Η Ιστορία πιστώνει στον Sam Phillips, ιδιοκτήτη της Sun Records στο Μέμφις του Τενεσί, την ανακάλυψη του Elvis Presley. Δικαίως. Ωστόσο, τέσσερις ακόμα άνθρωποι έβαλαν το χέρι τους σ’αυτό το σημαδιακό Συμβάν - με τον ορισμό του Γάλλου φιλοσόφου Alain Badiou για τη «μετάβαση από το Είναι στο Συμβάν»- που άλλαξε για πάντα τη φυσιογνωμία της pop κουλτούρας: η συνεργάτιδα του Phillips στη Sun, η οποία πρώτη εντόπισε κάτι ξεχωριστό στον απίστευτα συνεσταλμένο τότε Elvis και βοήθησε τον Phillips να συνειδητοποιήσει τι είχε στα χέρια του∙ οι δύο μουσικοί που τον συνόδευσαν στις πρώτες του εγγραφές στο στούντιο, στο Νο 706 της Union Avenue του Μέμφις∙ και, βεβαίως, ο ερμηνευτής του blues που πρώτος τραγούδησε το “That's All Right (Mama)".

Η σειρά των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή τη στιγμή ξεκίνησε όταν ένας νεαρός οδηγός φορτηγού μπήκε στα γραφεία της Sun Records και της Memphis Recording Service ένα Σάββατο βράδυ του καλοκαιριού του 1953 και πλήρωσε 3,98 $ (συν φόρο) για να ηχογραφήσει επιτόπου έναν δίσκο 45 στροφών, τον οποίο ήθελε να προσφέρει  ως δώρο γενεθλίων στη μητέρα του. Πριν ξεκινήσει η ηχογράφηση, η συνεταίρος του Phillips, η Marion Keisker, ρώτησε τον Elvis «τι είδους μουσική τραγουδούσε» και εκείνος είπε «τραγουδάω όλα τα είδη». Στη συνέχεια τον ρώτησε «σαν ποιον ακούγεται» και εκείνος είπε «δεν ακούγομαι σαν κανέναν». Ο Sam Phillips  ηχογράφησε τον Elvis να τραγουδά δύο στάνταρντ, το “My Happiness” που έγραψε το 1933 ο Borney Bergantine, και το “That's When Your Heartaches Begin” του Fred Fisher, που έγινε επιτυχία το 1941 από το φωνητικό κουαρτέτο των Ink Spots. Μετά το τέλος της ηχογράφησης, ο Philips φέρεται να είπε στην Marion Keisker να κρατήσει σε σημείωση το όνομα του τραγουδιστή. Εκείνη έγραψε στο ημερολόγιό της: «Elvis Presley. Καλός τραγουδιστής για μπαλάντες». Η Kreisler εντυπωσιάστηκε πραγματικά από τη φωνή του ντροπαλού και τόσο ευγενικού νεαρού τραγουδιστή. Ανέφερε συνεχώς το όνομά του στον Phillips και τον προέτρεπε να επιδιώξει να τον ηχογραφήσει ξανά, αυτή τη φορά επαγγελματικά.

Στις αρχές Ιουλίου του 1954, ο Phillips έστειλε τελικά δύο από τους αγαπημένους του session μουσικούς, τον κιθαρίστα Scotty Moore και τον μπασίστα Bill Black, να συναντηθούν με τον Elvis και να προσπαθήσουν να τον αξιολογήσουν. Αναφέρεται ότι ο Elvis τραγούδησε acapela μπροστά στους δύο βετεράνους μουσικούς το αγαπημένο του gospel "Take My Hand, Precious Lord" – οι ρίζες του διακλαδώνονται ως το 1844∙ η καθοριστική εγγραφή του είναι αυτή της Mahalia Jackson. Μετά τη συνάντησή τους, οι Moore & Black έδωσαν στον Phillips μια αναφορά που δεν ήταν καθόλου ενθουσιώδης. «Δεν με έβγαλε νοκ άουτ», είπε ο Moore, «αλλά το αγόρι έχει καλή φωνή». Ο Phillips αποφάσισε να προγραμματίσει μια ηχογράφηση με τον Elvis για τις 5 Ιουλίου.

Ο Phillips προαισθανόταν ότι κάτι ετοιμαζόταν στον κόσμο της μουσικής το 1954. Μόλις λίγους μήνες πριν, ο Bill Haley κυκλοφόρησε την εκδοχή του “Rock Around the Clock”, μια προσαρμογή του “Shake, Rattle, and Roll” του Big Joe Turner (Απρίλιος 1954), που όμως αντιμετώπιζε ακόμα το rock ‘n’ roll ως «άλλη μια μόδα χορού». Ο Fats Domino, ο Little Richard, o Bo Diddley και ο Chuck Berry είχαν ήδη κυκλοφορήσει δίσκους. Ανάμεσα σε αναρίθμητες rhythm‘n’blues εγγραφές (με τον Howlin’ Wolf, μεταξύ άλλων), ο ίδιος ο Sam Phillips είχε ήδη ηχογραφήσει, τον Μάρτιο του 1951, το σπιντάτο "Rocket 88" των Jackie Brenston & His Kings of Rhythm (στην ουσία το σχήμα του πιανίστα Ike Turner με τραγουδιστή τον Jackie Brenston), που θεωρήθηκε -αναδρομικά- από πολλούς ως «το πρώτο rock ‘n’ roll κομμάτι στην ιστορία». Είχε επιδιώξει να κάνει κάτι παρόμοιο με τις πρώτες εγγραφές του Carl Perkins, όμως το ύφος του Perkins ήταν πολύ country γι’ αυτό που είχε στο μυαλό του ο Phillips. Ο ιδρυτής της Sun οραματιζόταν ένα νέο είδος μουσικής που θα πατάει γερά στη ραχοκοκαλιά του 12μετρου ρυθμού του rhythm‘n’blues, αλλά που συγχρόνως θα διατηρεί μια χροιά country ευαισθησίας. Ένα είδος «rhythm ‘n’ blues για λευκούς» - προκειμένου να βρει απήχηση σε ευρύτερα, μαζικά ακροατήρια, ας μην ξεχνάμε ότι τότε ακόμα, το rhythm‘n’blues λογιζόταν ως “race music”. Πάνω από όλα όμως χρειαζόταν έναν τραγουδιστή ικανό να προσωποποιεί αυτό το νέο είδος μουσικής, έναν λευκό τραγουδιστή με φωνή μαύρου.

Τα πρώτα sessions του Elvis στο στούντιο της Sun στις 5 Ιουλίου του 1954, δεν πήγαν πολύ καλά. Ο Phillips άρχισε να αναρωτιέται αν ο Elvis ήταν αυτός που έψαχνε. Οι ερμηνείες του στα "Harbor Lights" και "I Love You" ήταν σκληρές και επίπεδες. Μετά από πολλές εγγραφές και επαναλήψεις, ο Phillips ζήτησε ένα διάλειμμα. Βγήκε μαζί με τους Moore & Black στον δρόμο για ένα τσιγάρο, όμως ο Elvis παρέμεινε στο στούντιο και έπαιζε κιθάρα για πάρτη του. Όταν ο Phillips και οι συνεργάτες του ξαναμπήκαν στο στούντιο, τον άκουσαν να τραγουδά το "That's All Right" και να το παίζει στην κιθάρα δύο φορές πιο γρήγορα από το πρωτότυπο.

Το "That's All Right, Mama" (το “Mama” αφαιρέθηκε  αργότερα από τον τίτλο) ήταν τραγούδι του bluesman, κιθαρίστα και τραγουδιστή Arthur "Big Boy" Crudup (1905 – 1974). Σύνθεση του ίδιου, κόπηκε σε single τον Μάρτιο του 1949, στην εταιρεία RCA Victor. Στον "Big Boy" ανήκει και το “My Baby Left Me”, που επίσης ηχογράφησε ο Elvis για το πρώτο του album (RCA Victor, Οκτώβριος 1956).

Οι πληροφορίες για τον Crudup είναι κατά κάποιο τρόπο πρόχειρες και ανέκδοτες. ακόμη και η προσπάθεια να βρει τη φωτογραφία του, αν και όχι αδύνατη, γίνεται σχεδόν αρχαιολογικό εγχείρημα. Είναι κάπως σκοτεινό και σύμφωνο με την ιστορία των περισσότερων μουσικών του blues. Γεννήθηκε το 1904 στο Φόρεστ της Πολιτείας του Μισσισσιπή, περίπου μία ώρα οδικώς από τη γενέτειρα του Robert Johnson, στην καρδιά του Δέλτα. Μεταξύ των συγχρόνων του ήταν ο Mississippi Fred McDowell, ο Bukka White, ο Big Joe Williams και ο John Lee Hooker. Ο Crudup έζησε όπως πολλοί μαύροι στο Νότο στις αρχές του 20ου αιώνα, εργαζόμενος σε διάφορα επαγγέλματα της υπαίθρου για να επιβιώσει. Έμαθε να παίζει κιθάρα γύρω στο 1936 ή το 1937.

Επιστρέφοντας στα sessions του “That’s Allright (Mama), από το booth, o Phillips άκουγε πολύ προσεκτικά αυτήν την απίθανη απόδοση ενός rhythm‘n’blues που του ήταν γνώριμο και συνειδητοποίησε ότι είχε βρει τον ήχο που έψαχνε. Στη συνέχεια, είπε στον Elvis να το επαναλάβει, αυτή τη φορά με τη συνοδεία του Scotty Moore στην κιθάρα και του Bill Black στο μπάσο, με τον σκακάτο ρυθμό του. Έκαναν πολλές εγγραφές στο ίδιο κομμάτι, όμως η πρώτη παρέμενε η καλύτερη.

Αφηγείται ο Scotty Moore: «Ήμασταν εκεί δύο με τρεις ώρες, είχε αρχίσει να αργεί και ήμασταν κουρασμένοι, και σταματήσαμε και ήπιαμε ένα φλιτζάνι καφέ ή κόκα κόλα ή κάτι τέτοιο… και ο Elvis κατεβάζει την κόκα κόλα του, παίρνει την κιθάρα του και μόλις ξεκινάει χτυπάει αυτό το ρυθμό και αρχίζει να τραγουδάει το "That's All Right (Mama)". Ήταν προφανές για μένα ότι έβγαζε ατμό… Λοιπόν, ο Bill πήρε το μπάσο του και άρχισε να το χαστουκίζει, να παίζει μαζί του, και η κιθάρα μου ήταν ακουμπισμένη στον ενισχυτή και τη σήκωσα, και ξεκίνησα να παίζω προσπαθώντας να πιάσω τις νότες τους… Ο Sam ξεπροβάλλει από τη γωνία και λέει "Τι παίζετε παιδιά;" Και είπαμε "Ω, απλώς το διασκεδάζουμε". Και είπε, "λοιπόν υπομονή, αυτό ακούγεται πολύ καλό...άνοιξτε ξανά τα μικρόφωνα και άσε με να το ακούσω λίγο ακόμα"»

Ο Phillips δημιούργησε από τις μήτρες αντίγραφα ασφαλείας (acetates) και έσπευσε να παραδώσει ένα στα χέρια του Dewey Phillips (συνωνυμία), πολύ δημοφιλή disc jockey του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού WHBQ. Παρουσίαζε την εκπομπή “Red, Hot & Blue”, που υποστήριζε το rhythm‘n’blues – κάτι ασυνήθιστο, επαναστατικό θα μπορούσα να πω, αν αναλογιστεί κανείς τις θεσμοθετημένες φυλετικές διακρίσεις στην κοινωνία του Μέμφις. Ο τελευταίος έπαιξε για πρώτη φορά το κομμάτι στον αέρα στη βραδινή του εκπομπή, στις 7 Ιουλίου. Σπάσανε τα τηλέφωνα! Η ανταπόκριση των ακροατών ήταν χειμαρρώδης! Του ζητούσαν να το παίξει ξανά και ξανά, και ο disc jockey το επανέλαβε 14 φορές συνεχόμενα.  

O Dewey Phillips κάλεσε την επόμενη τον Elvis στο στούντιο για συνέντευξη. Χωρίς να γνωρίζει ότι το μικρόφωνο ήταν ανοικτό, απαντούσε αυθόρμητα στις ερωτήσεις του παρουσιαστή, συμπεριλαμβανομένης μιας σχετικά με το λύκειο που φοίτησε: ήταν ένα σχολείο αποκλειστικά για λευκούς. Όμως ο Elvis προσέθεσε ότι μεγάλωσε ακούγοντας gospel χάρη στη θρησκευόμενη μητέρα του και ότι πάντα τον συνέπαιρνε το rhythm‘n’blues των μαύρων.  

Δύο εβδομάδες αργότερα, το "That's All Right (Mama)" κυκλοφόρησε από τη Sun σε single, με b’ side μια country/rhythm ‘n’ blues διασκευή στο "Blue Moon of Kentucky", το κλασικό bluegrass «βαλσάκι» του Bill Monroe (1945).

Το single πούλησε αμέσως τοπικά γύρω στα 20.000 αντίτυπα. Δεν ήταν μικρός αριθμός για κυκλοφορία ενός άσημου τραγουδιστή σε μια μικρή δισκογραφική εταιρεία, ούτε όμως αρκετά για να ανέβη στα εθνικά chart των ΗΠΑ.

Ήταν όμως η αρχή του θρύλου. Η πρώτη δυνατή κλωτσιά ανάμεσα στα πόδια της μικροαστικής ευπρέπειας της Αμερικής της δεκαετίας του ’50. Εκών άκων, ο Elvis αντιπροσώπευε μια νέα γενιά λευκών μουσικών (Carl Perns, Jerry Lee Lewis, Roy Orbison), που θα επιδείκνυαν προκλητικά τις αναφορές τους στη μαύρη μουσική και υποκουλτούρα του rhythm ‘n’ blues, για να κατακτήσου εκ νέου την Αμερική κι ύστερα ολόκληρο τον κόσμο. Όσο το οφείλουμε στη φωνή και στο λίκνισμα των γοφών εκείνου του 19χρονου τότε αγοριού από το Τούπελο του Τενεσί, άλλο τόσο το οφείλουμε στον Sam Phillips και στους συνεργάτες του.

Πηγές:

Peter Guralnick - Last Train to Memphis: The Rise of Elvis Presley (Back Bay Books, 1995)

John Floyd - Sun Records: An Oral History (Avon Books, 1998)

Peter Guralnick, Robert Gordon - It Came From Memphis (Atria Books, 2001)

Peter Guralnick, Colin Escott, Jerry Lee Lewis (πρόλογος) - The Birth of Rock 'n' Roll: The Illustrated Story of Sun Records and the 70 Recordings That Changed the World (Weldon Owen, 2002)

Peter Guralnick - Sam Phillips, The Man Who Invented Rock 'n' Roll: A Biography (Back Bay Books, 2016)

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured