάντοτε όταν οι μουσικοί θα είναι οι κουρασμένοι από το 10.00πμ-17.00μμ. Τότε είναι που εξαιτίας των theta εγκεφαλικών κυμάτων λειτουργούν με το υποσυνείδητο- πάντοτε να χρησιμοποιείς τις ώρες χωρίς πολύ σκέψη, ώστε να μπει η μαγεία.». «Η λίστα επαφών μου είναι τελικά το πιο σημαντικό όργανο μου». «Ποτέ μην κοιτάς υποτιμητικά την επόμενη γενιά». Και φυσικά υπερθεμάτιζε στο “Edit,edit,edit. Less Is More”.
Αυτός ο τύπος που έμελλε να γίνει Μέντορας για γενιές μουσικών, κουβαλούσε το κακόφημο Chicago, όπου γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1933, ένα απίθανο γενεαλογικό μπόλιασμα αλλά και δύσκολα παιδικά χρόνια. Και προφανώς μέτρησε πολύ το να θητεύσει πλάι στον Lionel Hampton, τον Clifford Brown και πόσους ακόμη, μέχρις ότου να βρεθεί, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50, στο πλευρό του Frank Sinatra. Ξεχωριστό κεφάλαιο υπήρξαν οι κινηματογραφικές μουσικές του. In The Heat Of The Night, The Pawnbroker, Mirage, The Slender Threat, In Cold Blood, The Call Me Mr. Tibbs!…Αν βάλετε το “Soul Bossa Nova” σε λούπα, ένα κομμάτι που κατά δήλωση του χρειάστηκε μονάχα 20 λεπτά για να το συνθέσει, μπορείτε με πολύ διασκεδαστικό τρόπο να συνεχίσετε να απαριθμείτε soundtracks αλλά και να διαβάσετε απνευστί τον κατάλογο του ως παραγωγού κι ενορχηστρωτή: Billy Eckstine, Ella Fitzgerald, Shirley Horn, Peggy Lee, Sarah Vaughan, Dinah Washington…
«Χάσαμε έναν Τιτάνα» έγραψε ο Gilles Peterson, ενθυμούμενος πως τον είχε προσεγγίσει στα Acid Jazz χρόνια (όταν μάλιστα του χάρισε ένα πρωτόλειο τεύχος του βρετανικού περιοδικού Straight No Chaser, θα μάθαινε μερικούς μήνες αργότερα, βλέποντας τον Quincy να κυκλοφορεί το Vibe, πως με τέτοιους τύπους δε μπλέκεις δίνοντας αφιλοκερδώς ιδέες κι εμπνεύσεις!), αλλά και υπερτονίζοντας την ανεκδοτολογική ιστορία όπου ο Berry Gordy της Motown επέμενε πως ο Quincy παραήταν jazzy για να κάνει παραγωγές στον Stevie Wonder και τον Marvin Gaye. Διαψεύστηκε εμφατικά, από το τακίμιασμα του Jones με τον Michael Jackson στα Off The Wall, Thriller, Bad. Ως φαίνεται το “Check Your Ego At The Door” που είχε κοτσάρει στην είσοδο του studio για την ηχογράφηση του “We Are The World” ναι μεν διέτρεχε τη φιλοσοφία του για το κάθετί με το οποίο καταπιάστηκε -είτε mainstream είτε underground-, μα ταυτόχρονα το δικό του «Εγώ» ήταν το αδιαφιλονίκητο trademark επιτυχίας.
Ας φιλελευθεροποιήσουμε τον όρο “bad muthafucker” για να γίνει απολύτως κατανοητό πως ο ίδιος άνθρωπος βρίσκεται στις ορχήστρες για χάρη του Sinatra, στη διασκευή του “One Mint Julep” με τον Ray Charles, αγκαζέ με τον παλιόφιλο Clark Terry αλλά και χρόνια μετά στο πλευρό του Miles Davis (Live At Montreux), ή εσχάτως μονολογώντας για χάρη του Weeknd. Όσοι δεν έχουν δράμι από την προσωπική του δισκογραφία, σπεύσατε τώρα που γυρίζει. Βάλτε και το Quincy στο Netflix για να εμπεδώσετε τον επίλογο: «Πάνω από 2900 ηχογραφημένα τραγούδια. Πάνω από 300 άλμπουμ, 51 κινηματογραφικά και τηλεοπτικά scores, πάνω από 1000 πρωτότυπες συνθέσεις, 79 υποψηφιότητες για Grammy, 28 βραβεία Grammy. 1 από τους 18 που έχουν κερδίσει και Grammy, και Emmy, και Oscar, και Tony. Thriller (το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών), “We Are the World” (το σινγκλ με τις καλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών). Τα 63 εκατομμύρια που συγκεντρώθηκαν για την ανακούφιση της πείνας στην Αφρική. Quincy Jones, πατέρας 7 παιδιών».
Στον ωκεανό της υπερδραστηριότητας του, υπάρχει και το μικρό κομμάτι ελληνικού ενδιαφέροντος με τις λίγο έως πολύ γνωστές περιπτώσεις στην εμπλοκή του στο πλάι του Χατζιδάκι για την Τζοκόντα και στο δίσκο της Μούσχουρη που μέσω της αλυσίδας Philips-Ελλαδίσκ-Αντίππας-Γαλλία βρέθηκε στο πλευρό του για το The Girl From Greece Sings. Λίγο καιρό αργότερα, το 1964, θα προβιβαζόταν στη θέση του αντιπροέδρου της Mercury, ως ο πρώτος Αφροαμερικανός που θα έφτανε τόσο ψηλά σε μεγάλο label. Μιας κι όμως τη θέση θα την κρατούσε μονάχα για ένα χρόνο, ας επιστρέψουμε για λίγο στην ελληνική Quincy εμπλοκή, μια δεκαετία νωρίτερα στο 1956, όταν ο Dizzy Gillespie και η ορχήστρα του ταξίδευαν στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ασία στην πρώτη οργανωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α. jazz περιοδεία με σκοπό τη διάδοση της αμερικανικής κουλτούρας και κατ’ επέκταση τη βελτίωση της αρνητικής εικόνας της χώρας σε αυτές τις περιοχές.
Η πολυμελής μικτή από αφροαμερικανούς και λευκούς μουσικούς big band επισκέφτηκε την Τουρκία, το Πακιστάν, το Λίβανο και την Ελλάδα. Στην ιστορία που είχε ξεψαχνίσει ο Δήμος Πασσάς, ιδιοκτήτης του δισκοπωλείου Rock & Roll Circus για την ιστορία του “Dizzy In Greece” (που δεν ηχογραφήθηκε στην Ελλάδα) με το περιβόητο εξώφυλλο όπου ο Gillespie στέκει περιχαρής με τη φουστανέλα του, είχε ανασύρει τη συνέντευξη που έδωσε η Καίτη Κασιμάτη-Μυριβήλη στο Θάνο Φωσκαρίνη («Βιβλιοθήκη», Ελευθεροτυπία, 23 Οκτωβρίου 2010) όπου θυμόταν «Ένα από τα συγκροτήματα που ήρθαν στην Αθήνα από τη Νέα Υόρκη ήταν μια ορχήστρα τζαζ, η οποία αποτελούνταν από μαύρους μουσικούς υπό τη διεύθυνση του τρομπετίστα και μαέστρου της ορχήστρας Ντίζυ Γκιλέσπι. Ενορχηστρωτής της ορχήστρας και πιανίστας ήταν ο νέος τότε και αργότερα διάσημος συνθέτης της τζαζ Κουίνσι Τζόουνς. Δόθηκαν τρεις συναυλίες στο θέατρο «Ρέξ», τις οποίες φυσικά παρακολούθησε ο Μάνος και γνωρίστηκε με τους μουσικούς. Επειδή οι προσκλήσεις γι αυτές τις συναυλίες βασίζονταν σε πρωτόκολλο, ο Γκιλέσπι δεν έμεινε και πολύ ικανοποιημένος με το κοινό των συναυλιών και ζήτησε να προσφέρει μια συναυλία αποκλειστικά για φοιτητές με ελεύθερη είσοδο. Εκείνο το βράδυ έγινε παντζουρλισμός. Ο φοιτητόκοσμος κατέκλυσε το θέατρο, οι νέοι κρέμονταν από τα θεωρεία, χειροκροτούσαν και φώναζαν το όνομα του Γκιλέσπι. Όταν τέλειωσε η συναυλία όρμησαν στη σκηνή, σήκωσαν τον Γκιλέσπι στα χέρια και τον κατέβασαν μέχρι την Ομόνοια.»
Στην ίδια συνέντευξη περιγράφει μια φοβερή συνάντηση της άνωθεν παρέας με τον Τσιτσάνη! «Την άλλη μέρα το απόγευμα είχαμε συνάντηση με τον Αχιλλέα Μαμάκη στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου, για συνεντεύξεις με τους Γκιλέσπι και Τζόουνς για την εκπομπή του »Το θέατρο στο μικρόφωνο». Μαζί είχε έρθει και ο Μάνος και όταν τελείωσαν οι συνεντεύξεις, ήταν πια αργά το βράδυ, ο Μάνος πρότεινε να τους πάμε κάπου να φάμε, και αποφάσισε να πάμε στου Τσιτσάνη, κάτω στις Τζιτζιφιές. Εξηγήσαμε στους φίλους ποιός ήταν ο Τσιτσάνης και ξεκινήσαμε. Ο Τσιτσάνης μας δέχτηκε με χαρά και αρχοντιά, εφόσον ο Μάνος του σύστησε τους αμερικανούς μουσικούς και αναφέρθηκε στη μουσική τους. Οι ξένοι τόσο πολύ ενθουσιάστηκαν με τη μουσική και τα τραγούδια που άκουγαν από τον Τσιτσάνη και τον Παπαιωάννου, ώστε κάποια στιγμή ο Τσιτσάνης ζήτησε από τον Γκιλέσπι και τον Τζόουνς να παίξουν κάτι όλοι μαζί. Ανέβηκαν στο πάλκο και οι δύο. Ο μεν Κουίνσι Τζόουνς κάθησε στο πιάνο, ο Γκιλέσπι έπαιζε την τρομπέτα του και ο Τσιτσάνης μπουζούκι, δημιουργώντας ένα απίστευτο jam session ανεπανάληπτο. Ακόμα λυπάμαι που δεν είχαμε μαζί μας ένα φορητό μαγνητόφωνο να ηχογραφήσουμε αυτή την τόσο ασυνήθιστη μουσική που έβγαινε από τους αυτοσχεδιασμούς. Καθήσαμε ως τα ξημερώματα.»
Παίρνοντας μια μετριοπαθή απόσταση, όσο σημαντική υπήρξε η Τζοκόντα του Χατζιδάκι, όσο καλό ως ένα female jazz vocal LP καταγράφηκε το άλμπουμ της Μούσχουρη, τούτες οι συνεισφορές του Quincy Jones, που έφυγε στα 91 του χρόνια, αποτελούν σταγόνες στον ωκεανό του, ψηφίδες για τη μεγάλη εικόνα. Αν η ιστορία του Quincy Jones, μπορούσε να συμπυκνωθεί σε ένα παιδικό παραμύθι, είμαι σίγουρος πως όταν κάποιο νήπιο διάβαζε στην πρώτη-πρώτη σελίδα το μεσαίο του όνομα, κάτω από εκείνο το βλέμμα που μέχρι τέλους στραφτάλιζε, θα μπορούσε εύκολα να καταλάβει που θα πάει η δουλειά. Ο Quincy Delight Jones εκπλήρωσε όσο δεν πήγαινε τη μοίρα του συμπληρωματικού και τόσο γλαφυρού ονόματός του. Μέχρι εκεί που δεν τελειώνει...