Tο πάνθεον της μαύρης μουσικής κατοικείται από ψυχές που έφυγαν από τη ζωή πολύ νωρίς. O Eric Dolphy, που πέθανε σε ηλικία 36 ετών, στις 29 Ιουνίου του 1964, είναι ένα ιδιαίτερα οδυνηρό παράδειγμα. Πολύ περισσότερο επειδή φημολογείται ότι η επαρκής θεραπεία για τον διαβήτη που τον ταλαιπωρούσε, απορρίφθηκε σε τουλάχιστον μία περίπτωση∙ υποτίθεται ότι ήταν ένας ακόμη μουσικός της jazz που είχε πρόβλημα κατάχρησης ουσιών, παρά ότι έπασχε από μια κοινή ιατρική πάθηση. Όμως, όπως ομολογούν άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά και που συνδέθηκαν μαζί του με στενή φιλία, με πρώτο και καλύτερο τον συνήθως αθυρόστομο και γι’ αυτό αφοπλιστικά ειλικρινή Charles Mingus, ο Dolphy ήταν «καθαρός» στη σύντομη ζωή του.
Ριζοσπάστης αυτοσχεδιαστής
Τα σημαντικά επιτεύγματα του Eric Dolphy κατά τη διάρκεια της ζωής του παρέχουν κάτι σαν αντίβαρο σε αυτή την τραγωδία. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Los Angeles, έγινε ζωτικό μέλος της σκηνής της Δυτικής Ακτής της δεκαετίας του '50, παίζοντας με πρωτοκλασάτους band leaders ηγέτες όπως ο Geralad Wilson και ο Chico Hamilton. Έδειξε εξαρχής την έφεσή του στην πρωτοτυπία και τον μουσικό ριζοσπαστισμό, αφήνοντας στην άκρη τo το άλτο σαξόφωνo και εισάγοντας στον jazz αυτοσχεδιασμό το φλάουτο και το μπάσο κλαρινέτο.
Από πολλές απόψεις, ο Dolphy ήταν μια από τις βασικές γέφυρες για το πέρασμα από το bebop και το hard bop στη free jazz και στην avant-garde. Ήταν ικανός να παίζει με αναπάντεχα γρήγορες αλλαγές στις συγχορδίες.
Συνεργαζόμενος με προοδευτικούς μουσικοσυνθέτες, όπως ο σαξοφωνίστας Oliver Nelson, ο πιανίστας Mal Waldron και ο τρομπετίστας Booker Little, ο Dolphy ηχογράφησε μια σειρά από ρηξικέλευθα, δυναμικά album στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60, περίοδο κατά την οποία οι νέες ιδέες που εισήγαγε στη σύνθεση και στον αυτοσχεδιασμό έφτασαν σε πρωτόγνωρες, δημιουργικές κορυφώσεις.
Σ’ αυτήν την περίοδο, ο Dolphy ηχογράφησε το πιο συναρπαστικό αριστούργημά του, το “Out To Lunch”, ένα album στο οποίο η σχετικά αντισυμβατική ενορχήστρωση –με το βιμπράφωνο του Bobby Hutcherson να αντικαθιστά το αναμενόμενο πιάνο– και το παίξιμο των μουσικών παρήγαγε ένα είδος περίπλοκου, ζωντανού καρουζέλ ήχων που είχαν τη βαρύτητα της πιο προηγμένης jazz και της ατονικής κλασικής. Το αξιομνημόνευτο εξώφυλλο ενός ρολογιού με τους δείκτες που γυρίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις, αναπαριστά την υδραργυρική, απρόβλεπτη φύση της μουσικής του, Ο Bobby Hutcherson έχει κάνει μια ενδεικτική παρατήρηση για την συμβολική σημασία του εξωφύλλου: «Αυτό το ρολόι… ήταν ο Eric».
Μερικές από τις πιο περιπετειώδεις ερμηνείες του Dolphy έγιναν με τη συντροφιά του Mingus, του John Coltrane και του Ornette Coleman. Ανιχνεύεται, ωστόσο, και μια πιο γαλήνια, τρυφερή πλευρά του μουσικού του χαρακτήρα που εκφράστηκε στις υπέροχες μπαλάντες του. Το “Warm Canto”, ως κορυφαίο παράδειγμα, παραμένει μια υπενθύμιση της ευαισθησίας και της πνευματικής ενάργειας του Dolphy.
Τα πρώτα χρόνια στο L.A
Ο Eric Allan Dolphy Jr. (20 Ιουνίου 1928 – 29 Ιουνίου 1964) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Los Angeles. Γονείς του ήταν οι Sadie και Eric Dolphy, Sr., που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ από τον Παναμά. Άρχισε μαθήματα μουσικής σε ηλικία έξι ετών, σπουδάζοντας κλαρινέτο και σαξόφωνο. Ενώ ήταν ακόμη στο γυμνάσιο, άρχισε να μελετά το όμποε, φιλοδοξώντας να κάνει μια επαγγελματική καριέρα σε συμφωνική ορχήστρα. Έλαβε μια διετή υποτροφία για να σπουδάσει στη μουσική σχολή του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια. Μέχρι το 1946, ήταν συνδιευθυντής της Χορωδίας Νέων στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία του Westminster, που διοικούσε ο αιδεσιμότατος Hampton B. Hawes, πατέρας του ομώνυμου πιανίστα της jazz. Αποφοίτησε το 1947, στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Los Angeles City College. Έμαθε να παίζει σύγχρονα κλασικά έργα όπως το “L'Histoire du soldat” του Stravinsky. Έκανε τις πρώτες του ηχογραφήσεις σε ηλικία δεκαεπτά ετών, με τον Jimmy Knepper και τον Art Farmer. Έπαιζε περιστασιακά βαρύτονο σαξόφωνο , καθώς και άλτο σαξόφωνο , φλάουτο και σοπράνο κλαρίνέτο.
Ο Dolphy κατατάχθηκε στον στρατό των ΗΠΑ το 1950 και υπηρέτησε στο Fort Lewis κοντά στην Washinhton. Στη διάρκεια της θητείας παρακολούθησε μαθήματα σύνθεσης και αρμονίας στη Μουσική Σχολή Ναυτικού. Μετά την απόλυσή του το 1953, επέστρεψε στο Los Angeles, όπου δούλεψε με πολλούς μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων των Buddy Collette, Eddie Beal και Gerald Wilson.
To 1958, o Dolphy προσκλήθηκε να συμμετάσχει στο αρκετά δημοφιλές κουιντέτο του ντράμερ Chico Hamilton το 1958. Με το σχήμα αυτό έγινε γνωστός σε ένα ευρύτερο κοινό και μπόρεσε να περιοδεύσει εκτενώς το 1958–59, όταν άφησε το συγκρότημα του Hamilton και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη.
Mingus & ‘Trane
Ο Charles Mingus γνώριζε τον Dolphy από τα πρώτα μετεφηβικά του χρόνια στο Los Angeles. Λίγο μετά την άφιξή του στη Νέα Υόρκη, τον προσκάλεσε να συμμετάσχει στο περίφημο Jazz Workshop που είχε ιδρύσει ο ανυπέρβλητος κοντραμπασίστας. Ο Dolphy έχει δηλώσει: «Ο Mingus ήταν ένας ολοκληρωμένος μουσικός. Ήταν ένας ιδανικός ηγέτης για ένα πολυμελές σχήμα. Θα μπορούσε να το έχει μετατρέψει σε ορχήστρα κλασικής μουσικής με διευθυντή τον ίδιο. Και, φυσικά, ήταν μοναδικός όταν έκανε σόλο [...] Αν και ήταν αυτοδίδακτος, πέρα από το όρθιο μπάσο, ήξερε να παίζει με αξιοσημείωτη τεχνική ένα σωρό όργανα».
Περιοδεύοντας στην Ευρώπη με τον Mingus το 1961, ο Dolphy συνέχισε να παίζει ως σόλο καλλιτέχνης και να κάνει ηχογραφήσεις στη Σκανδιναβία και το Βερολίνο .
Στις αρχές του 1964, επέστρεψε στο σχήμα του Mingus, που περιλάμβανε εκείνη την περίοδο τους Jaki Byard, Johnny Coles και Clifford Jordan. Αυτό το σεξτέτο εμφανιζόταν σταθερά στο φημισμένο Five Spot της Νέας Υόρκης.
Ο Dolphy και ο John Coltrane γνωρίστηκαν στο L.A το 1954, όταν ο τελευταίος περιόδευε με το σχήμα του Johnny Hodges, παλιού σαξοφωνίστα του Duke Ellington (και προτύπου για τον ‘Trane). Συχνά αντάλλασσαν ιδέες. Αφού τζάμαρε αρκετές φορές με το νέο κουαρτέτο που είχε στα σκαριά ο Coltrane στις αρχές του ’60, ο Dolphy κλήθηκε να γίνει πλήρες μέλος του στις αρχές του 1961. Ο Coltrane είχε κερδίσει το κοινό και την κριτική με το παίξιμό του στο κουιντέτο του Miles Davis, αλλά αποξένωσε ορισμένους κορυφαίους κριτικούς της jazz όταν άρχισε να ριζοσπαστικοποιεί τη μουσική του και να απομακρύνεται από το hard bop. Το κουιντέτα του Coltrane (με την προσθήκη του Dolphy) έκανε πολύ τολμηρές και πρωτοποριακές για την εποχή του ηχογραφήσεις, όπως τα album “Live at the Village Vanguard” και “Africa/Brass”, που μπορεί σήμερα να θεωρούνται αριστουργήματα, όμως στην εποχή τους προκάλεσαν το περιοδικό DownBeat να χαρακτηρίσει τη μουσική των Coltrane και Dolphy ως «αντι-τζαζ». Ο Coltrane είπε αργότερα: «Έκαναν να φαίνεται ότι δεν ξέραμε καν τα στοιχειώδη για τη μουσική [...] με ενόχλησε που έβλεπα τον Dolphy να πληγώνεται από αυτές τις κριτικές».
Dolphy & Booker Little
Ο τρομπετίστας Booker Little και ο Dolphy είχαν μια βραχύβια μουσική συνεργασία. Εγκαινιάστηκε με το album “Out Front”, στην εταιρεία Candid. Εδώ ο Dolphy παίζει κυρίως άλτο σαξόφωνο, αν και έπαιξε μπάσο κλαρινέτο και φλάουτο σε ορισμένα κομμάτια.
Ο Dolphy και ο Little συνοδήγησαν επίσης ένα κουιντέτο στο Five Spot το 1961. Τη rhythm section αποτελούσαν οι Richard Davis, Mal Waldron και Ed Blackwell. Αυτό το σχήμα ηχογράφησε το live “At the Five Spot”. Επιπλέον, τόσο ο Dolphy όσο και ο Little, υποστήριξαν την Abbey Lincoln στο album της “Straight Ahead” και συμμετείχαν στο “Percussion Bitter Sweet” του συντρόφου της, του μεγάλου ντράμερ του bebop, Max Roach . Όμως ο Little πέθανε πρόωρα, σε ηλικία 23 ετών, τον Οκτώβριο του 1961.
Band leader
Η σόλο δισκογραφική καριέρα του Dolphy ξεκίνησε στην εταιρεία Prestige. Η σχέση του με την εταιρεία περιλαμβάνει 13 album που ηχογραφήθηκαν από τον Απρίλιο του 1960 έως τον Σεπτέμβριο του 1961. Δύο από αυτά ήταν το “Outward Bound” και το “Out There”.
Τον Ιούλιο του 1963, ο παραγωγός Alan Douglas κανόνισε ηχογραφήσεις για τις οποίες οι sidemen του Dolphy ήταν οι πλέον ανερχόμενοι μουσικοί της εποχής, και τα αποτελέσματα παρήγαγαν τα άλμπουμ “Iron Man” και “Conversations”, καθώς και το άλμπουμ “Muses”, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία στα τέλη του 2013.
Το 1964, ο Dolphy υπέγραψε με την Blue Note Records και ηχογράφησε το “Out to Lunch!” με τους Freddie Hubbard, Bobby Hutcherson, Richard Davis και Tony Williams . Αυτό το album παρουσιάζει σε πλήρη ανάπτυξη το εκλεπτυσμένο avant-garde, συνθετικό ύφος του Dolphy. Θεωρείται το magnum opus του.
Μοντέρνα κλασική
Η κλασική μουσική του εικοστού αιώνα, κυρίως η πρωτοποριακή ατονική, ήταν επίσης μέρος της μουσικής παιδείας του Dolphy. Ήταν πολύ εξοικειωμένος με τη μουσική συνθετών όπως ο Anton Webern και ο Alban Berg, είχε μια μεγάλη συλλογή δίσκων που περιελάμβανε μουσική από αυτούς τους συνθέτες, καθώς και από τους Debussy, Ravel, Stravinsky και Bartók. Επισκέφτηκε τον Edgard Varèse (αγαπημένο και του Frank Zappa) στο σπίτι του, και ερμήνευσε σε σόλο φλάουτο το έργο “Density 21,5” του συνθέτη στο Μουσικό Φεστιβάλ Ojai το 1962. Ο Dolphy συνεργάστηκε επίσης με τον μουσικοσυνθέτη Gunther Schuller, θεωρητικού εισηγητή του «Τρίτου Ρεύματος» στην jazz (πολύ περιληπτικά, της προσπάθειας συνδυασμού του jazz με την ευρωπαϊκή μουσική παράδοση μουσικής δωματίου∙ κύριοι εκφραστές του ήταν οι αδελφοί Lewis του Modern Jazz Quartet).
Ο Dolphy στην Ευρώπη
O Dolphy ταξίδευσε στην Ευρώπη με το σεξτέτο του Charles Mingus στις αρχές του 1964. Πριν από μια συναυλία στο Όσλο, ενημέρωσε τον Mingus ότι σχεδίαζε να παραμείνει στην Ευρώπη μετά την περιοδεία τους. Εν μέρει επειδή είχε απογοητευτεί από τη ρατσιστική αντιμετώπιση που βίωνε στις ΗΠΑ, καθώς και από την απροθυμία των κριτικών να αποδεχθούν μουσικούς που δοκίμαζαν κάτι νέο. Ο Dolphy σκόπευε να εγκατασταθεί στην Ευρώπη με την αρραβωνιαστικιά του Joyce Mordecai, η οποία δούλευε στη σκηνή του μπαλέτου στο Παρίσι. Αφού άφησε τον Mingus, έπαιξε και ηχογράφησε με διάφορα ευρωπαϊκά συγκροτήματα και Αμερικανούς μουσικούς που ζούσαν στο Παρίσι, όπως ο Donald Byrd και ο Nathan Davis. Ο Dolphy σχεδίαζε επίσης να ενταχθεί στην ομάδα του ανεπανάληπτου σαξοφωνίστα του κινήματος του Black Power, Albert Ayler.
Θάνατος στο Βερολίνο
Στις 27 Ιουνίου 1964, ο Dolphy ταξίδεψε στο Βερολίνο για να παίξει με ένα τρίο με επικεφαλής τον Karl Berger στα εγκαίνια του jazz club The Tangent. Ήταν προφανώς σοβαρά άρρωστος όταν έφτασε, και κατά τη διάρκεια της πρώτης συναυλίας μετά βίας μπορούσε να παίξει. Νοσηλεύθηκε εκείνο το βράδυ, αλλά η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Στις 29 Ιουνίου, ο Dolphy έπεσε σε διαβητικό κώμα, που προκάλεσε τον θάνατό του. Αν και ορισμένες λεπτομέρειες του θανάτου του εξακολουθούν να αμφισβητούνται, είναι σε μεγάλο βαθμό αποδεκτό ότι προκλήθηκε από αδιάγνωστο διαβήτη. Οι σημειώσεις στο πλαίσιο του box-set “The Complete Prestige Recordings” αναφέρουν ότι ο Dolphy «κατέρρευσε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στο Βερολίνο και όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, διαγνώστηκε ότι βρισκόταν σε διαβητικό κώμα. Αφού του χορηγήθηκε μια δόση ινσουλίνης, υπέστη σοκ ινσουλίνης και πέθανε".
Ένα μεταγενέστερο ντοκιμαντέρ αμφισβητεί την παραπάνω εκδοχή, υποστηρίζοντας ότι ο Dolphy κατέρρευσε στη σκηνή και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, οι θεράποντες γιατροί του νοσοκομείου δεν γνώριζαν ότι ο Dolphy ήταν διαβητικός και ότι δεν κάπνιζε τσιγάρα ή έπαιρνε ναρκωτικά, αποφασίζοντας, με βάση ένα στερεότυπο των μουσικών της jazz, ότι είχε κάνει χρήση υπερβολικής δόσης.
Ο μουσικός Ted Curson, που συνόδευε τον Dolphy διηγείται: «Αυτό πραγματικά με διέλυσε. Όταν ο Eric αρρώστησε εκείνο το βράδυ [στο Βερολίνο] και ήταν μαύρος και μουσικός της jazz, νόμιζαν ότι ήταν τοξικομανής. Ο Eric δεν έκανε χρήση ναρκωτικών, ήταν διαβητικός — το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να κάνουν μια εξέταση αίματος και θα το είχαν ανακαλύψει. Πέθανε για to τίποτα…».
Ο Charles Mingus είπε στον επικήδειό του: «Συνήθως, όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, θυμάσαι —ή λες ότι θυμάσαι— μόνο τα καλά πράγματα γι' αυτόν. Με τον Eric, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσες να θυμηθείς. Ήταν ένας από τους λίγους από το σινάφι μας που δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν».
Ο Dolphy ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Angelus-Rosedale στο Los Angeles. Η ταφόπλακά του φέρει την επιγραφή «Ζει στη μουσική του». Το ερώτημα «τι άλλο θα μπορούσε να προσφέρει ο Eric Dolphy» παραμένει ένα από τα μεγάλα αναπάντητα what if? της μουσικής ιστορίας.
Επιλογή δισκογραφίας
Ακολουθούν δέκα επιλεγμένα album από τη σόλο δισκογραφία του Eric Dolphy. Εξαιρέθηκαν οι συνεργασίες του με τους Mingus και Coltrane, καθώς και οι διάφορες συμμετοχές του (όπως για παράδειγμα στο “Free Jazz” του Ornette Coleman):
1. Out To Lunch! (Blue Note, 1964)
Το magnum opus του Dolphy, και μια από τις σπουδαίες ηχογραφήσεις της Blue Note. Οι συνθέσεις του Dolphy, αποτελούν απόδειξη των δυνατοτήτων του ως συνθέτη. Ως αυτοσχεδιαστής, συνεισφέρει ίσως το καλύτερο σόλο φλάουτου στο “Gazzeloni”. Παρέα με τους Freddie Hubbard, Bobby Hutcherson, Richard Davis και Tony Williams, δημιούργησαν ένα κλασικό album της ιστορίας της jazz.
2. Eric Dolphy at the Five Spot (Prestige, 1961)
Live ραντεβού στο Five Spot της Νέας Υόρκης, με μια ομάδα μουσικών που περιλάμβανε τους Booker Little, Mal Waldron, Richard Davis και Ed Blackwell. Το έντονο άλτο σόλο του στο “Fire Waltz” έχει μείνει θρυλικό και για πολλούς, ένα από τα το πιο αξιομνημόνευτα που έκανε ποτέ. Αποκλίνει από τη γραμμική λογική και τις τεχνικές παραλλαγής που χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι μεταπολεμικοί μουσικοί της jazz. Ο τέλειος σύντροφος για τον τρομπετίστα Little, ο οποίος όπως ο Dolphy, θα έφευγε πολύ νωρίς.
3. Outward Bound (Prestige,1960)
Το ντεμπούτο του Dolphy με το δικό του όνομα ηχογραφήθηκε μόλις μήνες μετά την εγκατάσταση στη Νέα Υόρκη από τη Δυτική Ακτή. Εκείνη την εποχή είχε ένα κάθε άλλο παρά εντυπωσιακό βιογραφικό, ωστόσο παρουσιάζει ένα πλήρως διαμορφωμένο στυλ – πλούσιο σε αρμονικές και ρυθμικές λεπτομέρειες, με άλματα ασυνήθιστα αλλά με μια βάση με αρμονική λογική.
4. Far Cry (Prestige, 1961)
Η κυριότερη συνεισφορά του Dolphy στο στυλ που ονομάστηκε "New Thing" στους κύκλους της jazz. Το σόλο του στο “Tenderly”, για παράδειγμα, είναι ένα μικρό αριστούργημα, που ανατέμνει τους αυτοσχεδιασμούς του Charlie Parker και παραβλέπει σχεδόν κάθε κανόνα τεχνικής και δομικής προσέγγισης στον ήχο. Από κοντά ακολουθεί και η εκτέλεση στο “For Alto” του Anthony Braxton.
5. Blues and the Abstract Truth (with Oliver Nelson, Impulse! 1961)
Ηχογραφήθηκε σε ενορχηστρώσεις του ευφυούς Oliver Nelson και με ένα καστ κορυφαίων μουσικών, όπως ο τρομπετίστας Freddie Hubbard, ο πιανίστας Bill Evans, ο μπασίστας Paul Chambers και ο ντράμερ Roy Haynes. Δουλεύοντας τις σεκάνς συγχορδιών του 12μετρου μπλουζ "I Got Rhythm", το album αναδεικνύει την κλάση του Dolphy ως αυτοσχεδιαστή στο φλάουτο στο "Stolen Moments" και στο άλτο σαξόφωνο στο "Hoe-Down", το "Tennie's Blues" και το “Yearnin”.
6. Eric Dolphy: Conversations (FM, 1963)
Το “Conversations” προέκυψε ύστερα από δύο sessions του 1963, που απέδωσαν επίσης κομμάτια για το άλμπουμ “Iron Man” αργότερα το ίδιο έτος. Η πειραματική φύση της μουσικής του Dolphy εξωτερικεύεται σε τέσσερις περιπετειώδεις post-bop συνθέσεις. Συμμετέχουν ο 18χρονος τότε Woody Shaw στην τρομπέτα, ενώ ο Dolphy στο φλάουτο συνομιλεί με τους Clifford Jordan και Sonny Simmons σε σοπράνο και άλτο σαξόφωνο, αντίστοιχα, σε κομμάτια όπως το "Music Matador" και το "Jitterbug Waltz".
7. Iron Man (Douglas International, 1968)
Η μουσική στο “Iron Man” ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια δύο sessions που οργάνωσε ο παραγωγός Alan Douglas: την 1ης Ιουλίου του 1963 με τον Dolphy και τον μπασίστα Richard Davis , και στις 3 Ιουλίου με δώδεκα μουσικούς. Παρήγαγαν τέσσερις εγγραφές-διαμάντια, όπως τα "Come Sunday" και "Ode to Charlie Parker" και "Love Me”.
8. Eric Dolphy in Europe, Volumes 1, 2, 3 ( Prestige Records, 1964-65)
Τα ζωντανά αυτά album ηχογραφήθηκαν στις 6 και 8 Σεπτεμβρίου 1961 στην Κοπεγχάγη. Στις ηχογραφήσεις, ο Dolphy συνοδεύεται από τρεις Δανούς μουσικούς: τον πιανίστα Bent Axen, τον μπασίστα Erik Moseholm και τον ντράμερ Jorn Elniff. Ο μπασίστας Chuck Israels, ο οποίος ήταν στην Κοπεγχάγη με την ομάδα μπαλέτου Jerome Robbins, εμφανίζεται επίσης σε ένα κομμάτι ("Hi-Fly", ένα ντουέτο φλάουτου και μπάσου).
9. Stockholm Sessions (Enja Records/Allegro, 2005)
Ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο του 1961 σε ραδιοφωνικό σταθμό στη Στοκχόλμη της Σουηδίας, ηχογραφήθηκε κατά τη δεύτερη επίσκεψη του Dolphy στην Ευρώπη. Αρχικά κυκλοφόρησε από την Inner City Records το 1981. Τρία από τα κομμάτια ("Les", "Serene" και "Don't Blame Me") περιλαμβάνουν τον Dolphy στο άλτο σαξόφωνο, μπάσο κλαρινέτο και φλάουτο, Knud Jorgensen στο πιάνο, Jimmy Woode στο μπάσο και Sture Kallin στα ντραμς. Τα υπόλοιπα κομμάτια ("Miss Ann", "God Bless the Child", "Left Alone" και "G.W."), ηχογραφήθηκαν στις 19 Νοεμβρίου για μια τηλεοπτική εκπομπή.
10. Last Date (Limelight Records, 2004)
Έκδοση σε βινύλιο και cd, που συνοδεύεται από DVD. To live υλικό προέρχεται κυρίως από τον ομώνυμο δίσκο που είχε εκδώσει η Fontana το 1965. Το τελευταίο live της ζωής του Dolphy, που έλαβε χώρα στο Άμστερνταμ, λίγο πριν από το μοιραίο ταξίδι του στο Βερολίνο. Τον συνοδεύουν ο Richard Davis, ο Ted Curson, ο Nathan Davis. Στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ των Ολλανδών κινηματογραφιστών Misha Mengelberg και Han Bennink, όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον αδικοχαμένο φλαουτίστα και θρηνούν για τον θάνατό του, ένα πλήγμα για όσους τον γνώρισαν και επηρεάστηκαν από τη μουσική του. Το σπάνιο αρχειακό υλικό του Dolphy είναι καθηλωτικό. Όποιος εκτιμά τη μουσική των Dolphy θα αποκτήσει άλλη οπτική γωνία βλέποντάς τη σε κίνηση. Ο Eric Dolphy αντιπροσωπεύει τόσο τους θριάμβους της jazz όσο και τις τραγωδίες της. Το να σκεφτεί κανείς τι θα μπορούσε να παίξει και με ποιον θα μπορούσε να το παίξει αν δεν πέθαινε στα 36 του χρόνια, κάνει το “Last Date ακόμα πιο blue.