To Stories From a Rock N Roll Heart (Highway 20 Records/Thirty Tigers), 15ο επίσημο album στη δισκογραφία της Lucinda Williams, διατρανώνει το ηχηρό «Είμαι Εδώ» μιας γυναίκας που δέχθηκε απανωτά χτυπήματα τα τελευταία χρόνια. Στο ξεκίνημα της πανδημίας η Lucinda Williams ασθένησε με βαριά συμπτώματα και χρειάστηκε να νοσηλευθεί. Λίγο μετά το σπίτι της και το οικιακό της στούντιο στο Νάσβιλ καταστράφηκαν από το πέρασμα τυφώνα και χάθηκαν δεκάδες εγγραφές τραγουδιών. Τον Νοέμβριο του 2020 η 67χρονη τότε Williams υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και χρειάστηκε να νοσηλευθεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να ανακάμψει. Έμεινε προσωρινά παράλυτη, ήταν ανήμπορη να μιλήσει. Ύστερα από έξι μήνες εντατικής θεραπείας, κατόρθωσε να περπατήσει, να μιλήσει και να γράψει ξανά.
Στο στάδιο της αποκατάστασης, συνέγραψε την αυτοβιογραφία της με τον τίτλο Don't Tell Anybody the Secrets I Told You: A Memoir (Crown, Απρίλιος 2023), όπου, μεταξύ άλλων, ανατρέχει με απλή όμως ακονισμένη γλώσσα και με ρεαλιστικό ύφος, στο στυλ του John Steinbeck, στα εφηβικά της χρόνια ως μέλος μιας οκογένειας της εργατικής τάξης, στην πολιτεία της Λουιζιάνα. Η ίδια σημειώνει ότι οι blue collar καταβολές της ποτέ δεν την εγκατέλειψαν στα χρόνια που γνώρισε επιτυχία. Το ανεπιτήδευτο attitude, που αντανακλά και στις ηχογραφήσεις της, συνηγορεί ως προς αυτό. Η Lucinda Williams σημειώνει επίσης ότι, νεαρή στη Λουιζιάνα, με την τόσο πλούσια μουσική παράδοση, πρωτάκουσε country, blues και rock ‘n roll∙ τα δομικά στοιχεία της αμερικανικής λαϊκής μουσικής παράδοσης που συντιθέμενα και στα κατάλληλα χέρια, διαθέτουν την πρωτεϊκή ικανότητα να μεταλάσσονται στο διηνεκές. Από τα πρώιμα ακούσματά της, μνημονεύει ειδικά τον Robert Johnson, τον Hank Williams, που «ήταν punk χρόνια πριν από το punk» και το “Blonde On Blonde” του Bob Dylan. Γράφει:
«Το 1988, το ομώνυμό μου album κυκλοφόρησε από την Rough Trade, ανεξάρτητη εταιρεία που είχε τότε στο δυναμικό της μπάντες σαν τους Smiths, τους Woodentops και τις Raincoats. Στην Αμερική δεν είχε τύχει ακόμα να ακούσω τους Pixies και όλες αυτές τις μπάντες, όμως στην καρδιά μου γνώριζα ότι αυτό που έπαιζα ήταν rock’n’roll και punk. Ο Hank Williams ήταν στην εποχή του punk, και ανακάλυψα ότι μοιραζόμουν την ίδια αντίληψη με σύγχρονους καλλιτέχνες όπως ο Shane MacGowan των Pogues. Ο Geoff Travis (ιδρυτής της Rough Trade) έρχεται ακόμα στις συναυλίες μου και είμαστε φίλοι. Αντίθετα, η πρώτη μου εμπειρεία σε μεγάλη (πολυεθνική) εταιρεία ήταν τελείως διαφορετική. Ένας μάνταζερ με ρώτησε ποιον παραγωγό θα ήθελα για το album που ηχογραφούσα. Του απάντησα τον παραγωγό του “Blonde On Blonde” (Bob Johnston). Με ξαναρώτησε “τι είναι αυτό;” Ο τύπος δούλευε σε σημαντικό πόστο σε δισκογραφική και ούτε που είχε ξανακούσει το “Blonde On Blonde” του Dylan! Μου κατάστρεψαν τον ήχο στο πρώτο μου album σε πολυθενική (αναφέρεται στο “Sweet Old World” του 1992). Πήγα στο γραφείο του μάνταζερ στο Beverly Hills. Φορούσα τζηνς και tshirt και με έκοψε με το βλέμα του υποτιμητικά από την κορφή ως τα νύχια. Φορούσε ατσαλάκωτο κοστούμι 3.000 δολαρίων και παπούτσια Gucci. Έβαλε τον δίσκο να παίζει και είπε: “Ακούγεται τόσο ωραίο”. Απάντησα: “Είναι χάλια. Το μισώ».
Το punk ήθος της Lucinda Williams εκφράστηκε πολύ εύγλωττα στη διάρκεια συναυλίας της στο Shepherd’s Bush Empire του Λονδίνου, στις 5 Μαΐου του 2003. Η τουρνέ της είχε συμπέσει με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και την έξαρση της αντιτρομοκρατικής, εθνικιστικής, ακροδεξιάς υστερίας των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ. Ανεβαίνοντας στη σκηνή, η Lucinda φώναξε στο κοινό: «πείτε στον πρόεδρο Μπους να έρθει να μου φιλήσει τον λευκό νότιο κώλο μου».
Ύστερα από τις ατυχίες που τη βρήκαν, ενδεχομένως κάποιος θα περίμενε ένα μάλλον μελαγχολικό και εσωστρεφές, ίσως και εύθραυστο ή θλιμμένο album από την Lucinda Williams. Τουναντίον∙ τo Stories From a Rock N Roll Heart είναι στον πυρήνα του ένα σφτιχτοδεμένο rock ‘n’ roll album. Πιο σωστά, ένα album που ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στους φωνακλάδικους κομπασμούς του rock ‘n’ roll και στη μελαγχολία του blues.
Την παραγωγή συνυπογράφει ο σύζυγός της Tom Overby. Λόγω τις αδυναμίας της ίδιας, κιθάρες παίζουν ο Travis Stephens, βετεράνος σεσσιονάς της σκηνής του Νάσβιλ, και ο αξιόλογος singer-song writer Jesse Malin – τραγική ειρωνία: ο ίδιος ο Malin υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο λίγο μετά το τέλος των ηχογραφήσεων.
Συμμετέχουν πρωτοκλασάτοι καλεσμένοι: ο Bruce Springsteen και η Patti Scialfa κάνουν φωνητικά στα “Rock N Roll Heart” και “New York Comeback”, στα οποία ο πρώτος ενδεχομένως αναθυμάται δικά του τραγούδια όπως το “I’m a Rocker” ή το “Rosalita”. Αφηγείται η Lucinda:
«Ο σύζυγός μου με ρώτησε: Τι θα έλεγες αν καλούσαμε τον Bruce να τραγουδήσει σε κάποια κομμάτια; Απάντησα, ουάου, λες ότι είναι πιθανό να δεχθεί; Ο Tom έστειλλε μήνυμα στον Bruce και τον ρώτησε αν ήθελε να πάρει μέρος. Ο Bruce ήξερε ότι είμαι φαν και ότι γνωρίζω καλά τη μουσική του. Δέχθηκε αμέσως, όπως και η Patti (Scialfa). Τους στείλαμε απλώς τα τραγούδια χωρίς να τους κάνουμε υποδείξεις. Τους άρεσαν και με βάση αυτά αυτοσχεδίασαν στο στούντιο. Εξακολουθώ να ενθουσιάζομαι όταν ακούω τη φωνή του σ’ αυτά τα τραγούδια. Είμαι φανατική οπαδός του! Είναι τόσο σπουδαίος μουσικός και τόσο γλυκός άνθρωπος».
Στο βαρύθυμο country-rock “This Is Not My Town” τη Lucinda σιγοντάρει στα φωνητικά η Margo Price, η οποία κάνει επίσης β’ φωνητικά, μαζί με τους Jeremy Ivey, Siobhan Maher Kennedy, Buddy Miller και Sophie Gault, στο γλεντζέδικο 60s rhythm‘n’blues “Let’s Get the Band Back Together” – που εκμπέμπει ανυψωτική, καθαρτική ενέργεια, ξέδωμα-αντίδοτο για τις ημέρες του αποκλεισμού.
Η Angel Olsen συνεισφέρει τη φωνή της στο φασαριόζικο “Where the Song Will Find Me”, δεύτερο single από τον δίσκο∙ ας σημειωθεί ότι την εποχή που νοσηλευόταν η Lucinda, η Angel Olsen διασκεύασε σε ένδειξη συμπαράστασης το δικό της “Greenville”, από το album Car Wheels on a Gravel Road του 1998.
Το “Bus to Baton Rouge” είναι το αγαπημένο κομμάτι της ίδιας της Lucinda Williams από το δίσκο, πιθανότατα λόγω της εκονοποιίας του, που ζωντανεύει την ατμόσφαιρα και την τοπογραφία της ιδιαίτερης πατρίδας της, της Λουζιάνα, που διαρρέει ο Μεγάλος Ύπουλος, ο Μισσισσιπής. Ράθυμο rhythm‘n’blues στο στυλ της Νέας Ορλεάνης, μουσική για να παρητηρείς τα ποταμόπλοια να σαλπάρουν, με ένα ποτήρι Ol’ Fashioned ή Sugarfield Straight Bourbon Whiskey στο χέρι, διαβάζοντας τις Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν.
Η ίδια πάντως δηλώνει ότι προτιμά από τον Μαρκ Τουέην μια άλλη σπουδαία Αμερικανίδα συγγραφέα: την Φλάνερι Ο'Κόνορ, η οποία οριοθέτησε, μετά από τον Ναθάνιελ Χόθορν και τον Ουίλιαμ Φώκνερ, τη λογοτεχνία του σκοτεινού Νότου, με έργα της όπως τα Σοφό αίμα (Wise Blood, 1952), Και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν (The Violent Bear Ιt Away, 1960).
«Η Φλάνερι Ο'Κόνορ έγραφε σκληρές ρεαλιστικές ιστορίες. Καταδίκαζε τον ρατσισμό που επικρατούσε στις Νότιες πολιτείες και προκαλούσε τα συντηρητικά ήθη με τη γλώσσα της. Με προτάσεις του στυλ “ήμουν τόσο ερεθισμένη που οι θηλές μου είχαν γίνει μεγάλες και χοντρές σαν αντίχειρες». Μοιάζει πολύ με στίχους τραγουδιών του blues ή της country. Ο Hank Williams άλλωστε έλεγε ότι η καλή country είναι τα blues του λευκού».
Δύο τραγούδια του album αναφέρονται στιχουργικά σε φίλους της μουσικούς που έχουν φύγει: το πνεύμα του Tom Petty περιπλανάται στην αφήγηση του ελεγειακού “Stolen Moments”, ενώ το “Hum’s Liquor” παραπέμπει στον Bob Stinson, κιθαρίστα των –παραγνωρισμένων στη Ελλάδα- Replacements∙ ο αδερφός του και πρών μπασίστας του γκρουπ Tommy Stinson κάνει εδώ δεύτερα φωνητικά.
Ο δίσκος κλείνει με το “Never Gonna Fade Away”, στο πνεύμα (και στον ρυθμό) του “Not Fade Away” του Buddy Holly. Είναι η καταληκτήρια δήλωση της Lucinda Williams στο φινάλε ενός album που ακούγεται έξω καρδιά, αναδεικνεύει τη συντροφικότητα και «ξορκίζει το σκοτάδι που μας περιβάλλει».
Replay: τα 14 + ένα προηγούμενα album της Lucinda Williams:
- Ramblin’ On My Mind (Smithsonian/Folkways, 1979)
Το πρώτο album της Lucinda Williams αποτέλεσε παραγωγή του Ινστιτούτου Smithsonian στο πλαίσιο του προγράμματος «Αναζήτησης της Αμερικανικής Λαϊκής Μουσικής». Συνοδεύόταν από την ετικέτα «μια πραγματική κοπέλα από τη Λουζιάνα τραγουδάει τα blues». Σε ηλικία 25 χρονών, η Lucinda εδώ διασκευάζει πιστά και με υπέρμετρο σεβασμό τραγούδια όπως τα "Ramblin' on My Mind" και "Stop Breakin' Down" (Robert Johnson), "Drop Down Daddy" (Sleepy John Estes), "Jambalaya (On the Bayou)" (Hank Williams), "Satisfied Mind" (Joe Hayes, Jack Rhodes), "Me and My Chauffeur" (Clifton Chenier, Memphis Minnie), το παραδοσιακό "Motherless Children" κλπ. Τη φωνή της από τότε χαρακτηρίζει αυτή η βραχνάδα της εμπειρίας.
- Happy Woman Blues (Smithsonian/Folkways, 1980)
Ηχητικά η άτυπη συνέχεια του πρώτου album, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με πρωτότυπες, δικές της συνθέσεις. Παρέα με εξαμελή μπάντα, η Lucinda δείχνει τις ικανότητές ως συνθέτρια σε τραγούδια όπως το ομώνυμο, το "Lafayette", το "King of Hearts", το "Rolling Along", το "Louisiana Man" ή το "Howlin' at Midnight" όπου ανασκευάζει το "Moanin' at Midnight" του θρυλικού Howlin’ Wolf. Ο μεγάλος μουσικοκριτικός Robert Christgau, σε κείμενό του στη Village Voice, χαρακτήρισε το album «μια τολμηρή επιστροφή στην εποχή των big mamas του blues [...] από μια δημιουργό που λέει αυτά που πιστεύει και εννοεί αυτά που λέει».
- Lucinda Williams (Rough Trade, 1988)
Χρειάστηκαν να περάσουν οκτώ χρόνια μέχρι να επέλθει το album που καθιέρωσε τη Lucinda Williams. Συνέπεσε σε μια εποχή που αναβίωνε η folk και το country rock, χάρη σε συνθέτριες όπως η Victoria Williams ή η Natalie Merchand∙ ανάμέσά τους η Lucinda ήταν πάντα η πιο ροκάδικη φωνή κι αυτή που αντλούσε από την outlaw country της Emmylou Harris και της Bobbie Gentry. Εδώ παρουσίασε δώδεκα πρωτότυπες συνθέσεις πρώτης κλάσης: από το "I Just Wanted to See You So Bad" ως το "The Night's Too Long" και το “Am I Too Blue”, και από το "Changed the Locks" ως το "Passionate Kisses", με ενδιαμένο σταθμό το ταξιδιάρικο “Big Red Sun Blues", ιδανικό soundtrack για να οδηγάς στη Mojave Desert της Νεβάδα-Καλιφόρνια ή κάπου στο Tucson της Αριζόνα. Από τις θεμελίους λίθους της «εναλλακτικής country» που θα προσλάβει λίγο μετά την ονομασία americana.
- Sweet Old World (Chameleon, 1992)
Η Lucinda Williams έχει κάθε λόγο για να διαμαρτύρεται για την πλουμιστή παραγωγή στο πρώτο της album σε πολυεθνική εταιρεία (η Chameleon ήταν τότε θυγατρική της Capitol/EMI). Από τις κιθάρες έχουν αφαιρεθεί όλες οι αιχμηρές γωνίες, ενώ η προσπάθεια να «γλυκάνουν» τη φωνή της είχε απελπιστικό αποτέλεσμα. Σώζονται στιγμές όπως το “Six Blocks Away”, η μπαλάντα αυτοκτονίας “Sweet Old World”, ή κομμάτια όπως το . “Hot Blood”, που διατηρούν την country-rock αψάδα τους.
- Car Wheels on a Gravel Road (Mercury, 1998)
Το πέμπτο album της Lucinda Williams ηχογραφήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του στην πρωτεύουσα της country, το Νάσβιλ, με τη συνοδεία ντόπιων session μουσικών – που συνήθως δεν παίζονται. Συμμετέχουν ακόμα ο Steve Earle και η Emmylou Harris. Η ψημένη από το ουίσκι φωνή της έχει αποκτήσει πια μεγάλη αυτοπεποίθηση, ώστε να μη διστάζει να αναδεικνύει (και όχι να κρύβει) τη βραχνάδα της σε κομμάτια όπως το “Right in Time”, ή το “2 Cool 2 Be Forgotten”. Το “I Lost It” από την άλλη είναι τυπικό δείγμα howlin’ blues, ενώ το και πάλι ταξιδιάρικο και μπλουζάτο ομώνυμο κομμάτι αντλεί από την ποίηση των hobos που έχουν καταπιεί χιλιάδες μίλια των αμερικανικών highways. Τo album κλείνει με τη bleary-eyed soul μπαλάντα “Jackson”, σαν μια τελευταία πρόποση στη μνήμη του Gram Parsons. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία, τιμήθηκε με το a Grammy Award for Best Contemporary Folk Album, ενώ το Rolling Stone το χαρακτήρισε «alternative country masterpiece». Γενικά masterpiece, ανεξαρτήτου είδους.
- Essence (Lost Highway, 2001)
Μετά την επιτυχία του προηγούμενου album, η Lucinda Williams έριξε κάπως τους τόνους, ίσως σκόπιμα. Το “Essence” κυλά στο μεγαλύτερο μέρος του χαμηλόφωνα και εξομολογητικά. Σε σημεία ίσως φλερτάρει και με το soft rock τύπου Sarah McLachlan, που συνηθιζόταν τότε στο μεγάλο φεστιβάλ του Lilith Fair. Τραγούδια όπως τα “I Envy the Wind” ακούγονται κάπως μονότονα εύθραυστα και είναι συναιθσηματικά υπερφορτωμένα.
- World Without Tears (Lost Highway, 2003)
Επιστροφή στον ήχο του “Car Wheels on a Gravel Road”. To “World Without Tears” συνολικά δεν το συναγωνίζεται σε ποιότητα, όμως παραμένει ένα κάτι παραπάνω από αξιόλογος συνδυασμός από country, blues και southern rock. Κομμάτια όπως τα "Fruits of My Labor", "Real Live Bleeding Fingers and Broken Guitar Strings", “Those Three Days" και "Sweet Side" ροκάρουν δυνατά, όμως την παράσταση κλέβει το "Righteously", με τον στακάτο ρθυμό του∙ εδώ η Lucinda ραπάρει στο στυλ της Lauryn Hill, ενώ επικαλείται στους στίχους τον John Coltrane. Φινάλε με μια αξιοπρεπέστατη, νυχτερινή διασκευή στο "Hang Down Your Head" των Tom Waits και Kathleen Brennan.
- West (Lost Highway, 2007)
Το “West”, εισάγεται με ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έγραψε ποτέ: το αψίθυμο country-rock "Are You Alright?", που θα έκανε υπερήφανο τόσο τον Johnny Cash όσο και τον Tony Joe White∙ το κομμάτι γνώρισε μεγάλη επιτυχία, καθώς ακούστηκε σε επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς series “True Detective”. Σε άλλα από τα κορυφαία κομμάτια του album, όπως τα “Come On", "Unsuffer Me" ή το "Learning How to Live" η Lucinda διαβαίνει στα γνώριμά της ηχοτόπια∙ ενδεχομένως επαναλαμβάνει τον εαυτό της, όμως το κάνει τόσο καλά που τελικά σε κερδίζει, τουλάχιστον τους φαν.
- Little Honey (Lost Highway, 2008)
Το “Little Honey” είναι –τηρουμένων των αναλογιών- το πιο hard-rock album της δισκογραφίας της, μαζί με “Down Where the Spirit Meets the Bone”. Η προσέγγιση αυτή σε στιγμές λειτουργεί, όπως στα “Honey Bee” και "Real Love", όχι όμως στο σύνολο του δίσκου. Το πιο ήσυχο, country rock, στο στυλ ας πούμε του “Wild Horses”, “If Wishes Were Horses” διεκδικεί μια θέση στα «κλασικά της».
- Blessed (Lost Highway, 2011)
Ατμοσφαιρικό στον ήχο, με τον ανατριαχιστικό ήχο της pedal-steel να ηλεκτρίζει, και με λιτή ενορχήστρωση, το “Blessed” είναι ένα χαμηλόφωνο κομψοτέχνημα. Στιχουργικά, κομμάτια όπως το "Soldier's Song" αναφέρονται στους αμερικανικούς πολέμους, ενώ το ομώνυμο κομμάτι, το "Buttercup” και το "I Don't Know How You're Livin'" αναφέρονται στην κατάρρευση των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, που πυροδότησε την παγκόσμια οικονομική κρίση και υπερασπίζονται τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Ίσως το καλύτερό της album από την εποχή του “Car Wheels on a Gravel Road”.
- Down Where the Spirit Meets the Bone (2014)
Ισχύει σε γενικές γραμμές ό,τι γράφτηκε λίγο πιο πάνω για το “Little Honey”. Southern hard-rock προσέγγιση στις ενορχηστρώσεις και στην παραγωγή, που δεν αποδίδει συνολικά. Εξαίρεση ίσως το ποιητικό "Compassion" και το "It's Gonna Rain" όπου παίζει κιθάρα ο Jakob Dylan. Συμμετέχουν ακόμα ο Tony Joe White, ο Ian McLagan και μέλη της μπάντας του Elvis Costello.
- The Ghosts of Highway 20 (Highway 20 Records, 2016)
Το “The Ghosts of Highway 20” είναι στον πυρήνα του ένα concept album-tribute στη «Μυθολογία του Δρόμου», από τον Jack Kerouac ως το “Highway 61 Revisited του Dylan” και από τον Woody Guthrie μέχρι ταινίες όπως το “Badlands” του Terence Malick, το “Last Picture Show” του Peter Bogdanovich και το “Paris Texas” του Wim Wenders. Κομμάτια όπως το “Dust”, το σχεδόν ψυχεδελικό νανούρισμα του “Place in My Heart”, το ομώνυμο του δίσκου –όπους κεντάει το α λα Ry Cooder slide στην κιθάρα- ή το "If There's a Heaven" αναδύουν τη σκόνη, την κάψα και τη μοναξιά των εγκαταλελημένων σταθμών των εθνικών οδών. Από τις κορυφαίες δουλειές της, η πρώτη στη δική της εταιρεία Highway 20 Records.
- This Sweet Old World (Highway 20 Records/Thirty Tigers, 2017)
Τo 2017 η Lucinda Williams αποφάσισε να ηχογραφήσει εκ νέου τα τραγούδια από το album “This Sweet Old World” του 1992 με διαφορετική μπάντα (blues-band επί της ουσίας) και πιο βρώμικη και αιχμηρή παραγωγή. Το αποτέλεσμα τη δικαίωσε απόλυτα, καθώς κομμάτια όπως το ομώνυμο, το “Drivin’ Down a Dead End Street”, το "Six Blocks Away", το "Prove My Love" ή το "Something About What Happens When We Talk" κατορθώνουν και αναδεικύουν επιτέλους τη δυναμική τους, μαζί με τη υπέροχη εκφραστική βραχνάδα της φωνής της. Κερασάκι στην τούρτα η διασκευή στο "Which Will" του Nick Drake, που δεν υπήρχε στην προηγούμενη εκδοχή του δίσκου. Αν είχε κυκλοφορήσει αυτό το “This Sweet Old World” το 1992, σήμερα θα θεωρείτο ένα από πρωτοποριακά έργα της americana.
- Charles Lloyd & The Marvels + Lucinda Williams - Vanished Gardens (Blue Note, 2018)
Φυσικά δεν πρόκειται για album της ίδιας, αλλά για συμμετοχή της στο σχήμα του μεγάλου σαξοφωνίστα της avant-garde jazz Charles Lloyd, που υπήρξε από τους πρωτεργάτες του jazz-rock στο δεύτερο μισό της δεκατίας του 1960 - καθοδηγώντας στην τότε μπάντα του μουσικούς όπως ο Keith Jarrett, ο Cecil McBee και ο Jack DeJohnette. Η Lucinda δείχνει την κλάση της ως ερμηνεύρια, σε μια σειρά από απαιτητικά κομμάτια, που επιδιώκουν να δώσουν ενορχηστρωτικά μια «jazz ανάγνωση της americana». Το album περιέχει τρεις συνθέσεις της Williams ("We've Come Too Far to Turn Around", “Dust”, “"Unsuffer Me"), ενορχηστρωμένες εκ νέου προς αυτή την κατεύθυνση. Δύο μεγαλειώδεις διασκευές κλείνουν το δίσκο: στο "Angel" του Jimi Hendrix και στο "Monk's Mood" του Thelonious Monk.
- Good Souls, Better Angels (Highway 20 Records/Thirty Tigers, 2020)
Τo 14o αισίως album της Lucinda Williams. Εκ πρώτης, τίποτα καινούριο: μια πρέζα country, μια πρέζα blues, μια πρέζα rock ‘n’roll, παλιομοδίτικη συνταγή σε τσακισμένες σελίδες, χιλιοχρησιμοποιημένη, εκτός του πνεύματος της εποχής, που όμως μόνο παραμένει ουσιαστική στη σύλληψη και απολαυστική στην απλότητά της. Τρεις-τέσσερις στιγμές από το δίσκο ανήκουν στις πιο σπουδαίες της: το ροκάδικο “You Can’t Rule Me”, το ελεγειακό ταξίδι με τον σιδηρόδρομο-φάντασμα που ζωντανεύει στο “Big Black Train”, η στοιχειωμένη από το βιολί ρούμπα του “Pray The Devil Blues”, το θυμωμένο 12μετρο “Bad News Blues", οι southern-rock ψίθυροι του "Shadows & Doubts". Όπως εξάλλου μας δίδαξε ο Tom Robbins στα νιάτα μας, Even Cowgirls Get the Blues.