Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και η Ζέλντα Φιτζέραλντ-Σέιερ υπήρξαν το ζεύγος που συμβόλισε τα χρόνια της εποχής της τζαζ· την εποχή της κοσμικότητας και της ποτοαπαγόρευσης, της κομψότητας και της αιώνιας ανεμελιάς στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, έως ότου να καταρρεύσουν τα πάντα εξαιτίας του οικονομικού Κραχ του 1929, που σηματοδότησε το πέρασμα από τη jazz age στην εποχή του Depression. Οι δυο τους, ωστόσο, είχαν διαφορετικές καταβολές, στις οποίες θα πρέπει ίσως να αναζητηθούν οι αιτίες τόσο της στιγμιαίας και ακαταμάχητης έλξης τους όσο και της μελλοντικής τους σύγκρουσης, όπως εύστοχα σημειώνει η συγγραφέας Ανιές Μισό στη μυθιστορηματική βιογραφία της Ζέλντα και Σκοτ Φιτζέραλντ (εκδόσεις Κέδρος).
Βόρειοι και Νότιοι
Ο Σκοτ Φιτζέραλντ, αν κι ήταν γόνος ενός κτηματία από τον Νότο, γεννήθηκε (1896) και ανδρώθηκε στο Σεντ Πολ της Μινεσότα, στον πιο αστικοποιημένο Βορρά, ενώ σπούδασε στο ακαδημαϊκό περιβάλλον του Πρίνστον. Η Ζέλντα Σέιερ, αντίθετα, ήταν γέννημα-θρέμμα του οπισθοδρομικού κόσμου του Νότου, που ανέκαθεν περιβαλλόταν από μια μυστηριώδη και «πρωτόγονη» γοητεία. Η Ζέλντα γεννήθηκε στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, τον Ιούλιο του 1900, και ήταν το στερνοπαίδι ενός άτεγκτου δικαστικού και μιας υπερπροστατευτικής μητέρας, που εν πολλοίς την κακόμαθε από μικρή. Το συντηρητικό περιβάλλον στο οποίο γαλουχήθηκε ήταν σαν να προδιέγραψε την πρόωρη προσωπική της επανάσταση. «Είχε βαρεθεί να κάθεται στη σκεπαστή βεράντα και να κοιτάζει τα πράγματα να περνούν», όπως αναφέρει στο βιβλίο της η Ανιές Μισό. «Η ύπαρξη δεν ήταν δυνατόν να συνοψίζεται σε αυτό και μόνο. Υπήρχαν επιθυμίες, προσδοκίες που έπρεπε να εκπληρωθούν…».
Η Ζέλντα ήταν ξανθιά, όμορφη και καλλίγραμμη, και η εκρηκτική προσωπικότητά της την επέβαλε από τα νεαρά της χρόνια στο επίκεντρο της προσοχής. Τα αγόρια της ηλικίας της την ποθούσαν και τα κορίτσια την ζήλευαν. Η ίδια δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να σκανδαλίζει το συντηρητικό περιβάλλον της με την προκλητική συμπεριφορά της. Η συγγραφέας περιγράφει πολύ παραστατικά το κρεσέντο της νεαρής ακόμη Ζέλντα, στη διάρκεια μιας τυπικά Νότιας χοροεσπερίδας: «Το ροζ βελούδο του φορέματός της συμμαχούσε με τους εύστροφους ελιγμούς της στρατηγικής της. Το ύφασμα γλιστρούσε σαν φίδι σχηματίζοντας απαλές πτυχές από τον λαιμό της ως τα πόδια, διαγράφοντας τις τελείες καμπύλες της και φανερώνοντάς τες στην ήδη φλεγόμενη φαντασία των αγοριών που περίμεναν τη σειρά τους. Το φοξ τροτ και το τανγκό της φαίνονταν πολύ φρόνιμοι χοροί και περίμενε τις πρώτες νότες ενός τοντλ, μιας πολύ δημοφιλούς παραλλαγής του φοξ τροτ, για να εξασφαλίσει έναν οριστικό θρίαμβο χορεύοντας μάγουλο με μάγουλο, μια προσέγγιση που δεν θα αποτολμούσαν ποτέ τα άλλα κορίτσια, γιατί δεν ήταν η αρμόζουσα για μια κυρία του Νότου….»
Η Ανιές Μισό συνεχίζει αναφέροντας ότι η Ζέλντα, σε αντίθεση με τις άλλες συνομήλικές της, δεν επιθυμούσε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Επιθυμούσε απλώς να παντρευτεί. Να παντρευτεί ακριβώς για να φύγει μακριά «και να νικήσει τη ζέστη του Νότου». Η άφιξή του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στο Μοντγκόμερι, το 1917, της πρόσφερε την ευκαιρία που ζητούσε. Ο Σκοτ ήταν άσημος ακόμη. Είχε εγκαταλείψει μόλις τις σπουδές του και είχε καταταγεί στο στρατό, επιθυμώντας να διακαώς να πάρει μέρος στις μάχες που μαίνονταν στην Ευρώπη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Έπειτα φιλοδοξούσε να ακολουθήσει καριέρα δημοσιογράφου και να γίνει πετυχημένος συγγραφέας, έχοντας ως πρότυπο τους αθάνατους της αμερικανικής λογοτεχνίας (Γουίτμαν, Φόκνερ, Μέλβιλ κλπ.). Η Ανιές Μισό δίνει με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο της την πρώτη γνωριμία του Σκοτ και τη Ζέλντα: «Αυτός ο νεαρός ασκούσε πάνω της μια ακαταμάχητη έλξη... Καθώς το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό του, ένιωσε τη σφοδρή επιθυμία να τον φιλήσει».
Η σχέση τους όμως, μέχρι να ολοκληρωθεί, έμελλε πρώτα τα περάσει από σαράντα κύματα. Η αμοιβαία έλξη πραγματώθηκε σε έρωτα, όμως οι δυο τους έδειχναν να βρίσκονται σε έναν διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους. Ο Σκοτ ήταν ασταθής. Η Ζέλντα από την πλευρά της μπορεί ενδόμυχα να επιθυμούσε να νυμφευτεί «αυτόν τον γοητευτικό νέο από τον Βορρά», ωστόσο ήταν πνεύμα ανυπότακτο και δίσταζε να διακυβεύσει την ανεξαρτησία της. Το αβέβαιο μέλλον και η μέτρια οικονομική κατάσταση του Σκοτ προσέδιδαν στη σχέση τους πρόσθετη ανασφάλεια. Η Ζέλντα απέρριψε αρχικά τουλάχιστον τρεις προτάσεις του για γάμο. Σκόπιμα ή όχι ενέδωσε τελικά μόλις το 1920, μετά δηλαδή τη δημοσίευση του μυθιστορήματος Από τούτη την πλευρά του Παραδείσου, που έκανε γνωστό το όνομα του Σκοτ ως συγγραφέα σε ολόκληρη την Αμερική.
Η Χαμένη Γενιά
Ο γάμος τους τελέστηκε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πατρικίου, στην Νέα Υόρκη, και έπειτα «το εμβληματικό ζευγάρι βρέθηκε ξαφνικά μέσα στον ίλιγγο της κοσμικότητας μέσα σ’ ένα νέο περιβάλλον που του άνοιγε διάπλατες της πόρτες και φαινόταν ότι θα διαρκούσε για πάντα». Έναν σχεδόν χρόνο μετά γεννήθηκε η κόρη τους, η Φρανς «Σκότι» Φιτζεραλντ, που παίζει τον ρολό της αφηγήτριας στο βιβλίο της Ανιές Μισό.
Η Νέα Υόρκη των αρχών του 20 είναι μια απαστράπτουσα πόλη, γεμάτη νύχτες με πυρετό και φώτα νέον, που στροβιλιζόταν στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς του σουίνγκ και της χοτ-τζαζ. Οι λογοτεχνικοί κύκλοι της πόλης πυροδοτούνται από το παράνομο αλκοόλ και βρίσκονται στον κολοφώνα τους. Ο Σκοτ και η Ζέλντα δεν θα αργήσουν να συνδεθούν με τους καλλιτεχνικούς κύκλους ανθρώπων όπως η Ντόροθι Πάρκερ, ο Τζον Ντος Πάσος και ο Γιουτζίν Ο’ Νιλ, εντυπωσιάζοντας τους πάντες με τη γοητεία και την κομψότητα τους, η Ζέλντα, δε, και με αυτή την «αριστοκρατική» και παλιομοδίτικη Νότια φινέτσα της. Το όμορφο ζεύγος είναι στο επίκεντρο της προσοχής, είναι το πιο «καυτό» ζευγάρι της πόλης, και αυτοί το απολαμβάνουν αφήνοντας τους εαυτούς τους να χαθούν στις ατραπούς της υπέρμετρης κοσμικότητας και της υπερβολής. Μέσα σ’ αυτή την αέναη έξαψη, ο Σκοτ δημοσιεύει το 1922 τη συλλογή από νουβέλες Ιστορίες από την εποχή της τζαζ, ενώ το ίδιο έτος δημοσιεύεται και το δεύτερο μυθιστόρημά του Ωραίοι και καταδικασμένοι, επισφραγίζοντας την καθολική αναγνώρισή του ως συγγραφέα.
Στο μεταξύ, ένα νέο στοιχείο έχει υπεισέρθει καταλυτικά στη ζωή και στη σχέση τους: το αλκοόλ. Ο Σκοτ πίνει εξαρχής πολύ και σε καθημερινή βάση, κι η Ζέλντα δεν πάει πίσω. Όσο μεγαλώνει η επιτυχία τόσο αυξάνονται και οι ποσότητες από τζιν και ολντ φάσιοντ που καταναλώνουν αμφότεροι. Ξοδεύουν επίσης ασύστολα και με περισσή αμετροέπεια. Οι πρώτοι τριγμοί αρχίζουν να διαφαίνονται στην προσωπική τους σχέση, όμως η επιτυχία λειτουργεί συνεκτικά και σκεπάζει προς το παρόν τις σκιές. Η έξη του Σκοτ, σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους πειρασμούς που κρύβουν οι νεοϋορκέζες νύχτες, ταράσσουν τη συγκέντρωσή του και επιβραδύνουν το γράψιμό του. Αποφασίζουν πως χρειάζονται αλλαγή περιβάλλοντος κι έτσι, την άνοιξη του 1924 αναχωρούν για την Ευρώπη. Πρώτος σταθμός το Παρίσι, όπου ο Σκοτ και η Ζέλντα γίνονται γρήγορα αναπόσπαστα μέλη του κύκλου των Αμερικανών λογοτεχνών που είχε σχηματιστεί γύρω από την Γκέρτρουντ Στάιν. Η περιφερόμενη «Κινητή Γιορτή» της μεσοπολεμικής γαλλικής πρωτεύουσας οιστρηλατεί εκ νέου την πένα του Σκοτ. Το ίδιο καλοκαίρι καταφέρνει να ολοκληρώσει αυτό που προσδοκούσε πάντα: να γράψει ένα πραγματικό «μεγάλο Αμερικανικό μυθιστόρημα», για να δανειστώ τα λόγια που χρησιμοποίησε χρόνια αργότερα ο Κέρουακ, για να υποκλιθεί μπροστά στον Υπέροχο Γκάτσμπι: αυτόν τον παντοτινό εκφραστή της «Χαμένης Γενιάς», της εποχής της ποτοαπαγόρευσης, της απατηλής ευημερίας και της τζαζ. Οι κριτικές για τον Γκάτσμπι είναι διθυραμβικές, όμως η καταδικασμένη ερωτική ιστορία του Φιτζέραλντ, με φόντο τη ματαιότητα της νεοϋορκέζικης αριστοκρατίας, δεν συγκινεί ιδιαίτερα τα πλήθη και οι πωλήσεις κρατούνται χαμηλά. Το Χόλιγουντ (όπως και το Μπρόντγουεϊ) ωστόσο τσιμπάει και μεταφέρει το έργο στο κινηματογραφικό πλατό, ζητώντας επιπλέον να επιστρατεύσει σταθερά τον Σκοτ ως σεναριογράφο. Ο ίδιος αρχικά αντιστέκεται, αρνούμενος να ξεπουλήσει την τέχνη του, όμως τελικά ενδίδει, καθώς τα χρέη του ολοένα και αυξάνονται.
Αλκοόλ, ζηλοτυπία και Χέμινγουεϊ
Στο Παρίσι ο Σκοτ πίνει ολοένα και περισσότερο. Η Ζέλντα, από τη μία απολαμβάνει τον κοσμοπολίτικο αέρα του St. Germain, του Les Deux Maggots και του Café des Flores, και από την άλλη δυσανασχετεί, αναπολώντας την μακάρια πλήξη του Νότου. Ένας νέος καταλύτης κάνει άξαφνα την εμφάνισή του στις ζωές τους: ένας τραχύς και άγνωστος ακόμη, 26χρονος φιλόδοξος συγγραφέας, ονόματι Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ο Χέμινγουεϊ θαυμάζει τον Σκοτ, θεωρώντας τον ως τον «μεγαλύτερο Αμερικανό συγγραφέα της γενιάς του». Μερικά χρόνια μετά, στο μυθιστόρημα του Μια Κινητή Γιορτή, κάνοντας λόγο για τον Γκάτσμπι, θα έγραφε για τον Σκοτ ότι «το ταλέντο του ήταν τόσο πηγαίο όσο και το αποτύπωμα που αφήνει η σκόνη στα φτερά μιας πεταλούδας».Ο Σκοτ απολαμβάνει αρχικά τον σεβασμό και τη συντροφιά του νεαρού θαυμαστή του, ζηλεύοντας ίσως με τη σειρά του τον αυθορμητισμό και την αρρενωπότητα του Χέμινγουεϊ. Η Ζέλντα αντίθετα τον απεχθάνεται, τον θεωρεί άξεστο και ψεύτικο. «Οι άγριοι τρόποι του Έρνεστ δεν της ταίριαζαν καθόλου... Σκεφτόταν περιφρονητικά ότι ήταν ένα είδος μυστικοπαθούς υλιστή. Ο Έρνεστ δεν είχε, στην πραγματικότητα, τίποτε από έναν άρχοντα του Νότου».
Η άφιξη του Χέμινγουεϊ αναδύει στην επιφάνεια την ήδη υποκαίουσα εσωτερική ένταση στη σχέση τους. Οι τσακωμοί και οι σκηνές ζηλοτυπίας γίνονται όλο και πιο συχνοί. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσουν τον έρωτά τους, μετακομίζουν στη Ριβιέρα. Φευ! Το καλοκαίρι στην Ακτή αποδεικνύεται «περίεργο…ένα καλοκαίρι με τις όμορφες γυναίκες να αλληλοσπαράσσονται για ένα τίποτα, με τα κοριτσάκια να παραπονούνται ότι τα διαμάντια είναι ψεύτικα και με τους καλλιτέχνες να πίνουν μέχρι δακρύων σαμπάνια, τζιν ή μπράντυ». Ο αλκοολισμός του Σκοτ ολοένα και χειροτερεύει. Πίνει ολημερίς και ολονυχτίς και αδυνατεί να εκπληρώσει το συγγραφικό του έργο. Τον περιμένει άλλον ένα «πλήγμα», το οποίο έρχεται μάλιστα από έναν πρώην προστατευόμενό του. Το 1926 ο Χέμινγουεϊ δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα «Και ο ήλιος ανατέλλει ξανά» και χαιρετίζεται από τους κριτικούς ως ο επόμενος ανανεωτής της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο Φιτζέραλντ χάνει ξαφνικά τα σκήπτρα, γεγονός που έμελλε να διαταράξει διά παντός τη φιλική του σχέση με τον Χέμινγουεϊ – ο οποίος αργότερα θα χλευάσει τον Φιτζέραλντ στις σελίδες του αφηγήματος Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο. Ο Σκοτ δείχνει ανήμπορος να γράψει και την παραμικρή αράδα και βυθίζεται ακόμη περισσότερο.
«Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1926, δύο μήνες μετά που έκλεισε τα είκοσι έξι της χρόνια η Ζέλντα, ο Σκοτ γιόρτασε με τον τρόπο του τα τριάντα του χρόνια.» γράφει η Ανιές Μισό και συνεχίζει. «Δεν ξεμέθυσε ούτε στιγμή επί μία εβδομάδα. Το αλκοόλ δεν τον μεθούσε πια-τον αναισθητοποιούσε.
Καιρός ήταν να επιστρέψουν στη Δύση. Είχαν περάσει σχεδόν τρία χρόνια στην Ευρώπη. Εκείνος είχε φύγει χαρούμενος ξενύχτης και επέστρεφε χρόνια αλκοολικός. Εκείνη είχε φύγει ξέγνοιαστη και εκκεντρική για να επιστρέψει προκλητική και θλιμμένη. Δεν υπήρξαν αρκετά πονηροί. Είχαν πέσει στην παγίδα. Βρίσκονταν σε κίνδυνο. Το Δεκέμβριο επιβιβάστηκαν από τη Γένοβα με κατεύθυνση την Αμερική»...
Η πτώση
Άμα την επιστροφή τους στις ΗΠΑ, το ζεύγος εγκαθίσταται αρχικά στο Χόλιγουντ, όπου ο Σκοτ εργάζεται ως σεναριογράφος για να καλύψει τα χρέη τους. Η Ζέλντα παθιάζεται με τον Νιζίνσκι και ασχολείται συγχρόνως με τον χορό, τη ζωγραφική και το γράψιμο. Μετά από λίγο μετακομίζουν στις εξοχές του Ντέλαγουερ, όπου μένουν επί δύο χρόνια. Ο Σκοτ πασχίζει μάταια να ανακτήσει τη συγκέντρωση και τον συγγραφικό του οίστρο. Γράφει με εκνευριστικά αργούς ρυθμούς και δεν δημοσιεύει παρά μια χούφτα σκόρπια άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, περισσότερο για τα προς το ζην. Το ταλέντο του δείχνει να έχει στερέψει, όμοια με το οινόπνευμα που εξανεμίζεται με τον ιδρώτα από το δέρμα, το επόμενο πρωινό, ύστερα από ένα ηγεμονικό μεθύσι…
Το 1929 επιστρέφουν στο Παρίσι όπου η Ζέλντα φιλοδοξεί να γίνει μπαλαρίνα. Ο Σκοτ, κυνηγημένος από τους προσωπικούς του δαίμονες, νομίζει ότι τον παραμελεί. Καυγαδίζουν διαρκώς και ο γάμος τους δείχνει να έχει μεταβληθεί σε μια απλή σύμβαση. «Θέλω απεγνωσμένα άλλο ένα παιδί, αλλά αυτό δεν θα συμβεί. Οι εκτρώσεις με έχουν σακατέψει και ο Σκοτ δεν με ικανοποιεί πια» εξομολογείται η Ζέλντα. «Θέλησα να ξαναρχίσω τον χορό. Αλλά χρειάστηκε να πίνω για να μπορέσω να αντέξω. Το αλκοόλ με έκανε υστερική…». Στις 20 Απριλίου του 1930 η Ζέλντα παθαίνει νευρικό κλονισμό, τον πρώτο από τους πολλούς που θα επακολουθήσουν. Το 1931 νοσηλεύεται σε μια κλινική στην Ελβετία, όπου της διαγιγνώσκουν σχιζοφρένεια…..
Ξαναγυρίζουν στις ΗΠΑ και ζητάνε καταφύγιο στο Μοντγκόμερι, στην πατρογονική εστία της Ζέλντα, μπας και ωφελήσει την ταραγμένη ψυχική της υγεία. Μάταια και πάλι. Τον Φεβρουάριο του 1932 η Ζέλντα καταρρέει ξανά. Από δω και πέρα, θα περάσει τα τελευταία 16 χρόνια τις ζωές της μπαινοβγαίνοντας νε νοσοκομεία και νευρολογικές κλινικές. Ο Σκοτ της συμπαρίσταται αλλά ταυτόχρονα αποστασιοποιείται. Βιώνει εξάλλου κι αυτός τη δική του κατάπτωση. Η επιστροφή του στο Χόλιγουντ αποδεικνύεται αποτυχημένη και καταστροφική για τον ίδιο. «Το αλκοόλ και η φυματίωση είχαν υπερνικήσει τελικά τη ζωτικότητα και το ταλέντο του…Εκείνο το καλοκαίρι (1932), ο Σκοτ βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση εξάντλησης που χρειάστηκε να νοσηλευτεί επί δύο εβδομάδες».
Παρ’ όλα αυτά, άγνωστο από πού, βρίσκουν κι οι δυο το κουράγιο για να αποτίνουν ένα ύστατο αντίο στη «Χαμένη Γενιά» της τζαζ. Τον Οκτώβριο του 1932 η Ζέλντα κατορθώνει να ολοκληρώσει το ένα και μοναδικό της μυθιστόρημα, με έναν τίτλο που μοιάζει με έκκληση αναπόλησης προς τον σύντροφό της. Χάρισέ μου το τελευταίο βαλς…Ο Σκοτ ανταπαντά, ολοκληρώνοντας μετά από λίγους μήνες το μυθιστόρημα που πάσχιζε απεγνώσμενα να τελειώσει επί 8 ολόκληρα χρόνια, το οποίο αποδεικνύεται και το κύκνειο άσμα του. Στ’ αλήθεια Τρυφερή είναι η νύχτα, στη μεσοπολεμική Ριβιέρα, όσο κι αν το βιβλίο δίχασε τους κριτικούς την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε, το 1934. Κάποιοι έχουν πει ότι ήταν ένα ύπουλο χτύπημα με στόχο τη Ζέλντα. Η ηρωίδα του βιβλίου, μια σνομπ και κακομαθημένη αριστοκράτισσα από τη Νέα Υόρκη, που συμπεριφέρεται στους πάντες σαν σκύλα, έμοιαζε με καρικατούρα της συζύγου του. Η Ζέλντα καταρρακώνεται. Τα επόμενα χρόνια, θα τα περάσουν εντελώς αποξενωμένοι. Ο Σκοτ, απογοητευμένος από τις χαμηλές πωλήσεις του βιβλίου, σχεδόν παραιτείται από το γράψιμο. Θα μείνει για λίγο μαζί με τη δημοσιογράφο Σίλια Γκρέιαμ, στο σπίτι της τελευταίας στη Νέα Υόρκη, όπου και θα βρει τον θάνατο, ύστερα από δύο καρδιακά επεισόδια, στις 21 Δεκεμβρίου του 1940. Ήταν μόλις 44 ετών…Η Ζέλντα θα περάσει τα τελευταία της χρόνια απομονωμένη στο πατρικό της σπίτι στο Μοντγκόμερι και θα νοσηλευτεί ξανά σε μια νευρολογική κλινική στο Άσβιλ της Νορθ Καρολάινα. Εκεί θα βρει φριχτό θάνατο σε πυρκαγιά, στις 7 Μαρτίου του 1948…
Ο μύθος
Ο Σκοτ και η Ζέλντα – ένας «ωραίος» μύθος, με τραγική κατάληξη, όπως συνοψίζει στη μυθιστορηματική βιογραφία η Ανιές Μισό.
«Η δεκαετία του 1920, η εποχή της τζαζ, η επιτυχία, μια ιστορία αγάπης. Ναι, κυρίως μια ιστορία αγάπης. Ο Σκοτ και η Ζέλντα. Και μέσα στα δύο αχώριστα ονόματά τους, τα ταξί που επέστρεφαν την αυγή σε ωραία ξενοδοχεία, τα κομψά σαλόνια, οι εξωφρενικές σουίτες, τα καταγώγια μέσα στην κάπνα, τα λευκά κοστούμια, τα πριγκιπικά φιλοδωρήματα, τα πριγκιπικά φορέματα, η Ριβιέρα των εκπατρισμένων, το Παρίσι των τρελών χρόνων, όλη η νοσταλγία και το ταλέντο της Χαμένης Γενιάς. Αλλά και η σκοτεινή πλευρά της. Ο αλκοολισμός, η απελπισία, η τρέλα, μια ζωή σύντομη και περιπλανώμενη».