Δεν είμαι φαν των βραβείων, ποτέ δεν ήμουν. Ακομά και αν για κάποιο διάστημα παρακολουθούσα τα Grammy ήταν για να κατάλαβω μέχρι που φτάνουν τα politics που κρύβονται από πίσω. Το ίδιο νιώθει μάλλον και ο Damon Albarn που μπορεί να μην έδωσε το καλύτερο LA Χ Gorillaz album του αλλά σε αυτή την πρόσφατη συνέντευξή του με τον Zane Lowe τα «χώνει» και αυτός μια χαρά στα συμφέροντα και στον ανούσιο χαρακτήρα που έχουν χρόνια τώρα. Και όταν το ακούς από τον Albarn, τον τύπο που στο αποκορύφωμα της κόντρας Oasis - Blur, το 1995 και έχοντας ήδη κερδίσει τις 4 βασικές κατηγορίες, σηκώνει το Best British Group και ξεστομίζει το περίφημο “I think this should’ve been shared with Oasis” ρίχνοντας ακόμα περισσότερο λάδι στη φωτιά, πιθανόν αθελά του, τότε μάλλον έτσι θα είναι.
Το βράδυ που οι Gomez «έκλεψαν» από τους Pulp και τους Verve το Mercury Prize
Και θα είχε νόημα σε αυτή την άτυπη καταγραφή τριών ιστορικών ανατροπών σε αντίστοιχες βραβεύσεις να ξεκινούσαμε από τα Brit Awards, αν όμως τα Brits συνέχιζαν να ενδιαφέρουν τον πλανήτη τόσο όσο και οι ένδοξες 90s μέρες του. Πλέον, λαμβάνουν χώρα μόνο για να μας υπενθυμίζουν κατά καιρούς ποιοί Βρετανοί το κάνουν όσο σωστά χρειάζεται για να «ξυπνήσει η Αμερική» (αν είδατε όντως το παραπάνω videο από τo 1995 καταλαβαίνετε τι εννοώ) ενώ ουσιαστικά, το βραβείο που στ’ αλήθεια μετράει ακόμα για τη Βρετανική μουσική βιομηχανία δεν είναι άλλό από το περίφημο Mercury Prize που παραδοσιακά καλύπτεται κάθε Σεπτέμβριο από τα παγκόσμια εναλλακτικά μουσικά media και προβλέπει ετησίως τουλάχιστον ένα (και μερικά ακόμα υποψήφια) made in the UK ονόματα που αναμένεται να κυριαρχήσουν στις επόμενες δεκαετίες.
Και εδώ πολλοί έχουν να λένε για το παρασκηνιακό παιχνίδι που παίζεται προκειμένου η χρηματοδότηση των 25.000 λιρών να καταλήξει όχι απαραίτητα στον καλύτερο νέο καλλιτέχνη, αλλά πιθανόν στον πιο δικτυωμένο ή αυτόν με το πιο «έμπειρο» label. Οι απόψεις όπως πάντα στα βραβεία διίστανται και έτσι, αν ο Guy Garvey έπρεπε να περιμένει 3 ολόκληρους δίσκους για να κερδίσουν οι Elbow το 2008 το πολυπόθητο Prize και να δηλώσει “Quite literally the best thing has ever happened to us”, ο Damon Albarn ή αλλιώς ο μπασίστας Murdoc Niccals των Gorillaz το 2001 απέσυρε την υποψηφιότητα του γκρουπ βέβαιος πως αν το καρτούν πρότζεκτ κέρδιζε, θα ήταν «σαν να κουβαλάς ένα νεκρό αλμπατρός στο λαιμό σου για μια αιωνιότητα». Υπερβολές, θα υποστηρίξει και ο καλός του φίλος Richard Russell, αφεντικό της XL Recordings που είδε ακριβώς την επόμενη μέρα από τη 2010 βράβευση των XX τις πωλήσεις του ντεμπούτου τους να μεγαλώνουν κατά 450%.
Παρόλα αυτά, σχεδόν κάθε πληροφορία, ενδιαφέρουσα ή μη γύρω από τις Mercury Prize βραβεύσεις εδώ και 31 χρόνια, φαντάζει ασήμαντη μπροστά στην ανατροπή που έζησαν όσοι ήταν στην έβδομη τελετή, δηλαδή αυτή του 1998. Είχε προηγηθεί μια χρονιά ορόσημο για την εναλλακτική μουσική στην οποία οι υποψηφιότητες των Radiohead (του OK Computer), οι Spice Girls (του Spice) και οι Prodigy (του Fat Of The Land) είχαν υποθετικά «αντέξει» το γεγονός ότι το New Forms του Roni Size και των Reprazent είχε κερδίσε με τη λογική ότι το αρτιότερο ίσως drum n bass album ever όντως άνοιγε νέους ορίζοντες και δίκαια κέρδιζε προκειμένου τα βραβεία να δείξουν τον ανοιχτόμυαλο και «έξω από το κουτί» χαρακτήρα τους. Την επόμενη χρονιά όμως, το αστείο πιθανόν να παρατράβηξε. Υποψήφιοι ήταν μεταξύ άλλων οι Cornershop, που με τη βοήθεια και του Fatboy Slim είχαν το πιο feelgood κομμάτι της χρονιάς σε club και ραδιόφωνα, ενώ ακολουθούσαν οι Verve με το αξεπέραστο Urban Hymns, οι Pulp με το This Is Hardcore και οι Massive Attack με το πιο μεστό album τους ever, το θρυλικό Mezzanine. Mε τους Propellerheads και Asian Dub Foundation να κυνηγάνε το α λα 1997 θαύμα του Roni Size αλλά και τους Ουαλούς Catatonia με τη θέα Cerrys Matthews να ελπίζει στο όποιο hype είχε ξεμείνει από τη Brit Pop era, η υποψήφιοτητα των «άβγαλτων», μόλις στο ντεμπούτο τους και όντας ενεργή μπάντα από το 1995, Gomez, με το ιδιαίτερο αλλά τόσο χαρακτηριστικό lo-fi blues / roots rock ήχο τους κατάφερε να στείλει σοβαρό κουβά τα γραφεία στοιχημάτων ή όσους περίμεναν περίπατο του Richard Ashcroft και της παρέας του. Θέλετε η φωνή του Ben Ottewell που ακουγόταν σαν να παίρνει πονεμένη και ψυχωμένη εκδίκηση τύπου "the real underdog" από όλους τους ποζεράδες της Britpop, ο vintage και αναλογικός ήχος του Ken Nelson (που αργότερα θα αποθέωνε το songwriting συνθετών όπως ο Badly Drawn Boy ή ο Chris Martin των Coldplay) ή οι τελείως απρόβλεπτες ενορχήστρώσεις κομματιών όπως το ομότιτλο "Bring It On" που σε 4 μόλις λεπτά έδειχνε από τις blues μέχρι τις indietronica αλλά και τις reggae dub επιρροές της μπάντας, ότι και αν ήταν αυτό που έβγαζε το album, σίγουρα ακουγόταν σαν κάτι δικό τους, αυθεντικό και προτότυπο. Μια άμεσα αναγνωρίσημη ηχητική ταυτότητα που οι πιο υποψιασμένοι ακροατές καταλάβαιναν ότι πιθανόν να κουράσει στο μέλλον, αλλά για εκείνη ακριβώς την εποχή και σε συνδυασμό με τις εκρηκτικές εμφανίσεις τους, έφεραν την επιτροπή του Mercury Prize σε μία απόφαση που ακόμα και σήμερα κάνει άπαντες να απορούν. Μπάντες όπως οι Pulp αλλά και οι Verve, το 1998 έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί στη παρτίδα των βραβεύσεων και η αλήθεια είναι πως η ιστορία έχει ευτυχώς δικαιώσει την υστεροφημία των Brit pop γιγάντων κόντρα στο εφήμερο, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρον πείραμα (ή φαινόμενο) που υπήρξαν οι Gomez. Μιας μπάντας που μάλλον το πιο ενδιαφέρον πράγμα που της έχει συμβεί στη τρέχουσα ψηφιακή εποχή της βιομηχανίας, είναι οι αγώνες του συνιδρυτή τους Tom Gray στην ακτιβιστική Broken Record καμπάνια του για δικαιότερες αμοιβές των μουσικών από τις streaming πλατφόρμες.
Το βράδυ που οι Robert Glasper και Don Cheadle παραλίγο να απουσιάζουν από την απονομή του Grammy που κέρδισαν
To 2015 ο Glasper είναι κυριολεκτικά on fire. Έχει παραδώσει τα δύο πρώτα μέρη του Black Radio magnum opus του και μετράει ήδη 2 Grammy και 5 υποψηφιότητες για αυτή τη σειρά σπουδαίων ηχογραφήσεων που επαναπροσδιόρισαν στα 10s την σχέση της jazz με το hip hop. Ο καλός του φίλος Don Cheandle (δεινός σαξοφωνίστας και από τους λίγους Χολιγουντιανούς jazz enthusiasts) έχει ξεκίνησει να δουλεύει στο περίφημο Miles Ahead (το φιλμ για τη ζωή του Miles Davis) και ζήτησε τη βοήθεια του Glasper για την ολοκλήρωση του soundtrack, μάλιστα, με μερικά saxophone solos να ηχογραφούνται από τον ίδιος τον Cheadle. Η ταινία με συμπρωταγωνιστή των Ewan McGregor βγαίνει μαζικά στις αίθουσες τον Απρίλη του 2016 και δίκαια, -καθώς περιέχει μουσική από Miles duh- εμφανίζεται υποψήφια στην πεντάδα των Grammys στην Soundtrack κατηγορία. Τώρα, αν διαβάσετε τις υπόλοιπες υποψηφιότητες της χρονιάς, λογικά θα πλανάρατε και εσείς την μέρα των Grammys όπως ο Don Cheadle, που είχε αποφασίσει να μείνει στο ξενοδοχείο ή να ξοδέψει διαφορετικά τον ελεύθερο χρόνο του στην πόλη των Αγγέλων. Ασφαλώς και είναι GOAT ο Miles Davis αλλά το φιλμ στα περισσότερα παγκόσμια φεστιβάλ κέρδιζε μόνο εντυπώσεις και στην Αμερική άνοιξε σε ελάχιστες αίθουσες, ενώ ξεκάθαρα στην soundtrack κατηγορία των 59ων Grammy οι πιθανότητες συγκεντρώνονταν στα blockbusters βλέπε α) το soundtrack του Amy (με αμφότερους των Salaam Remi και τον Ronson να επιμελούνται την μουσική), β) το «εντός έδρας»Straight Outta Compton, γ) την υπερπαραγωγή Suicide Squad, ενώ δ) την πεντάδα συμπλήρωνε η μουσική για την βραχύβια σειρά Vinyl με τις ευλογίες του Mick Jagger στα executive credits και του Randall Poster (βασικός συνεργάτης του Wes Anderson) στη μουσική επιμέλεια. Ως συνηθίζεται, τα γυρίσματα και τα αποτελέσματα ειδικά για τις λιγότερο διαδεδομένες κατηγορίες των Grammy συμβαίνουν νωρίς το απόγευμα της ημέρας που γίνεται η τελετή. Ο Don Cheadle μπορεί να είχε ζητήσει σαν χάρη από τον Glasper να επιμεληθεί το soundtrack αλλά τον αφήσε εντελώς μόνο του στη διάρκεια των ανακοινώσεων των νικητών, όντας σίγουρος ότι οι πιθανότητες του Miles Ahead είναι μηδαμινές, πόσο μάλλον όταν ήξερε ότι είχε απέναντι τα Amy και S.O.C…. And the Grammy goes to... Miles Ahead… με τον Robert Glasper να βγαίνει από τον ενθουσιασμό του άρον άρον από την αίθουσα ώστε να ενημερώσει τον Don Cheadle. Δύο ώρες αργότερα, το δίδυμο των μουσικών επιμελητών και ολόκληρη η ομάδα του Miles Ahead έχει κουστουμαριστεί, έχει «κοπανήσει» και 1-2 νικητήρια ποτάκια και είναι έτοιμοι να μπουν στην αίθουσα για να παραλάβουν επίσημα το Grammy τους. Μόνο που το πάσο του Glasper έχει ήδη σκαναριστεί μία φορά και του Cheadle δεν είχε σκαναριστεί καθόλου. Αυτό σήμαινε φάουλ και για τις 2 περιπτώσεις. O Glasper ήταν σκαναρισμένος στο σύστημα σαν να μπήκε και μετά να έφυγε απο την διοργάνωση (κάποιοι το συνηθίζουν ειδικά όταν δεν κερδίζουν) και ο Cheadle δεν είχε εμφανιστεί καν όταν ανεπίσημα έβγαιναν τα αποτελέσματα. Προφανώς, το βάρος που σηκώνουν οι ώμοι του Don Cheadle (αν και μικρότερου όγκου από αυτούς του Glasper) αλλά και οι επαφές του ήταν αυτές που τους επέτρεψαν να μπουν στην αίθουσα στην ώρα τους και να σηκώσουν το μοναδικό βραβείο που είδε το εξαίσιο αυτό φιλμ, αφήνοντας άφωνους τους αρκετά πιο viral αλλά όχι τόσο timeless (με τη μουσική έννοια) συνδιεκδικητές τους.
Το βράδυ που ο Andrien Brody έγινε ο νεώτερος νικητής Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου (και φίλησε εξίσου αναπάντεχα την Hally Berry)
Ok, έδω είμαι έξω από τα music nerd νερά μου, αλλά το 2003 ακόμα και άσχετος να ήσουν με τον κινηματογράφο θα πρέπει να θυμάσαι την τελετή των Oscar για δύο λόγους. Αφενός, ο Ρομάν Πολάνσκι κατατρεγμένος από την Αμερική και τη σινεμά βιομηχανία της από το 1978 (αντιμετώπιζε ποινή φυλάκισης γιατί διατηρούσε σεξουαλικές σχέσεις με 13χρονη), χωρίς να επιτρέπεται καν να πατήσει πόδι στη χώρα, κερδίζει τα Best Director και Best Picture για το φιλμ Ο Πιανίστας και αφετέρου, λανσάρει σε επίπεδα low key superstar, το ταλέντο του 29χρονου Andrien Brody που ταυτόχρονα γίνεται και ο νεώτερος μέχρι τότε ηθοποιός που κερδίζει το Όσκαρ πρώτου ανδρικού. Τίμιο θα πει κάποιος, που έχει δει το φιλμ και αναγνωρίζει τόσο την καλλιτεχνική αλλά και την πολιτική - πολιτισμική αξία του. Θυμηθείτε το 2003 η Αμερική ήταν σε πόλεμο διαρκείας με τo Ιρακ, η Νέα Υόρκη δεν είχε μαζέψει ακόμα τα κομμάτια της μετά την 11η Σεπτεμβρίου αλλά παραδόξως, η Ακαδημία είχε ανάγκη να υπενθυμίσει σε όλους (σε μία αναλογικά μίνιμαλ παραγωγή σε σχέση με τις προηγούμενες) ότι εκεί δεν είναι μόνο η γή της ελευθερίας αλλά είναι και η γη που δικαιώνονται όσοι το αξίζουν. Παράλληλα, έπαιρνε ξεκάθαρη πολιτική θέση απέναντι σε έναν σχεδόν ανούσιο (ή απλά εκδικητικό) πόλεμο. Ο Brody, πήρε ευχαρίστως το handicap (και έδωσε και το φιλί της ζωής του στην Hally Berry) ακόμα και αν η ever cool φιγούρα του δεν το χρειαζόταν πραγματικά. Η underdog φύση του, αυτή του ανθρώπου που υπηρετεί πιστά όσα πρεσβεύει και βάζει πλάτες στους ανθρώπους που είναι μαζί του από την αρχή, ταίριαζε γάντι στα μηνύματα που ήθελε να περάσει εκείνη την χρονιά η Ακαδημία ακόμα και αν υποστήριξε σε όλες τις μεγάλες κατηγορίες μια ταινία που απέφερε κέρδη κατα πολύ μικρότερα των ανταγωνιστών της. Και αν μέχρι τώρα δεν έχει γίνει αντιληπτό το πόσο ανατρεπτικό ήταν αυτό που συνέβη στα Oscar του ’03, ρίξτε απλά μια ματιά σε αυτούς που ο Brody άφησε πίσω. O Jack Nickolson κυνηγούσε το 4ο αγαλματάκι του για το About Schmidt, o Michael Caine μεγάλωνε τον θρύλο του σαν ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς ηθοποιούς ever παίζοντας στο ριμέικ του Ήσυχου Αμερικάνου και έχοντας ήδη 2 Όσκαρ, ενώ οι Daniel Day Lewis και Nicolas Cage μπορεί να μετρούσαν μόλις από ένα αγαλματάκι ο καθένας αλλά εμφανίζονταν σε ταινίες που μοιραία θα στιγμάτιζαν την μετέπειτα πορεία τους. Δύσκολα θα βρει κανείς καλύτερη Cage ερμηνεία από το Adaptation και έπειτα, ενώ o Daniel Day Lewis οδηγούσε ένα απίστευτο καστ στις Συμμορίες της Νέας Υόρκης, του GOAT Σκορτσέζε και πιθανόν ήξερε ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία θα συμπλήρωνε την Oscar τριάδα. Συνεπώς, για όλους τους περίεργους λόγους, ο θείος Όσκαρ διάλεξε τον Brody στην παρθενική του υποψηφιότητα για να γράψει ιστορία και να μοιράσει λίγη πίστη ακόμα στους πολλούς που κυνηγάνε το όνειρο.