Το Avopolis θυμάται πώς και γιατί οι Bauhaus έγιναν εμβληματικοί για τη goth αισθητική...

 

Όταν οι πόλεις φλέγονται υπάρχουν κάποιοι που το ευχαριστιούνται και αυτοί δεν είναι οι πυρομανείς, αλλά οι δανδήδες. Οι πυρομανείς είναι αυτοί που θέτουν τη φωτιά, οι δανδήδες είναι αυτοί οι οποίοι χαμογελούν, ξέροντας ότι λογικό είναι που έφτασαν τα πράγματα στο καθαρτήριο πυρ. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν τους ενδιαφέρει αν θα γίνουν και οι ίδιοι βορά του. Έτσι, όταν τελείωσε το glam κάπου το 1974 και ήρθε η λαίλαπα του punk στην Αγγλία, υπήρχαν κάποιοι που περίμεναν. Μπολιάζονταν μεν από τις επιταγές του σκληρού ήχου, αλλά τα μυαλό τους ήταν σε πιο ηδυπαθείς ημέρες.

Όταν το 1979 φτιάχτηκαν οι Bauhaus 1919 (ολοκληρωτική δηλαδή αναφορά στο γερμανικό αρχιτεκτονικό κίνημα), οι πρώτες κιθάρες του punk είχαν σιγήσει και λίγο-πολύ όλοι είχαν την απορία για το πού θα πάνε τα πράγματα μετά το μεγάλο bang. Οι κατεστραμμένες κιθάρες θα μπορούσε να είναι η ταμπέλα που έβαλε έξω από το κατάστημα του ο Daniel Ash, κιθαρίστας της μπάντας, και τα πετάλια τα οποία χρησιμοποιούσε εισήγαγαν για πρώτη φορά τη λέξη «πριόνι» αναφορικά με τον ήχο που μπορεί να βγάλει το εξάχορδο όργανο. Ο μόνος ο οποίος εκείνη την εποχή έπαιζε στο ίδιο τεραίν με τον Ash βρισκόταν εκατοντάδες μίλια μακριά - μιλάμε φυσικά για τον Roland S. Howard των Birthday Party. Ενώ όμως οι τελευταίοι αντλούσαν τις πηγές τους από την αμερικάνικη ήπειρο, οι Bauhaus επέλεξαν μια καθαρόαιμη αγγλική προσέγγιση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δυο διασκευές που τους έκαναν γνωστούς ήταν το “Ziggy Stardust” (#15 στα charts) του δαιμόνιου προπάτορα τους David Bowie και το “Telegram Sam” των T-Rex (δεν βγήκε ως single, αλλά έμαθε σε πολλούς την αυθεντική εκτέλεση). Ναι! Σκληροπυρηνικό και νευρωτικό glam rock. Εξάλλου, όταν ήταν στο απόγειο του το συγκεκριμένο είδος, οι Peter Murphy (γεννηθείς το 1957), Daniel Ash (1957), David Haskins (1957) και Kevin Haskins (1960) αυτό ρούφηξαν ως νεανική μπροσούρα ήχου. Όταν μετά ήρθε το punk ενθουσιάστηκαν, αλλά στα χρωμοσώματα υπήρχε ήδη η εικόνα του παράλληλου με τον ήχο performing πολύ περισσότερο από τα μηδενιστικά υφάσματα και στιλ του punkhead.

 

Η φωνή του Murphy, φτάνοντας ενίοτε, η αλήθεια είναι, στα επίπεδα αυτοπαρωδίας, έφερνε στο νου ανδρόγυνο ηθοποιό καμπαρέ του μεταπολεμικού Βερολίνου (που τώρα πια όμως ήταν κλεισμένο σε bunker αντιπυρηνικής προστασίας), ο οποίος τραγουδούσε οπερέτες με πατίνα από προθανάτιους ρόγχους για να διασκεδάσει πύρκαυλους στρατιωτικούς και ξεπεσμένες πόρνες. Ακούγεται ηρωικό, αλλά ήταν πολύ απλά ένας ρόλος. Κροταλίζοντα και υψίφωνα φωνητικά με τάσεις μεγαλείου και (πάρα πολύ) Bowie. Οι κιθάρες του Ash έχτιζαν έξυπνους τοίχους ήχου και, πράγματι, ο κιθαρίστας αυτός απέδειξε πολλές φορές ότι, εκτός από καλός οργανοπαίχτης, ήταν και καλός ενορχηστρωτής, ακόμα και αργότερα όταν σχημάτισε με την rhythm section των Bauhaus τους σαφέστατα πιο ρυθμικούς Love & Rockets (με αμερικάνικες καταβολές και βλέψεις). Τα αδέλφια Haskins στο μπάσο και στα τύμπανα ήταν στυλοβάτες χωρίς πολλά μπιζού, μα σίγουρα σταθεροί και στιβαροί. Έτσι έδιναν τη δυνατότητα - στα live ειδικότερα - στον Ash να ακροβατεί μεταξύ θορύβου και Roy Orbison (μεγάλη του αγάπη όπως έχει εξομολογηθεί) και στον Murphy να κινείται με το λιπόσαρκο - και ενίοτε γυμνό από τη μέση και πάνω σώμα του - σε όλο το εύρος της σκηνής. Σαν μαριονέτα που μόλις είχε κηρύξει ανταρσία απέναντι στο χειριστή της. Η ζωντανή τους εμφάνιση στην Αθήνα το 1983 ήταν κάτι παραπάνω από καθηλωτική. Μόλις ένα χρόνο μετά από όταν το κτήνος των Birthday Party είχε προσγειωθεί στο γήπεδο του Σπόρτινγκ, στον ίδιο ακριβώς χώρο η αγγλική τετράδα μας είχε αφήσει άναυδους με την απόλυτη και μανιακή performance της. Ακόμα και με τον πτωχό φωτισμό που είχε η παραγωγή on stage, ο Murphy είχε κινηθεί με έναν τρόπο ώστε μόνο αν διασταύρωνες την Ρίτα Χέηγουωρθ με τον Μεφιστοφελή θα μπορούσες να έχεις τέτοιο έμβρυο. Οι υπόλοιποι απλά παρήγαγαν κόλαση.

Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που οι Bauhaus είχαν συμπαθούντες από τελείως διαφορετικούς χώρους. Προσωπικά δεν ήμουν ποτέ φανατικός της dark και gothic αισθητικής, όμως οι τέσσερις από το Νορθχάμπτον είχαν μια κανιβαλίζουσα διάθεση περί του rock ‘n’ roll που με εξίταρε. Οι Bauhaus ικανοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο και τον ηδυπαθή δανδή, και τον ναρκισσιστή σκοτεινό γόνο μεσοαστικής οικογένειας (όχι βορείων) προαστίων, και τον «με το μαχαίρι στα δόντια» μετα-punk σκαφτιά δίσκων, και τους πρώιμους urban cowboys και τις «δεν δίνω δεκάρα για το σεξ παρά μόνο θέλω να σκοτώσω τη μάνα μου» θηλυκές σκοτεινές υπάρξεις οι οποίες λυμαίνονταν τις πόλεις. Στοιχεία και άγκυρες για προσομοίωση υπήρχαν σε όλη της διάρκεια της σύντομης καριέρας τους. Φυσικά και δεν κράτησε το κόλπο πολύ: 1979-1985. Δεν γινόταν να μην συγκρουστούν οι Murphy και Ash. Ο καθένας τους νόμιζε ότι σε αυτόν οφείλεται αυτός ο «στο τσακ να γκρεμοτσακιστεί» ήχος της μπάντας. Αμφότεροι, και ειδικότερα ο Murphy, διαπίστωσαν κατόπιν πόσο λάθος έκαναν να μην καταλάβουν το αιώνιο αλλά τόσο παραγνωρισμένο «η ισχύς εν τη ενώσει»...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured