O John Peel (1939-2004) συνδιαμόρφωσε την pop κουλτούρα στη Μεγάλη Βρετανία – και όχι μόνο. Ως πειρατής στον ραδιοφωνικό σταθμό Music Caroline, DJ, μάνατζερ συγκροτημάτων, γραφιάς σε μουσικά έντυπα, παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών του BBC, διοργανωτής ηχογραφήσεων, ιδιοκτήτης δισκογραφικής εταιρείας, φαν… Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ως τον πρόωρο θάνατό του το 2004, οι εκπομπές του συνέβαλαν καθοριστικά στο ξεπέταγμα αμέτρητων μουσικών και συγκροτημάτων, από την ψυχεδέλεια και το progressive rock μέχρι το punk και το post-punk, κι ακόμα παραπέρα.
Αν και ήταν καινοτόμος, ο Peel δεν είχε ως αυτοσκοπό να επηρεάσει με αυταρέσκεια την κατεύθυνση του βρετανικού μουσικού γούστου. Έπαιζε απλώς αυτά που ξεχώριζε, και έτσι απέκτησε τη φήμη του ακέραιου. Μερικές φορές έλεγε πως επέλεγε για τις εκπομπές του αταξινόμητη μουσική, που δεν ταίριαζε σε καμία κατηγορία. Μπορούσε να ενθουσιαστεί εξίσου με τον Rod Stewart και τους Faces, με το post punk των Pere Ubu, με την electro pop των Pet Shop Boys και των New Order, με τα πειραματικά γερμανικά σύνολα του kraut rock, ενώ ήταν φαν της reggae και αργότερα του hip hop,
Liverpool-Dallas
Ο άνθρωπος που θα γινόταν παγκόσμια γνωστός ως John Peel γεννήθηκε με το όνομα John Robert Parker Ravenscroft, στο Χέσγουελ, κοντά στο Λίβερπουλ, στη βορειοδυτική Αγγλία, στις 30 Αυγούστου του 1939. Ο πατέρας του, που υποστήριζε τους Εργατικούς, ασχολείτο με το εμπόριο βάμβακος∙ όταν γεννήθηκε ο γιος του, ήταν επιστρατευμένος στον αγγλικό στρατό στη Βόρεια Αφρική, στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (πήρε μέρος στην αποφασιστική για τη συντριβή του Άξονα μάχη του Ελ Αλαμέιν). Ο Peel τον συνάντησε για πρώτη φορά σε ηλικία έξι ετών. Μεγάλωσε με τη μητέρα του.
Από μικρό παιδί, ο Peel άκουγε τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των αμερικανικών βάσεων στη Μεγάλη Βρετανία και το πειρατικό Radio Luxemburg, που εξέπεμπε από τη Βόρεια Θάλασσα. Συνειδητοποίησε ότι θα ήθελε να παρουσιάζει εκπομπές στο ραδιόφωνο όταν άκουσε για πρώτη φορά rock'n'roll, σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του, το “Heartbreak Hotel” του Elvis.
Φοίτησε στο Shrewsbury School («δημόσιο σχολείο» με βρετανικούς όρους, στην πραγματικότητα, ελαστικό ιδιωτικό οικοτροφείο). Δεν ήταν ιδιαίτερα καλός μαθητής. Διέπρεπε όμως στο ποδόσφαιρο. Αφού τελείωσε το σχολείο, εργάστηκε για λίγο σε εκκοκκιστήριο. «Μου βρήκε δουλειά ο πατέρας μου στην επιχείρηση ενός ανταγωνιστή του», θα έλεγε σκωπτικά, χρόνια μετά, στην εφημερίδα Independent. Από το 1957 έως το 1959 υπηρέτησε ως χειριστής ραντάρ στο Βασιλικό Πυροβολικό.
Μετά το τέλος της θητείας του, ο Peel μετανάστευσε στο Ντάλας του Τέξας, με τη φιλοδοξία να επεκτείνει την οικογενειακή επιχείρηση εμπορίας βάμβακος. Σύντομα όμως ασχολήθηκε περισσότερο με τα μουσικά του ενδιαφέροντα. Συνδέθηκε φιλικά με τον ραδιοφωνικό DJ Russ Knight και άρχισε να παρουσιάζει την εκπομπή Kats Karavan στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό WRR, όπου έπαιζε στα πλατό κυρίως δίσκους rhythm'n'blues – σε ηλικία 18 ετών. Έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας σε ασφαλιστική εταιρεία, πουλώντας ασφάλειες σε αγρότες.
Η αγγλική προφορά του ήταν ένα επαγγελματικό πλεονέκτημα στις ΗΠΑ για τον ραδιοφωνατζή John Peel στα χρόνια των Beatles και της Βρετανικής Εισβολής. Ο τετραπέρατος παραμυθάς Peel υπαινίχθηκε στον αέρα ότι ίσως γνώριζε τον George Harrison, γεγονός που του εξασφάλισε πλήθος θαυμαστών∙ ανάμεσά τους, την 16χρονη τότε Shirley Anne Milburn, με την οποία παντρεύτηκαν το 1965. Κατόπιν ο Peel προσελήφθη με πλήρη απασχόληση στον σταθμό KLIF του Ντάλας και εργάστηκε επίσης σε ραδιοφωνικούς σταθμούς στην Οκλαχόμα Σίτι (KOMA) και στο Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνια (ΚΜΕΝ), όπου καλλιέργησε το άνετο, πηγαίο ύφος που θα χαρακτήριζε τις μελλοντικές εκπομπές του στο BBC.
Στην Καλιφόρνια, ο John Peel ερωτεύθηκε διά παντός το ψυχεδελικό rock. Οι Mothers of Invention, οι Paul Butterfield Blues Band, οι Quicksilver Messenger Service, οι Jefferson Airplane και -πριν ακόμα κυκλοφορήσουν το πρώτο τους άλμπουμ- οι Grateful Dead συγκαταλέγονταν στα αγαπημένα του γκρουπ.
The Perfumed Garden
Επαναπατρίστηκε μαζί με τη σύζυγό του το 1967. Χώρισαν το 1971. Μετά την επιστροφή του στη Μεγάλη Βρετανία, ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός με τον οποίον συνεργάστηκε ήταν το πειρατικό Radio London, που εξέπεμπε παράνομα από ένα μετασκευασμένο ναρκαλιευτικό στη Βόρεια Θάλασσα (και στην πραγματικότητα ιδρύθηκε από έναν πωλητή από το Τέξας, τον Don Pierson). Υιοθέτησε το ψευδώνυμο John Peel, το οποίο προερχόταν από ένα αγγλικό λαϊκό τραγούδι. Ονόμασε την εκπομπή του The Perfumed Garden, και οι προτιμήσεις του έτειναν προς το αμερικανικό ψυχεδελικό rock της Δυτικής Ακτής και την βρετανική ψυχεδελική pop της εποχής του Swinging London.
Το βραδινό πρόγραμμα του Peel τον καθιέρωσε γρήγορα ως μια σημαντική φωνή του underground. Πέρα από ψυχεδελικό rock, ο Peel έπαιζε σταθερά καλλιτέχνες του folk-rock (The Incredible String Band, Tim Hardin, John Renbourn, Roy Harper, Pentangle, Nick Drake, κ.ά.), ενώ ήταν επίσης ο πρώτος DJ που έπαιξε Velvet Underground στο βρετανικό ραδιόφωνο, αποκαλώντας στον αέρα το ντεμπούτο τους LP «πολύ, πολύ εντυπωσιακό», σε μια εποχή που οι Velvets δυσκολεύονταν ακόμη και να κλείσουν live στη γενέτειρά τους, τη Νέα Υόρκη. Υποστήριξε επίσης την πρωτοποριακή εταιρεία Elektra του Jac Holzman, παίζοντας κατά κόρον ηχογραφήσεις των Love, των Doors, του Tim Buckley, των Stooges και των MC 5.
Night Ride on Radio 1
Οι αρχές τελικά κατάφεραν να κλείσουν το Radio London (αν και αργότερα αναβίωσε κατά διαστήματα). Όμως ο σταθμός είχε αφήσει το στίγμα του, όντας ο πιο δημοφιλής στη βρετανική νεολαία, σε αντίθεση με το γηραλέο έως τότε BBC. Οι ιθύνοντες όμως του BBC ήταν αρκετά οξυδερκείς ώστε να διακρίνουν μια ευκαιρία. Ο Μαρξ, εξάλλου, σε κείμενά του έχει εξάρει τον αγγλικό πραγματισμό. Έτσι, το BBC, θέλοντας να ανανεώσει το προφίλ του, προσέλαβε παραγωγούς από τους πειρατικούς σταθμούς (Radio London, Radio Luxenberg, Radio Caroline): Tony Blackburn, Tommy Vance, Dave Lee Travis, Peter Powell, Stuart Henry, κ.ά. Ανάμεσά τους και τον John Peel, για το νεοσύστατο Radio 1, που συνειδητά θα απευθυνόταν κυρίως στους νέους. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Peel θα ήταν το μοναδικός DJ του αρχικού προγράμματος που παρέμενε ενεργός.
Ο Peel ξεκίνησε τη συνεργασία του με το BBC ως συμπαρουσιαστής του προγράμματος Top Gear. Toν Φεβρουάριο του 1968 ο Peel έγινε μόνιμος οικοδεσπότης της εκπομπής, που λίγο μετά ονομάστηκε Night Ride (και αργότερα εξελίχθηκε στο The John Peel Show).
Η πρώτη του εκπομπή στο Radio 1 μεταδόθηκε, στις 4 Φεβρουαρίου του 1968. Παρουσίασε κομμάτια του Captain Beefheart, των Pretty Things, του Phil Ochs, του Albert King, των HP Lovecraft και της νέας μπάντας του Marc Bolan, των Tyrannosaurus Rex. Συνδέθηκε επίσης με μια νεανική γκαραζιέρικη μπάντα, τους Misunderstood, που «έκλεβαν επιδέξια τα κόλπα των Yardbirds», και ως άτυπος μάνατζερ προσπάθησε να τους προωθήσει.
Ο Peel, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ανέδειξε τις προσωπικές ηχογραφήσεις του Syd Barrett και του αταξινόμητου ψυχεδελικού συγκροτήματος T. Rex του Marc Bolan, υπερασπίστηκε το βρετανικό underground rock, που εκπροσωπείτο τότε από μπάντες όπως οι Deviants και οι Edgar Broughton Band, και σύστησε στο βρετανικό κοινό αντισυμβατικούς/αντισυστημικούς Αμερικανούς καλλιτέχνες, όπως οι Fugs και ο Captain Beefheart. Ήταν ο μόνος παρουσιαστής στο BBC που είχε το ελεύθερο να επιλέγει μουσική πέρα από τις τρέχουσες επιτυχίες και τις δεσμεύεις του playlist. Αρκετές φορές βρέθηκε σε επισφαλή θέση, όχι εξαιτίας της μουσικής, αλλά λόγω του αυθορμητισμού και του εξομολογητικού τόνου ορισμένων εκπομπών του.
Ήταν επίσης ο πρώτος που έπαιξε ολόκληρο το Dark Side of the Moon των Pink Floyd στο βρετανικό ραδιόφωνο, καθώς και αυτούσια την πρώτη πλευρά του “Tubular Bells” του Mike Oldfield, μια σύνθεση διάρκειας περίπου 25 λεπτών. Είχε καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του "Maggie May" του Rod Stewart που, ενώ αρχικά προοριζόταν για b’side, ανέβηκε στην κορυφή των chart χάρη στο airplay του Peel. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, οι Faces τον ανέβασαν στη σκηνή όταν έπαιξαν (ντουμπλαρισμένα) το "Maggie May" στην τηλεοπτική εκπομπή Top of the Pops, με τον Peel παιχνιδιάρικα να προσποιείται ότι παίζει μαντολίνο.
Το 1971 ξεκίνησε επίσης μια μακροχρόνια συνεργασία με το Φεστιβάλ του Glastonbury. Το 1974 παντρεύτηκε τη Sheila Mary Gilhooly και απέκτησαν δύο κόρες και δύο γιους.
Dandelion & Marc Bolan
Η επιρροή του Peel επεκτάθηκε πέρα από το ραδιόφωνο. Τον Ιούλιο του 1968 ίδρυσε την ανεξάρτητη εταιρεία Dandelion, που κυκλοφορούσε δίσκους άγνωστων psyche/progessive rock συγκροτημάτων. Την ονομασία Dandelion πρότεινε ο Marc Bolan, που τότε συγκατοικούσε με τον Peel στο Σόχο. «Για τρία ή τέσσερα χρόνια ο Marc Bolan και εγώ ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι. Μαζί με τη σύζυγό του, τη June και τη σύζυγό μου Sheila, πηγαίναμε και κατασκηνώναμε σαν χίπις τα Σαββατοκύριακα στο Stonehenge ή στο Glastonbury. Πήγαινα ανελλιπώς στις συναυλίες των T Rex και τους έκλεισα με τη σειρά μου αρκετά live, πριν ακόμα γίνουν γνωστοί. Όταν με προσκαλούσαν να παίξω κάπου ως DJ, ρωτούσα, "μπορώ να φέρω αυτό το συγκρότημα μαζί μου;". Περάσαμε πολύ χρόνο μαζί, μέχρι τον θάνατό του, το 1977».
Η Dandelion λειτούργησε ως το 1972 και κυκλοφόρησε συνολικά 28 album και 24 single. Ανάμεσά τους φιγουράρουν τα ονόματα των Beau, Stack Waddy, The Way We Live, Tractor, Medicine Head και Principal Edwards Magic Theatre, ονόματα που σήμερα έχουν μάλλον ξεχαστεί, αν και θεωρούνται συλλεκτικά. Ο πρωτοπόρος του rock'n'roll Gene Vincent έκοψε το τελευταίο του LP στην Dandelion. Ο εκπληκτικά ταλαντούχος, αλλά και τραγικά εκκεντρικός τραγουδοποιός Kevin Coyne ηχογράφησε επίσης τους πρώτους του δίσκους με το γκρουπ Siren στην εταιρεία του Peel. Παραλίγο, τέλος, να υπογράψουν στην Dandelion οι νεοσύστατοι τότε Roxy Music. Παρόλα αυτά, η μοναδική πραγματική επιτυχία της εταιρείας ήταν το blues-folk "(And The) Pictures in the Sky" των Medicine Head.
International Times
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο John Peel συνεργάστηκε ως αρθρογράφος σε διάφορα βρετανικά έντυπα. Για μια αρκετά μεγάλη περίοδο έγραφε συστηματικά στο IT (International Times), την κορυφαία underground εφημερίδα της εποχής, η οποία τελικά έκλεισε άδοξα, ύστερα από διώξεις που υπέστη από τις αρχές, λόγω των «άσεμνων» κειμένων και σκίτσων στις σελίδες του. Για την ιστορία, το IT έχει φιλοξενήσει και σχέδια του cult Έλληνα συγγραφέα Πάνου Κουτρουμπούση. Αργότερα, ο Peel δημοσίευσε κριτικές στο περιοδικό The Listener, που εξέδιδε το BBC. Η πεζογραφία του μπορούσε να είναι συγχρόνως οξυδερκής, διορατική, υπερενθουσιώδης, βιωματική. Στην κριτική του, για παράδειγμα, για το Quadrophenia (1973 το album, 1979 η ομώνυμη ταινία), χαρακτήρισε την ροκ όπερα των Who «μια πρόοδο σε σχέση με το “Tommy”, ανάλογη με αυτή που αποτέλεσε το “Tommy” σε σχέση με το προηγούμενο (και πολύ πιο σύντομο) album των Who, το “A Quick One” […] Δεν είναι μόνο η χρήση συνθεσάιζερ και ηχητικών εφέ, αν και η χρήση τους είναι αφηγηματική και καλόγουστη, ούτε το δυναμικό εύρος της μουσικής: αυτό που μετράει είναι το συναισθηματικό εύρος […] Καθώς γράφω, αισθάνομαι τόσο πολλή ενέργεια να βγαίνει από τα ηχεία μου, που μου είναι δύσκολο να κρατηθώ στη θέση μου και να καταλήξω σε κάποιο λογικό συμπέρασμα».
Teenage Kicks
Όμως, η απόλυτη επιρροή του, το ανεξίτηλο στίγμα του Peel, είναι συνυφασμένο με την έκρηξη του punk. Το 1976 ο Peel έγινε ο πιο ένθερμος υποστηρικτής των Ramones και των Sex Pistols.
Στην εκπομπή του στις 19 Μαΐου του 1976, ο Peel έπαιξε το "Judy Is a Punk" από το ντεμπούτο άλμπουμ των Ramones. Στο επόμενο πρόγραμμά του, μετέδωσε άλλα τρία κομμάτια από το LP. «Πολλοί άνθρωποι τηλεφώνησαν», θυμήθηκε ο Peel σε μια συνέντευξη του 1990 στη Sue Lawley του Radio Four. «Το τηλεφωνικό κέντρο μπλόκαρε […] Ακροατές συνέχισαν να τηλεφωνούν. Έλεγαν ενοχλημένοι: "Δεν πρέπει να το ξανακάνεις […] Δεν πρέπει ποτέ να ξαναπαίξεις τέτοιους δίσκους". Και φυσικά το βρήκα πολύ συναρπαστικό όλο αυτό και μετά έπαιξα περισσότερα κομμάτια των Ramones».
Έπεται συνέχεια: στις 27 Μαΐου του 1976, ημέρα κυκλοφορίας του single, έπαιξε τέσσερις συνεχόμενες φορές το “God Save the Queen”, παρά την απαγόρευση του τραγουδιού από το BBC.
Σε επόμενες εκπομπές του παρουσίασε τους Damned, τους Jam, τους Eddie & the Hot Rods, τον Richard Hell και τους Voidoids, τους Television, τους Pere Ubu, τους Αυστραλούς Saints. Λίγο αργότερα αγκάλιασε με ενθουσιασμό τους Siouxsie &the Banshees, τους Echo & the Bunnymen, τους Joy Division (και αργότερα τους New Order) και, κυρίως, τους Fall. O προλετάριος Mark E. Smith, ο στριφνός φιλόσοφος της εργατικής τάξης, υπήρξε ο πιο προνομιακός συνομιλητής του στα Peel Sessions.
Μια από τις κορυφαίες στιγμές του στάθηκε η ανάδειξη των Undertones. Οι τελευταίοι σχημάτισαν το γκρουπ πιτσιρικάδες στο Μπέλφαστ, την εποχή που έπεφταν βόμβες στην πόλη. Όταν ηχογράφησαν το "Teenage Kicks", έστειλαν ένα αντίτυπο στον Peel, ο οποίος το έπαιξε ξανά και ξανά, λέγοντας στον αέρα ότι είναι το αγαπημένο του τραγούδι. Στη δεκαετία του 1980 βοήθησε να αναδειχθούν post punk/new wave μπάντες όπως οι Zounds, οι XTC, οι Wedding Present, οι Smiths και ο πολιτικός πρωτοπόρος punk-folk τραγουδοποιός Billy Bragg. Υποστήριξε επίσης μπάντες και μουσικούς του αμερικανικού underground την εποχή που ήταν λίγο πολύ άγνωστες άγνωστες, είτε πρόκειται για τους Nirvana και τους Mudhoney στα τέλη του ’80 είτε για τους White Sripes και τη Neko Case στο λυκόφως της δεκαετίας του ‘90.
The Peel Sessions
Τα Peel Sessions ανήκουν στη σφαίρα του θρύλου. Θα έλεγε κανείς ότι αποτέλεσαν ένα προϊόν εκλεκτικής αναγκαιότητας. Ερχόμενος στο επίσημο Radio 1 από το ελευθεριακό, πειρατικό Radio London, ο John Peel συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να συμβιβαστεί κάπως με κάποιες από τις νόρμες του BBC.
Ένας κανονισμός του BBC, απότοκο της εποχής που το δίκτυο αναμετάδιδε κατά κόρον ορχήστρες κλασσικής μουσικής και big bands ελαφράς μουσικής, όριζε ότι συγκεκριμένο ποσοστό του προγράμματος έπρεπε να καλύπτεται από ζωντανή μουσική. Όπερ και εγένετο. Στη δική του περίπτωση, ο Peel φιλοξένησε εκατοντάδες πρωτόλεια συγκροτήματα στην εκπομπή που έγινε γνωστή με την ονομασία The Peel Sessions. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι ηχογραφήσεις αυτές άρχισαν να κυκλοφορούν σε δίσκους από την Strange Fruit, την ετικέτα που ίδρυσε γι’ αυτό τον σκοπό. Καθώς η δημοτικότητα του Peel μεγάλωνε, μια εμφάνιση στο σόου του έγινε περιζήτητη, αφού εξασφάλιζε ώθηση καριέρας για τα νεανικά, άγνωστα συγκροτήματα. Ο Peel ήταν γενναιόδωρος με το χρόνο του, προσπαθούσε να ακούσει ένα προς ένα τα απροσμέτρητα demo που του έστελναν σε κασέτες. Μερικές φορές έδινε χρήματα σε πολλά υποσχόμενους μουσικούς για εξοπλισμό.
Οι καλλιτέχνες που ηχογραφούσαν στα Peel Sessions, επιλέγονταν από τον ίδιο σε συνεργασία με τον επί χρόνια παραγωγό του, τον John Walters. Συνήθως πρόκειτο για τους μουσικούς ή τις μπάντες που πρόσφατα κατάφεραν να τραβήξουν την προσοχή του Peel. Τα sessions συνήθως πραγματοποιούνταν στο στούντιο Maida Vale του BBC.
Ο Peel έχει υποστηρίξει ότι:
«Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιο σύστημα, ότι γίνονται συναντήσεις, ότι τα chart καθορίζουν τους συμμετέχοντες. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει [...] Ο John και εγώ απαριθμούσαμε τις μπάντες που μας άρεσαν εκείνη την εποχή και ύστερα τις προσκαλούσαμε να ηχογραφήσουν για την εκπομπή».
Ο Peel είπε επίσης στο περιοδικό Interzone:
«Είναι πραγματικά αδύνατο να πω ποιο είναι το αγαπημένο μου session [...] Ίσως αυτό των Culture (σ.σ.: εκπληκτική roots reggae μπάντα που σχημάτισαν Τζαμαϊκανοί μετανάστες στη Μ. Βρετανία). Μακάρι να είχαν κάνει περισσότερα (sessions). Οι Slits ήταν από τα κλασικά της εκπομπής και μου άρεσαν ακόμα πολύ οι Wedding Present. Υπήρχαν μερικές αμερικανικές μπάντες που θα έκαναν ωραία sessions.»
Oι καλλιτέχνες που έλαβαν τις περισσότερες φορές προσκλήσεις για τα sessions ήταν οι εξής: The Fall (32), Ivor Cutler (20), The Wedding Present (16), The Delgados (16), Cocteau Twins (14), Gang of Four (11). Ακολουθούν σε συμμετοχές οι New Order, οι Smiths, οι Nirvana, οι Pulp και οι White Stripes… Συνολικά πάνω από 4.000 sessions για περισσότερους από 2.000 καλλιτέχνες
Home Truths & Voyages
Ο Peel διατήρησε ως το τέλος της ζωής του την οξυδέρκεια και την ικανότητά του να εντοπίζει τις εξελίξεις και τα νέα ταλέντα στη μουσική. Παρέμεινε πάντα ευπροσήγορος. Το 1998 ξεκίνησε μια νέα σειρά εκπομπών στο δίκτυο BBC4, με την ονομασία Home Truths, ένα πρόγραμμα οικογενειακών συνεντεύξεων με ανώνυμους ανθρώπους που είχαν επίσης γαλουχηθεί με τη rock μουσική και που είχαν βιώσει το punk. Στον αέρα ήταν πάντα ήρεμος, φιλόξενος και ευγενικός συνομιλητής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Peel ζούσε με την οικογένειά του στην περιοχή του Σάφολκ, σε μια αγροικία που ονόμαζε Peel Acres. Στο υπόγειο είχε εγκαταστήσει στούντιο, όπου έλαβαν χώρα τα τελευταία Peel Sessions.
Ταξίδεψε επίσης πολύ και μέσα από τα ταξίδια του καλλιέργησε το ενδιαφέρον του για τις επονομαζόμενες «μουσικές του κόσμου».
Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, στη διάρκεια των διακοπών τους στο Περού, ο Peel και η σύζυγός του κατευθύνονταν προς το Κούσκο, λίκνο των προκολομβιανών πολιτισμών - και της εξαιρετικά λυρικής μουσικής των Άνδεων, η οποία βασίζεται σε αυτοσχέδια τοπικά έγχορδα. Ο Peel υπέφερε ήδη από προβλήματα που σχετίζονταν με τον διαβήτη. Στο Κούσκο υπέστη μοιραία καρδιακή προσβολή, στις 25 Οκτωβρίου του 2004.
Λίγο μετά τον θάνατό του δημοσιεύθηκε η αυτοβιογραφία του με τον τίτλο Margrave Of The Marshes, την οποία ο ίδιος άφησε ημιτελή και την ολοκλήρωσε η σύζυγός του, Sheila Gilhooly-Ravenscroft. «Οι μουσικές επιλογές του καθόρισαν μια ολόκληρη κουλτούρα. Μέσα από την εξαιρετικά δημοφιλή εκπομπή του στο Radio 1, ο John Peel απευθύνθηκε σε ένα κοινό που ήταν τόσο ευρύ και ετερόκλητο όσο και η απέραντη συλλογή δίσκων του. Ήταν αγαπητός σε εκατομμύρια. Η μοναδική φωνή και η ευαισθησία του ήταν εμφανείς σε ό,τι έκανε».
Ο John Peel τιμήθηκε με πολυάριθμα βραβεία και διακρίσεις, ακόμα και με παράσημα του αγγλικού στέμματος, «για την γενναιόδωρη και σε βάθος χρόνου προσφορά του στην πολιτιστική κληρονομιά της Μεγάλης Βρετανίας». Ο ίδιος δεν τα σνόμπαρε, όμως θεωρούσε «κορυφαίο βραβείο της ζωής του» ένα εισιτήριο διαρκείας για το γήπεδο του Άνφιλντ, που είχε στην κατοχή του, με τις υπογραφές του Phil Neal, του Terry McDermont και του Kenny Dalglish. Φανατικός ποδοσφαιρόφιλος ως το τέλος της ζωής του, αν αγάπησε κάτι με το ίδιο πάθος με τη rock μουσική, αυτό ήταν η Liverpool FC.
Πηγές:
John Peel & Sheila Ravenscroft, Margrave of the Marshes (Bantam, 2005)
Ken Garner, The Peel Sessions: A Story of Teenage Dreams and One Man's Love of New Music (BBC, 2008)
David Cavanagh, Goodnight and Good Riddance (Faber & Faber, 2016)
John Hind & Stephen Mosco, Rebel Radio - Full Story of British Pirate Radio (Pluto Press, 1987)
Daily Telegraph, 27.10.2004.
Independent, 27.10.2004
Liverpool Echo, 16.12.2004
New York Times, 27.10.2004
Keeping It Peel, BBC