Δε θα υπεκφύγουμε με τη χρήση πρώτου πληθυντικού. Τούτη η επιστροφή, 20 χρόνια πίσω μεν μα με την εκ νέου ακρόαση δε, με γυρίζει ταυτόχρονα στο τυπικό της ενηλικίωσης, οπότε με ένα διαρκές καρφωμένο ηλίθιο χαμόγελο, ακολουθεί ένα παιχνίδι μνήμης με μεγεθύνσεις και παραποιήσεις, αφέλεια και πείσμα, με την παραδοχή πως «η νοσταλγία με έχει ήδη σκοτώσει».
Εφόσον σας ομολογώ μια σχετική αναπηρία εξιστόρησης των εξατμισμένων πεπραγμένων, θα βαστηχτώ από ξένα λόγια, ετερόφωτος ως συνήθως. «Προτού καν εντοπίσει κάτι, η ανάμνηση ανήκει στο εγώ μου. Εγώ είμαι που θυμάμαι, εγώ έχω την ανάγκη της ανάκλησης, όπερ σημαίνει ότι η ανάμνηση μου αποκαλύπτει την μνημονική ενδοχώρα μου. Το εγώ επιστρέφει στο παρελθόν του, το εγώ συναντά τον παλιό εαυτό του, είναι το ίδιο κατ’ουσίαν που αναζητεί το κατά συμβεβηκός. “Η ουσία της μνήμης” όπως γράφει ο Γκυσντρόρφ, "δεν έγκειται στις εικόνες, αλλά στις επιμέρους ανακλήσεις που διαιωνίζει. Το ιδιάζον της βιωμένης μνήμης δεν αφορά την διατήρηση της επακριβούς πραγματικότητας κάποιου πράγματος που διάβηκε, αλλά επιβεβαιώνει μέσα μας την αίσθηση αυτού που είμαστε. Πέρα από τις αναμνήσεις και τις ανακλήσεις, ενυπάρχει μια μνήμη πιο μύχια και πιο αυθεντική, αυτή που καταφάσκει το είναι μας, ότι κατέχουμε τον εαυτό μας". Πρόκειται για ιδρυτικό χρονικό δεσμό με ανεκτίμητη αξία» (Κ. Παπαγιώργης – Περί Μνήμης. 2008, Καστανιώτης).
Σας εξηγήθηκα σαφώς, όσο κι αν πιστεύω πως έχω πια απαρνηθεί τις κιθάρες, όσο κι αν οι Orange Juice κι οι Talking Heads, οι Fall κι οι Gang Of Four, δύσκολα πια βγαίνουν από τη θέση τους εκ της δισκοθήκης για να πάρουν μια θέση στο πλατό (η πιθανότατα διαχρονική εξαίρεση παραμένει η υπόθεση Pixies, που δεν παραλείπεται νοητά στα γραφόμενα του δίσκου που επετειακά ακολουθεί). Πόσο μάλλον εκείνα τα LPs και CDs που μαρτυρούσαν κι όριζαν τις όποιες αναβιώσεις και επαληθεύσεις, μέσω των Strokes και BRMC δρόμων στα τελευταία τελικά χρόνια όπου το κύκλωμα και η αλυσίδα αυτού που λέμε «μουσική βιομηχανία» δούλευε με τον παραδοσιακό τρόπο. Λίγο αργότερα από τους παραπάνω λοιπόν, και συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του 2004, κυκλοφόρησε το ντεμπούτο LP των εκ Γλασκώβης ορμώμενων, Franz Ferdinand, με τη Domino στα της εγγυήσεως*.
Παραδεχτείτε το, εσείς οι μεγαλύτεροι. Όλες οι μεγαλοστομίες εκείνων των χρόνων υπήρξαν απόλυτες αλήθειες για έναν 18χρονο, εκείνα τα 39 λεπτά αποτέλεσαν την ιδανικά αυθόρμητη και χαρισματική βόμβα της παρέας του Kapranos, και σε κάθε σκόρπια ακρόαση μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, έστω και κάποιου ψήγματος από τα ηχογραφημένα ριφ, η νεανικότητα θα ανασταίνεται εντός, πριν προλάβεις να σιγοντάρεις “It’s always better on holiday/ So much better on holiday/ That’s why we only work when we need the money” στο εναρκτήριο “Jacqueline”.
Οι διάσπαρτες indie μάχες των οπαδών των Interpol, White Stripes, Editors, Franz Ferdinand, Coldplay, Rapture, Strokes, Travis κλπ, παρήλθαν ανεπιστρεπτί αναφορικά με τη δύναμη και την αξία κάθε στρατοπέδου, και εν τέλει στην ιστορία καταγράφηκαν τα εξής. Οι CD κωδικοί WIGCD136 και DNO27CD, καθώς και το βινύλιο WIGLP136, πούλησαν γύρω στα 3,5 εκατομμύρια αντίτυπα ανά τον κόσμο, ο δίσκος πήρε το Mercury, χορεύτηκε από την αρχή μέχρι το τέλος, κι η κλισέ «ποζεριά» του είχε προκύψει χάρη στην αληθινή χημεία των "Ich heiße Super Fantastisch!" Alex Kapranos (lead vocals, lead guitar), Nick McCarthy (rhythm guitar, keyboards, vocals), Bob Hardy (bass guitar, backing vocals) και Paul Thomson (drums, percussion, backing vocals).
Την ώρα που ο τελευταίος έχει πια παραδώσει τις μπαγκέτες του, τα κόκκινα σώβρακα με το logo των Franz Ferdinand έχουν με τα χρόνια λιώσει, τα NME έχουν βρεθεί σε κούτες προς ανακύκλωση κι ο περιλάλητος ιδρώτας του Ρόδον έχει πια στεγνώσει κάτω από το σουπερμάρκετ. Εκείνο το live ήταν και θα παραμείνει ένα γερό αποκούμπι φρενίτιδας για όσους συνέπεσαν στην τέλεια συγκυρία της ζωντανής εξιστόρησης ενός εκ των top 5 «δίσκων» της χρονιάς, ακόμη κι αν η ιστορία εντός σου αλλάζει, για το αν εκείνο το Σαββατόβραδο του Νοεμβρίου του 2004, θα έπρεπε να ήσουν τελικά στο ΑΝ. Άλλωστε, δύο χρόνια μετά, στο καλοκαιρινό Rockwave θα είχες φροντίσει να κλιμακώνεις το μεθύσι ήδη από τους Green On Red, μέχρι να καταλήξεις να αποδέχεσαι αναντίρρητα το φινάλε του “This fire is out of control”… Βλέπετε όμως τι κάνουν οι καταβυθίσεις στη μνήμη; Ξεφεύγεις της γραμμικότητας της αφήγησης, μπλέκεις σε παραισθησιογόνους συνειρμούς, και κουβέντα για το γκρουπ και το δίσκο, λέξη για τη Σκωτία, κιχ για τους Karelia και Yummy Fur, για το χαρισμένο μπάσο από τους Belle & Sebastian, για τον αρχιδούκα Franz Ferdinand και ότι εν πολλοίς συνθέτει το παζλ της ιστορίας του συγκροτήματος. Ξαναβάζω το CD στο δεύτερο κομμάτι. “Tell Her Tonight”. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις.
Αμφιβάλλω αν εξυπηρετεί μια τυπική ανασκόπηση, μια ύστερη αποκαλυπτική κριτική για το αν τα λόγια στο “The Dark Of The Matinee” έχουν το όποιο βάθος, την ώρα που οι Hardy και Kapranos είναι ακόμη εκεί, αλλά ο McCarthy εκτός. Έχει πια παραδοθεί στον clean-cut alternative χωροχρόνο το gay anthem “Michael”, ή καλύτερα η εφήμερη ομόφυλη έλξη σε γενναίο χορευτικό περιτύλιγμα, έχει πιστοποιηθεί πως η δυναμική του “Come On Home” περιορίζεται στο πειστικό, μα στερεοτυπικό εύρος των αφελών νεανικών παθών. Κοινώς «πρόκειται για κάτι τόσο απλό, που πλησιάζει το τίποτα, αλλά αυτό το τίποτα (με ότι συνεπάγεται) πλησιάζει το άριστα», θα έλεγε κανείς διόλου ψύχραιμος κι αποχαυνωμένος εκ προθέσεως.
“So if you’re lonely, you know I’m here waiting for you
I’m just a cross-hair, I’m just a shot away from you”
«Μπλογκίζει» και καθαγιάζει ανελέητα το παραπάνω κείμενο, οπότε παραβλέψτε την οθόνη όπου κι αν το διαβάζετε, βάλτε το “Take Me Out” στα ηχεία, συγχωρέστε το γόρδιο δεσμό της επιστροφής στη νεανική μου αφέλεια, και περιμένετε το φρενάρισμα του δεύτερου μέρους του single. Τελικά όχι, το ντεμπούτο των Franz Ferdinand δεν υπήρξε ένας από τους κοσμογονικούς 100 δίσκους που πρέπει να ακούσεις πριν πεθάνεις. Όμως, το 2004, για έναν 18χρονο, και για τους συν/πλην ηλικιακά και «ακουστικά βρετανόφιλους» ομόσταυλούς του, αποτέλεσε το σωστό μυητικό πρώτο βήμα. Ένα πανέξυπνο post punk όχημα ανασύνθεσης που ανανέωσε, με στυλ και πάθος, το νόημα στις κιθαριστικές ακροάσεις. Έστω κι αν αυτό κράτησε για ένα και κάτι ημερολογιακό έτος, άπαξ και σωριάστηκες μερόνυχτα εξαντλημένος από την απλούστατη ορμή του, η δουλειά τετελεσμένα έγινε, καταγράφηκε, βιώθηκε και, πρόσκαιρα ή μη, καθόρισε.
La la la-la, la la la-la
Oh, and 40 feet remain
*Δύο χρόνια μετά, ένα άλλο ντεμπούτο για λογαριασμό της Domino, οριοθέτησε τον τελευταίο νεανικό μου κιθαριστικό ενθουσιασμό, αλλά για αυτό θα τα πούμε στα δικά του 20χρονα, τον Ιανουάριο του 2026.