Άτομο πειραγμένο και, εκ των πεπραγμένων της πορείας της, «καμένο», σύμφωνα με εκείνη τη 90s οινοφυτική έννοια που έμεινε να αποδεκατίζει τους clubbers του χθες στο σήμερα.
Στα 12 της την τράβηξαν οι γονείς της από το Δουβλίνο στο Manchester και τέσσερα χρόνια αργότερα αρνήθηκε να τους ακολουθήσει πίσω στην πατρίδα, καθότι δεν πίστευε ότι η χωρισμένη πλέον μητέρα της ήταν ικανή να τη φροντίσει σωστά. Σε αυτή την τρυφερή ηλικία είναι που την «άρπαξε» ο Mark Brydon και την «υποχρέωσε» να εξελιχθεί στη σπουδαιότερη φωνή της post Madchester χορευτικής γενιάς. Αν σας βάλω να επιλέξετε ανάμεσα στο μαύρο μεγαλείο της Jocelyn Brown και στην κατάλευκη ηδυπάθεια της Roisin, είμαι σίγουρος ότι, σαν καλά παιδιά με pop ευαισθησίες, θα προτιμήσετε τη δεύτερη. Χωρίς να το αντιληφθούμε, επειδή, ειρωνικά πολλές φορές, σχολιάζαμε την ξεδιάντροπη εμπορικότητα των Moloko έναντι των «διανοούμενων» της 90s electronica, τόσο η Roisin Murphy αγκιστρώθηκε στο θρόνο της φωνής-σύμβολο για την ηλεκτρονική-χορευτική γενιά της προηγούμενης δεκαετίας όσο και τα τραγούδια των Moloko. Η Kim Gordon της γενιάς του clubbing, αν σώνει και καλά θέλετε εναλλακτικές rock αντιστοιχίες.
Η Roisin σε κάνει να χορεύεις και να ουρλιάζεις. Μάλιστα, περισσότερο από τα πετυχημένα remixes και την έξυπνη ενορχήστρωση, είναι η δική της μπλαζέ φωνή που έδωσε στα μεγάλα singles των Moloko το χαρακτήρα του «κλασικού» (πριν την ώρα του). Οι ηδονιστές οπαδοί της τη φαντάζονται να αναλαμβάνει τα φωνητικά στους Slowdive για να αποδείξει επιτέλους ότι το shoegazing δεν είναι μια βαρεμένη μουσική (ή, έστω, δεν είναι μουσική για βαρεμένους).Μετά το album Statues το 2003 και μία περιοδεία κατά την οποία οι σχέσεις της με τον Mark προσομοιάζονται με αυτές των αδελφών Reid, στην ανάδελφη περίοδο των Jesus And Mary Chain, η Roisin παραδίδεται στα χέρια του Mathew Herbert, τα οποία είχαν φροντίσει προ ετών για την εκρηκτική επαναδιατύπωση των μαγικών λέξεων “Sing It Back To Me”.
Το Rudy Blue του 2005 ήταν ένας υποψιασμένος χορευτικός δίσκος, παράλληλα όμως υπερβολικά «μπερδεμένος» και συγκρατημένα ενθουσιώδης για μία φωνή της οποίας ο αιώνιος προορισμός είναι να κάνει τους ανθρώπους να στοιχηματίζουν χωρίς καμιά επιφύλαξη ότι φαίνονται όμορφοι όταν χορεύουν στην πίστα. Κάτι σαν complex pop περιορισμένης χορευτικής ικανότητας…
Δύο χρόνια μετά, το single “Overpowered” και τα άπειρα συνοδευτικά αυτού remixes σηματοδοτούν την επανακυριαρχία της Roisin στη στιλιστική μάχη του οριακά mainstream dance ήχου. Με υποψία δραματικής ηττοπάθειας, η φωνή της προσγειώνεται σε ορθά διαχωρισμένα beats ανά λεπτό και η pop δικαιοσύνη την ανακηρύσσει πλέον ισάξια μιας Kylie… ίσως δε και μιας Madonna. Πέρα από αυτό, την αναγνωρίζει ως μία εκ των ελαχίστων που καταφέρνουν και απομακρύνουν την acid house αισθητική από τους γνωστούς σκοπέλους της ανούσιας επαναληπτικότητας.
Πάρ’ το από την ανάποδη και θα δεις ότι η Roisin Murphy είναι το στοιχείο που απουσιάζει από τις παραγωγές των LCD Soundsystem για να καταστούν αυτές έμψυχες και όχι απλά εγκυκλοπαιδικά ενδιαφέρουσες.
Η Roisin Murphy πρέπει επειγόντως να κρατηθεί μακριά από nerds της πειραματικής electronica και από ανέραστους ηχητικούς πειραματιστές. Χρέος της να συνεχίζει να βάζει στους δίσκους της τραγούδια με cool τίτλους, όπως “Scarlet Ribbon”, και να χλευάζει γκροτέσκες περσόνες τύπου Goldfrapp που βουλιάζουν στην αισθητική τους ματαιοδοξία.
Μια punk περσόνα εγκλωβισμένη σε έναν post-disco κόσμο, καταδικασμένη να χαρίζει σοφή ματαιοδοξία σε mainstream μουσικές επιταγές. It’ s a dirty job… και τα ρέστα! It’s the europop and it makes us dizzy, που θα έλεγε και ο Neil Hannon.