Βρέστα με το άντρας μου και θα γίνει ντικιά σου. Ήξερε πως με τον Οδοντίατρο δεν θα ξεμπέρδευε τόσο εύκολα. Θα την ξεφώνιζε σ’ όποιον μιλούσε ελληνικά...
Ο Οδοντίατρος έβγαλε αργά το τελευταίο τσιγάρο απ’ το πακέτο του. Με το ένα χέρι το έφερε στα κατακίτρινα χείλη του, ενώ με το άλλο τσαλάκωσε με μίσος το πακέτο μέχρι αυτό να μεταμορφωθεί σε πράσινη μπαλίτσα από χαρτί και νάιλον. Δεν τα σηκώνω εγώ αυτά, της είπε, και ρούφηξε αχόρταγα την πρώτη τζούρα μπας και ηρεμήσει λίγο. Έχει βουίξει ο τόπος πως, χθες το μεσημέρι στην Αθήνα, σε τραπέζωσε αυτή η αδερφή, ο Ραλίστας. Εκείνη, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της, προσπάθησε να δικαιολογηθεί - μόνο φευγαλέα μια γυαλάδα ενοχής διαπέρασε το βλέμμα της. Μπρεθήκαμε τυχαία, στην αγκορά των βορείων προαστίων, με το άνθρωπος και είπε να με κεράσει ένα καφέ - σιγά το έγκλημα!
Σε ποιον τα πουλάς αυτά μωρή χαμούρα, ούρλιαξε ο επιστήμονας. Χρόνια τώρα σε χαλβαδιάζει ο τύπος, το ξέρουν και οι πέτρες. Λοιπόν, λίγα λόγια και καλά. Κομμένα τα πάρε-δώσε και κοίτα να τιμήσεις το στεφάνι σου, γιατί εγώ είμαι Σαλονικιός κι άμα μου γυρίσει το μάτι θα σε στείλω για φραπόγαλο. Δεν θα γίνουμε το καθημερινό μουχαμπέτι της γειτονιάς. Η παλάμη του, παρέα με τις παχιές φραντζόλες της, ήρθε κι έσκασε με δύναμη πάνω στο τραπέζι. Πολύ θα ήθελε στη θέση του να ήταν η ψηλομύτικη φάτσα της μα ποτέ δεν θα τολμούσε να σηκώσει χέρι πάνω της. Λίγο μετά η κοντόχοντρη φιγούρα του θα διέσχιζε την εξώπορτα μουγκρίζοντας μπινελίκια και μουρμουρίζοντας. Ακούς εκεί, έχουμε τα προβλήματά μας, έχουμε και τους σκατόφλωρους, τους Αθηναίους, με το τουπέ και τα λεφτά τους, να μας το παίζουν και γκόμενοι. Κι αυτή η παλιοπουτάνα, αντί να τον στείλει από ’κει που ’ρθε, κάθεται και του κωλοτρίβεται κι από πάνω. Μου τα ’λεγε η μάνα μου να μην μπλέξω με Σλάβα, αλλά πού μυαλό εγώ.
Στο κυριλέ εστιατόριο του Αμαρουσίου, ο Ραλίστας ήδη την περίμενε μέσα στο πρωινό του outfit. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει πια υπερφυσική δύναμη την είχε σπρώξει τόσες φορές μακριά απ’ την αγκαλιά του. Τούτη τη φορά δεν θα του ξέφευγε, όμως. Τον Οδοντίατρο τον υπολόγιζε, τον θεωρούσε, όμως, πολύ μικρό - πόσο λίγο τον ήξερε - για να σταθεί εμπόδιο. Θα την έκανε δικιά του πάση θυσία. Σαν τη Celica που παραδινόταν χωρίς δεύτερη κουβέντα στα προστάγματα των άκρων του, πίσω στα χρόνια της ταχύτητας.
Ίσα που πρόλαβε η πρώτη γουλιά απ’ το λευκό κρασί - το κόκκινο το σιχαινόταν άλλο που κάποιες φορές το τιμούσε για επαγγελματικούς λόγους - να χαϊδέψει απαλά τον ουρανίσκο του, όταν την είδε στο βάθος, μ’ εκείνη την αγέρωχη γοητεία της κι ένα πρόστυχο χαμόγελο να αχνοδιαγράφεται κάτω απ’ το κραγιόν της. Καλά ξεκινάμε, σκέφτηκε, και σηκώθηκε να την υποδεχθεί. Της άνοιξε την καρδιά του χωρίς προλόγους και περιστροφές. Το έβλεπε στα μάτια της πως τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Αφού κι εσύ το νιώθεις, της ψιθύρισε, είμαστε τέλειοι ο ένας για τον άλλο, έχουμε εγκληματήσει τόσο χρόνια, καιρός να σμίξουμε και να μεγαλουργήσουμε.
Εκείνη, τόση ώρα, ούτε που είχε ανοίξει το στόμα της. Μόνο έγνεφε καταφατικά κάθε τόσο και αναστέναζε σαν βασανισμένος πρόσφυγας. Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει καθώς σηκωνόταν, τρέμοντας σύγκορμη, να φύγει ήταν αυτό: βρέστα με το άντρας μου και θα γίνει ντικιά σου. Ήξερε πως με τον Οδοντίατρο δεν θα ξεμπέρδευε τόσο εύκολα. Θα την ξεφώνιζε σ’ όποιον μιλούσε ελληνικά. Τα’ χε ξαναπεράσει αυτά και δεν ήταν διατεθειμένη ούτε στα δικαστήρια να τρέχει, ούτε κάθε που περπατά στον δρόμο να την φτύνουν, να την απειλούν και να τη «στολίζουν», όσο και να τον ήθελε τον Ραλίστα. Αυτή τη φορά θα άφηνε τους άλλους να αποφασίσουν για το αύριο και θα δεχόταν αδιαμαρτύρητα την όποια ετυμηγορία.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις μόνο τυχαία δεν είναι…ανατρέξτε, λοιπόν, στην ποδοσφαιρική επικαιρότητα για το τέλος που δόθηκε στην ιστορία.
Σε περίπτωση που θέλετε να πάρετε μέρος στο «ξύλο»: