Kάπου στον αχανή κόσμο του διαδικτύου υπάρχει ένα άρθρο με τίτλο "Our image is more important than your music –Especially if you are an indie artist". Πράγμα που σημαίνει ότι αν ενδιαφέρεσαι να γίνεις ανεξάρτητος καλλιτέχνης, και θέλεις να πας μπροστά, καλά θα κάνεις να προσέχεις το γούστο και τη φάτσα σου. Πολύ ανεξάρτητο, δε νομίζεις;
Ξεκινώντας οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από την αισθητική της indie μουσικής και, κατ’ επέκταση, των καλλιτεχνών που την εκπροσωπούν, θα πρέπει αρχικά να συμφωνήσουμε ότι με τον όρο «independent» δεν αναφερόμαστε τόσο πολύ σε μία κοινή μουσική ταυτότητα ή σε κάποιο ευκόλως προσδιορίσιμο ηχητικό στίγμα, αλλά, πολύ περισσότερο, σε μία κοινή τοποθέτηση. Η οποία σου υπαγορεύει να κάνεις τα πράγματα αλλιώς, δημιουργώντας από το μηδέν κάτι εξ ολοκλήρου βασισμένο στο δικό σου γούστο και όραμα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα γίνεις αντιληπτός μονάχα από μία χούφτα ανθρώπους που τυχαίνει να έχουν το ίδιο γούστο και όραμα με εσένα.
Από τους Joy Division και τους Smiths, στους Pavement, τους Pixies, τους Guided by Voices, κι από εκεί στους Strokes, τους White Stripes, τους Interpol, τους Franz Ferdinand και τους Arctic Monkeys, η πορεία της παγκόσμιας indie μουσικής, παρέα με όλα τα εκφραστικά της μέσα, μπορεί να παρέκκλινε σε διάφορα σημεία από την αφετηρία της, εξακολουθεί, όμως, να λέει μια ιστορία: εκείνη όσων κάποτε κατάφεραν να μας πείσουν ότι oι προτιμήσεις, αλλά κυρίως ο τρόπος, κάποιων ολιγάριθμων ομάδων μπορούν να υπάρξουν εξίσου αποτελεσματικά και περισσότερο καθηλωτικά από εκείνα μίας καλά εδραιωμένης μουσικής βιομηχανίας.
Το Artwork
(΄Η πως αυτό που είσαι εσύ και οι κολλητοί σου μπορεί να γίνει σύμβολο μαζικής αποδοχής)
The Smiths: The Smiths [Rough Trade, 1984]
Ο Morrissey και τα άλλα παιδιά έβαλαν στο εξώφυλλο του πρώτου τους άλμπουμ τον γυμνασμένο κορμό ενός σκοτεινού αγοριού αρχαιοελληνικής γοητείας, με σκυφτό κεφάλι και μελαγχολικό στήσιμο μπροστά στον φακό. Λίγο μοβ χρώμα για φωτισμό, το όνομα του συγκροτήματος και καμία άλλη περαιτέρω διευκρίνιση. Τα συστατικά αυτά, τα οποία θεωρητικά θα οδηγούσαν ένα νέο, άγνωστο συγκρότημα σε μία μαγική αποτυχία, τελικά το έστειλαν στο #2 των βρετανικών charts και έβαλαν τη Rough Trade, που λειτουργούσε ήδη 5 χρόνια πριν τη συγκεκριμένη κυκλοφορία, σε τροχιά μεγάλης ανόδου.
Joy Division: Closer [Factory, 1980]
Ίσως ένα από τα πρώτα και πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα στην παγκόσμια μουσική, όπου η ψυχοσύνθεση, παρέα με όλο τον εσωτερικό κόσμο ενός καλλιτέχνη, βρίσκει την θέση της στο εξώφυλλο ενός δίσκου. Ένα εντυπωσιακό γλυπτό που κοσμεί κάποιον τάφο στο νεκροταφείο Staglieno της Γένοβας, ένα άψυχο σώμα και τέσσερις απελπισμένες μορφές τριγύρω του, καταφέρνει να γίνει από πεδίο έκφρασης της παντοτινής μελαγχολίας του Ian Curtis, σύμβολο για τους απανταχού λυπημένους και σκοτεινούς τύπους αυτού του πλανήτη.
Pavement: Slanted and Enchanted (Matador, 1992)
Ολόκληρη η αισθητική του συγκεκριμένου εξωφύλλου φωνάζει «είμαστε εδώ για να κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά». Τα κλασικά πλήκτρα ενός πιάνου πάνω σε ένα φλογισμένο, κόκκινο background, και από πάνω η πιο τραχιά και ακατέργαστη, στα όρια του κακότεχνου, γραμματοσειρά που μπορούσε να υπάρχει. Έρχεται μπρος στα μούτρα σου και δεν σου επιτρέπει να την ξεχάσεις ποτέ. Τότε, έβγαλε τη σχετικά φρέσκια δισκογραφική Matador από το υπόγειο όπου στεγαζόταν, αναδεικνύοντάς τη σε εταιρεία-σταθμό εμβληματικών διαστάσεων.
Pixies: Doolittle [4AD, 1989]
Μετά τη γυμνόστηθη, στα όρια του γκροτέσκο, χορεύτρια στο εξώφυλλο του Surfer Rosa, οι Pixies βάζουν στο εξώφυλλο του Doolittle έναν πίθηκο μέσα σε ένα γραμμικό σχέδιο –ευθεία, μάλλον, αναφορά στην πιο λαθεμένη έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης. Τολμώντας να κάνουν το «άσχημο» όμορφο και ελκυστικό με συνοπτικές διαδικασίες.
The Strokes: Is this it [Rca, 2001]
Στην αυγή του 21ου αιώνα, ένα συγκρότημα έρχεται να ξαναπαίξει τους ήχους των Velvet Underground από την αρχή, συγκεντρώνοντας γύρω του όλη τη φρενίτιδα που δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν οι τελευταίοι στην εποχή τους. Μαζί με τους ήχους, έχει και μια εξίσου ιδιαίτερη εικαστική πρόταση με τη θρυλική μπανάνα του Andy Warhol. Λίγα εξώφυλλα συζητήθηκαν περισσότερο από τα λευκά οπίσθια στο εξώφυλλο του ντεμπούτο τους –τα οποία αποδείχθηκε ότι ανήκαν στην καλλίγραμμη σύντροφο του φωτογράφου Colin Lane. Το γκρουπ αργότερα εξήγησε πως επρόκειτο για μία εντελώς αυθόρμητη φωτογραφία, που τραβήχτηκε ενώ η κοπέλα είχε μόλις βγει από το μπάνιο –ακόμα ένα έξοχο παράδειγμα των εσωτερικών αναφορών στην indie κουλτούρα και μουσική.
White Stripes: Elephant [V2, 2003]
Πέρα από τα προφανή και πολυσυζητημένα (τη μουσική ιδιοφυΐα του Jack White, την αλλόκοτη και αδιευκρίνιστη μέχρι και σήμερα σχέση μεταξύ των δύο μελών), το φαινόμενο White Stripes έχει ενδιαφέρον για έναν ακόμα, καλό λόγο: υπήρξε μία από τις πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις μουσικών σχημάτων που κατάφεραν να ταυτιστούν τόσο απόλυτα με ένα συγκεκριμένο αισθητικό μοτίβο. Το λευκό, το κόκκινο και το μαύρο θα τους ανήκουν αιώνια (ίσως ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι θα ανήκουν στις σημαίες των Αραβικών χωρών), και είναι αυτή η απλότητα και ο μινιμαλισμός, στα οποία στοχεύσανε και μέσω της μουσικής τους, που τους καθιστά απόλυτο παράδειγμα προσωπικού, ιδιαίτερου στίγματος, που καταλήγει να γίνει καθολικό και αναγνωρίσιμο από τους πάντες.
Yeah Yeah Yeahs: Fever to tell [Interscope, 2003]
Πατώντας πάνω σε ξεκάθαρες αναφορές μιας πανκ γοητείας, το εξώφυλλο του ντεμπούτο των Yeah Yeah Yeahs θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολύ εύκολα κακόγουστο ή παρωχημένο. Την ίδια στιγμή, όμως, ξεχωρίζει χάρη στο statement που κάνει, φωνάζοντας δυνατά τη δική του αλήθεια για τις ρίζες του independent φάσματος.
Franz Ferdinand Franz: Ferdinand [Domino, 2004]
Οι Franz Ferdinand πετυχαίνουν την αποθέωση του μινιμαλισμού, χρησιμοποιώντας στο εξώφυλλο του πρώτου δίσκου τους μόνο τρία χρώματα και δύο λέξεις. Η αφαιρετική τους πρόταση γίνεται σύμβολο (με εκτόπισμα ίσως μεγαλύτερο και από εκείνο του ίδιου του συγκροτήματος), τυπώνεται σε μπλουζάκια και αφίσες, και γίνεται μόδα που κρατάει ακόμα. Πολλοί τους μιμήθηκαν, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι ακόμα και η indie σκηνή μπορεί να γεννήσει τάσεις που κοπιάρονται.
Artic Monkeys: Whatever People say I am, that’s what I’m not [Domino, 2006]
Ένας τεράστιος, ποιητικός τίτλος κι ένας ταλαιπωρημένος, εντελώς ξενυχτισμένος και λιγάκι πιωμένος τύπος, με βαριά βλέφαρα και τσιγάρο στο χέρι, στο γκρι εξώφυλλο μιας πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας. Αυτός ο κουρασμένος τύπος επρόκειτο να γίνει η πιο πετυχημένη (αν και κάπως σοκαριστική) έκφραση μιας ολόκληρης γενιάς που περίμενε με το ρολόι στο χέρι να τελειώσει τη χειρονακτική εργασία ή το απογευματινό μάθημα σε κάποιο πανεπιστήμιο της αγγλικής επαρχίας, για να εξορμήσει στη συνοικιακή παμπ. Όταν η αλήθεια λέγεται με μορφή εικόνας, γίνεται ακόμα πιο δυνατή.
Animal Collective: Merriweather Post Pavilion [Domino, 2009]
Οι Animal collective έχουν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά εξώφυλλα στην παγκόσμια δισκογραφία. Η αφαιρετική ψυχεδέλειά τους μετατράπηκε από δυνητικό μειονέκτημα σε αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα, προκαλώντας ακόμα περισσότερο ένα κοινό που ήταν ήδη έτοιμο να τους ακολουθήσει προς άλλες κατευθύνσεις. Το στοίχημα κερδήθηκε και το συγκρότημα από τη Βαλτιμόρη απέδειξε κάτι σημαντικό που δεν αποδεικνύεται κάθε μέρα, στη μουσική και στην τέχνη γενικότερα: Καμιά φορά μπορείς να πας τον ακροατή εκεί που εσύ επιθυμείς.
Οι τίτλοι
Ίσως όλη η υπόθεση της αισθητικής του indie να μπορεί να συνοψιστεί στη φράση «εκτόνωσε όλες τις αναφορές και τις εμμονές σου μέσα από τη μουσική σου, ακόμα κι αν δεν σε καταλαβαίνει κανείς». Και είναι αλήθεια ότι αν υπάρχει μία μόνο μεγάλη ομπρέλα που να χωράει από κάτω της όλη την ανεξάρτητη δισκογραφία, αυτή μάλλον είναι η τόσο έντονη εμφάνιση προσωπικών αναφορών μέσα από τους στίχους, όπως και ορισμένοι πραγματικά αχανείς τίτλοι, οι οποίοι στο άλμπουμ ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγκροτήματος θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μάλλον αντιεμπορικά.
Οι Smiths, εν έτει 1986, έβαλαν στο εξώφυλλο του The Queen Is Dead τη μορφή μίας νεκρής βασίλισσας (το απόλυτο σύμβολο του βρετανικού αστικού συντηρητισμού), αλλά το είπαν κιόλας σαν περήφανο διάγγελμα, ενώ οι επίσης Βρετανοί Arctic Monkeys διάλεξαν για το ντεμπούτο τους έναν διπολικό συνδυασμό, με τον σύνθετο αλλά ταυτόχρονα υπερβολικά συγκεκριμένο και ευφυή τίτλο του άλμπουμ. Στην ίδια λογική, οι Of Montreal παρουσιάζονται με τους πιο δύστροπα μακροσκελείς τίτλους που σκέφτηκε ποτέ ανθρώπινος νους –με τα Coquelicot Asleep In The Poppies: A Variety Of Whimsical Verse και If He Is Protecting Our Nation, Then Who Will Protect Big Oil, Our Children? να αποτελούν δύο μόνο από τα πολλά παραδείγματα. Ταυτόχρονα, στην περίπτωση του Funeral των Arcade Fire δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά. Ίσως δεν γίνεται εξ αρχής αντιληπτό, αλλά είναι πλέον αρκετά γνωστό ότι το γκρουπ επέλεξε τον συγκεκριμένο τίτλο για να συνοψίσει μια περίοδο κατά την οποία κάποια πολύ αγαπημένα πρόσωπα των μελών του έτυχε να φύγουν από τη ζωή. Ο «βαρύς» τίτλος επιλέχθηκε με εντελώς προσωπικά κριτήρια, σε μια προσπάθεια να ξορκιστεί η άσχημη ψυχολογία της μπάντας.
Από την άλλη, οι κερκυραίοι Κόρε. Ύδρο. είναι μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις ελληνόφωνης indie μουσικής γεμάτης από παντού με ιδιωτικές αναφορές (“Π+Μ = Κ-Μ”), μακροσκελείς τίτλους (“Άλλη Μια Νύχτα Σύγχυσης Και Γέλιου”, “Πρωινή Διερώτηση (Για Να Μην Κάθομαι Άνεργος)”, “Όταν Ο Διάδρομος Ρουφήξει Τα Παιχνίδια Μου”), αλλά και εξαντλητικά τέλεια artwork, γεμάτα με τόσους πολλούς συμβολισμούς που μόνο οι πιο κοντινοί τους άνθρωποι θα ήταν σε θέση να τους αποκωδικοποιήσουν πλήρως. Αρκεί μια ματιά στο στιχουργικό περιεχόμενο, στους τίτλους και φυσικά στο artwork του βραβευμένου με EΒΓΕ Όλη Η Αλήθεια Για Τα Παιδιά Του ’78, για να καταλάβει κανείς μία ακόμη σταθερά της indie αισθητικής και φιλοσοφίας: την έμφαση στην κοπιαστική απόδοση της κάθε λεπτομέρειας. Η οποία, ενώ για τον εξωτερικό παρατηρητή ίσως φαίνεται περιττή, στο μυαλό του καλλιτέχνη φαντάζει απολύτως απαραίτητη.
Οι φυσιογνωμίες
Νομίζω πως ολόκληρο το εικαστικό και αισθητικό περιεχόμενο της indie μουσικής πατάει πάνω στις προσωπικότητες. Κι όταν η συζήτηση αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από το στυλ, την κινησιολογία, τη φυσιογνωμία, ακόμα και την εμφάνιση των καλλιτεχνών που κινούνται στα πλαίσια της ανεξάρτητης δισκογραφίας, τα πράγματα λειτουργούν σε πλήρη αντιστοιχία με όλα τα παραπάνω.
Κι αν υπάρχει ακόμα ένα επίτευγμα της ανεξάρτητης σκηνής, σε πλήρη συνάρτηση φυσικά με το πανκ, το οποίο προηγήθηκε και έμελλε να αλλάξει αμέτρητα δεδομένα στην παγκόσμια μουσική, είναι το γεγονός ότι πήρε τα μάτια μας από την καθαρή, αδιαπραγμάτευτη ομορφιά και τα προσγείωσε στο ατμοσφαιρικό στυλ πολλών ετερόκλητων χαρακτήρων. Κι έτσι, σιγά σιγά, η τέλεια εμφάνιση άρχισε να αποκτά μικρότερη σημασία σε σύγκριση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός (ακόμα και άσχημου, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις) προσώπου. Το ζητούμενο δεν ήταν πια να είσαι κομψός ή μοδάτος, αλλά να είσαι εσύ.
Ο John Lennon στα ’60s έχασε σχεδόν όλα όσα συνέβαιναν στις εκκωφαντικές συναυλίες των Beatles γιατί αρνούταν πεισματικά να φορέσει τα κοκάλινα γυαλιά μυωπίας του. Ο ίδιος σκελετός φοριέται πλέον περήφανα (και με πλαστικούς φακούς, αν χρειαστεί), ως απαραίτητο συμπλήρωμα ενός πιο σοφιστικέ geek λουκ. Τα μαλλιά πέφτουν ατημέλητα στο πρόσωπο, τα πουκάμισα είναι φαρδιά και κουμπωμένα μέχρι ψηλά, τα καλσόν των κοριτσιών κατά λάθος (ή και επίτηδες) σκισμένα.
Είναι τεράστια σοφία το ότι η ουσία βρίσκεται οπουδήποτε αλλού εκτός από την προσπάθειά μας να δείχνουμε μονίμως άψογοι. Η μεγάλη παγίδα, όμως, βρίσκεται στην υπερπροσπάθειά μας να μην δείχνουμε ποτέ άψογοι, καθώς καταλήγουμε περισσότερο επιτηδευμένοι, και τελικά λιγότερο ουσιαστικοί κι απ’ τη Gisele bündchen σε πασαρέλα του Μιλάνου.
Ίσως, τελικά, το indie να δημιουργήθηκε και να άνθισε απλώς και μόνο επειδή κάποιες προσωπικότητες ήταν τρομερά ισχυρές ώστε να λειτουργήσουν μέσα στους στενούς κανόνες της παγιωμένης δισκογραφικής βιομηχανίας. Από τότε, πάντως, έχει κυλήσει τόσο νερό στο αυλάκι, ώστε εκείνο που κάποτε έδρασε μειοψηφικά να είναι πλέον μία βαθιά επιδραστική πλειοψηφία.
Και μοιάζει δεδομένο: Κάθε φορά που στην παγκόσμια Ιστορία οι μειοψηφίες έγιναν πλειοψηφίες χάθηκε εξ ορισμού κάτι από τη μοναδικά πρωτότυπη αισθητική τους. Αλλά και από την κάποτε στραπατσαρισμένη γοητεία τους.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, 4 Δεκαετίες Indie, που κυκλοφόρησε το 2017.
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ