Από όλους τους μουσικούς της jazz που αφουγκράστηκαν την θύελλα στο σαξόφωνο του John Coltrane, την εποχή που εκτρεπόταν σε free κατευθύνσεις, o Pharoah Sanders ήταν ο πιο σταθερός υποστηρικτής του και ο πιο στενός συνεργάτης του. Οι δυο τους γνωρίστηκαν περίπου την εποχή που ο ‘Trane ηχογράφησε το A Love Supreme (1965) και η συνεργασία τους επεκτάθηκε μέχρι τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου, τον Ιούλιο του 1967. Συμμετείχε σε σημαντικά albums, όπως το Ascension (Ιούνιος 1965) και το Meditations (Νοέμβριο 1965), ενώ μετά τον θάνατο του ‘Trane, συνεργάστηκε και με την σύζυγό του, τη θαυμάσια πιανίστρια Alice Coltrane.
O Farrell Sanders γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1940 στο Little Rock του Arkansas. Στην αρχή ξεκίνησε να παίζει κλαρινέτο, για να στραφεί στο τενόρο σαξόφωνο∙ ο Ornette Coleman τον έχει χαρακτηρίσει ως τον «καλύτερο τενορίστα στον κόσμο». Στις αρχές του 1960 ο Sanders εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου άρχισε να παρακολουθεί συστηματικά τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που επέφερε με το παίξιμό του στην jazz o Coltrane. Άλλοι δύο μουσικοί που τον ώθησαν στη free φάση ήταν ο πρόωρα χαμένος σαξοφωνίστας Albert Ayler και ο πιανίστας Cecil Taylor.
Παρόλα αυτά, το πρώτο του σόλο album, το Pharoah's First (ESP, 1966) ακουγόταν μάλλον συμβατικό σε σχέση με τις αναφορές του. Ακολουθώντας –και πάλι- τα βήματα του Coltrane, o Sanders θα μεταπηδήσει στην Impulse! (μακράν η πιο προχωρημένη jazz εταιρεία της εποχής εκείνης), όπου και θα γράψει στο πρώτο του σημαντικό έργο, Tauhid. Θα ακολουθήσουν και άλλες σπουδαίες δουλειές στην Impulse!, όπως το Karma (1969, περιλαμβάνει το μημειώδες 30λεπτο "The Creator has a Master Plan"), το Thembi (1970-71) και το Black Unity (1971, με τη συμμετοχή του μπασίστα Stanley Clarke. Το τελευταίο επισφράγισε τους δεσμούς του με το κίνημα του Black Power, χωρίς όμως ο ίδιος να ασπαστεί ποτέ του την militant πλευρά του κινήματος. Για τον Sanders η γνώση, η συμμετοχή στα κοινά και η πνευματικότητα (όχι ο φθηνός πνευματισμός, ούτε οι ξεπερασμένες δοξασίες) ήταν οι οδοί που έπρεπε να διανύσει το κίνημα. Την ίδια περίοδο θα συνεργαστεί ξανά με την Alice Coltrane, στο ανεπανάληπτο Journey in Satchidananda, ένα album φανερά επηρεασμένο από την κοσμοθεωρία του ινδουισμού.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 καθώς και στη δεκαετία του ’80, η πτώση στη δημοτικότητα της jazz επέφερε μοιραία και την απομάκρυνση του Sanders από το προσκήνιο. Παρόλα αυτά, συνέχισε να ηχογραφεί σε μικρές εταιρείες, ενώ ίδρυσε και το δικό του label, την Teresa. Η επόμενη ήταν μια δεκαετία αυτογνωσίας. Ο Sanders ταξίδεψε εκτεταμένα στην Αφρική, κυρίως στο Μαρόκο, τζάμαρε με ντόπιους μουσικούς και εξερεύνησε τις ρίζες της μουσικής του. Επιφύλαξε ακόμα άλλο ένα tribute στον Coltrane με το album Naima (Evidence, 1992) (το “Naima” είναι εμβληματικό κομμάτι του ‘Trane από το album “Giant Steps”). Συνεργάστηκε επίσης με τον Jah Wabble των Material σε δύο album, τα Message From Home (1996) και Save Our Children (1999).
Στη δεκαετία του 2000, η αναγέννηση της jazz με τη βοήθεια της electronica και της dj culture, αναζωογόνησε τον Sanders, που βρήκε νέους υποστηρικτές. Στις πιο σημαντικές στιγμές του αυτή την περίοδο συγκαταλέγεται το album Spirits (2003). H κορύφωση της ενασχόλησής του με τον ηλεκτρονικό ήχο, αλλά και με τις μεγάλες ορχήστρες, επήλθε κατά τη συνεργασία του με τον Floating Points και London Symphony Orchestra, στο album Promises.
Το στοιχείο που χαρακτήρισε το παίξιμο του Pharoah Sanders σε όλη την καριέρα του ήταν η πνευματικότητα. Διείδε έγκαιρα τον τεράστιο πλούτο ινδουιστικής μουσικής και των αφρικανικών στιλ και τις απίθανες δυνατότητες που ανοίγονται κατά την ενσωμάτωσή τους στην jazz. Με αυτό τον τρόπο υπερέβη τους περιορισμούς της τυπικής modal jazz και δίδαξε νέους τρόπους αυτοσχεδιασμού. Ήταν ο τελευταίος των γιγάντων της jazz, μαζ με τον 92άχρονο πια Sonny Rollins.