Είναι πραγματικότητα πως από το 2000 ο κόσμος άρχισε να αλλάζει δραματικά: οι πόλεμοι σε Ιράκ και Αφγανιστάν, η 11η Σεπτεμβρίου και ο όρος "Τρομοκρατία", που άρχισε να γίνεται κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου, δημιούργησαν νέα δεδομένα, ενώ μια νέα οικονομική κρίση, η οποία έκανε την εμφάνιση της τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας, έμελλε να αποδειχθεί ιδιαίτερα επίμονη. Ο κόσμος δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος, όσο κι αν κανείς δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
Η μουσική βιομηχανία άρχισε τότε να μετρά τις πρώτες της οικονομικές απώλειες, οι οποίες αυξήθηκαν ραγδαία με τα χρόνια. Οι πωλήσεις άρχισαν να μειώνονται, τα συμβόλαια δίνονταν μόνο σε ονόματα που θα μπορούσαν να αποφέρουν κέρδη και η παραγωγή μουσικής, όπως την ξέραμε, έμοιαζε να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ωστόσο, τότε συντελέστηκε και η μεγάλη εξάπλωση του ίντερνετ, η οποία υπήρξε καθοριστική για τις μπάντες που ξεκινούσαν εκείνη την περίοδο. Το πανίσχυρο αυτό εργαλείο επέτρεψε στους καλλιτέχνες να μπουν σε κάθε σπίτι χωρίς μεσάζοντες, με αποτέλεσμα ένα νέο μουσικό κύμα να γεννηθεί μέσα από τις δυσκολίες, καταφέρνοντας μέσω της DIY διαδικασίας να αναδείξει μπάντες και μουσικούς από διάφορα σημεία του πλανήτη.
Made in U.S.A.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, με το grunge να πνέει τα λοίσθια, το ροκ να κυριαρχείται από μπάντες όπως οι Limp bizkit και οι Korn, και με το nu metal, τη ska punk και τα boy bands να έχουν κατακτήσει τον κόσμο, ένα νέο μουσικό κίνημα έδειχνε να κατακτά ολοένα και περισσότερο κόσμο, με διάφορες τοπικές μπάντες, εξαιρετικά ταλαντούχες, να βάζουν τα πρώτα λιθαράκια.
Οι μουσικές επιρροές τους ήταν ποικίλες –από blues μέχρι new wave και grunge– όμως ο Τύπος τις ομαδοποίησε κάτω από ετικέτες όπως «post-punk revival» και «garage rock revival» – όροι που, ενώ πράγματι ανταποκρίνονταν σε μεγάλο μέρος του δυναμικού αυτού, μάλλον αδικούσαν κάποιες από τις πιο ιδιάζουσες περιπτώσεις. Με κύρια χαρακτηριστικά τους τα δυναμικά live και στυλιστικές επιλογές που παρέμπεμπαν στα ’50s/’60s, οι μπάντες αυτές, αλλά και οι οπαδοί τους, έμοιαζαν να ψάχνουν κάτι πιο «γνήσιο», κάτι διαφορετικό από την εμπορική μουσική που προέβαλε κατά κόρον το MTV.
Η αμερικανική επικράτεια ήταν, επί της ουσίας, χωρισμένη σε τοπικές σκηνές: Στη Νέα Υόρκη δρούσαν οι Strokes, Interpol, Yeah Yeah Yeahs, TV On The Radio και LCD Soundsystem, στο Ντιτρόιτ οι White Stripes, Von Bondies και Electric Six, στο Los Angeles και το San Francisco οι Black Rebel Motorcycle Club, Brian Jonestown Massacre, Dandy Warhols και Warlocks. Η ειρωνεία, ωστόσο, ήταν πως, ενώ αυτές οι μπάντες προέτασαν ένα ύφος και μία συμπεριφορά κόντρα στην εμπορικότητα, στην πραγματικότητα αυτό ήταν που κυνηγούσαν και που εν τέλει θα κατάφερναν να αποκτήσουν: Τη φήμη και τα κέρδη.
Η εμπορική επιτυχία των παραπάνω σκηνών άρχισε να εξαργυρώνεται, όχι περιέργως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, του οποίου το κοινό ιστορικά έχει επιδείξει γρηγορότερα αντανακλαστικά από οποιοδήποτε άλλο παγκοσμίως. Οι Strokes με το Is This It, οι White Stripes με το White Blood Cells και οι black Rebel Motorcycle club με το B.R.M.C., όχι μόνο μπήκαν στα βρετανικά charts, αλλά κατάφεραν να ανέβουν στις υψηλότερες θέσεις αυτών. Ακολούθησαν οι Interpol με το Turn On The Bright Lights και οι Yeah Yeah Yeahs με το Fever To Tell, δύο χρόνια αργότερα.
Η αδιαμφισβήτητη εμπορική επιτυχία των παραπάνω, αλλά και η ουσιαστική μουσική συνεισφορά τους, άνοιξε τον δρόμο για ένα δεύτερο κύμα συγκροτημάτων, το οποίο αποδείχθηκε πολύ πιο συνεπές και, ενδεχομένως, πιο ταλαντούχο: Οι Black Keys από το Οχάιο, οι Killers από το Λας Βέγκας, οι Kings Of Leon από το Νάσβιλ, οι Band Of Horses από το Σιάτλ και οι MGMT από τη Νέα Υόρκη, αποτέλεσαν τη συνέχεια για μια μουσική γενιά η οποία, αν και θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα της εμπορικότητας, τελικά μάλλον κατέληξε συνυφασμένη με αυτό.
Υπήρξαν, πάντως, και μπάντες οι οποίες, αν και δεν κατάφεραν να κάνουν την τεράστια εμπορική επιτυχία, κατέθεσαν, ωστόσο, κάποια ιδιαίτερα αξιόλογα άλμπουμ, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι δε χρειάζεται να σαρώνεις στα charts για να έχεις ένα μεγάλο και συνεπές κοινό. Ονόματα, δηλαδή, που είχαν πάρει έναν λιγότερο λαμπερό δρόμο, όπως οι Decemberists, οι Death Cab For Cutie, οι Vampire Weekend, οι Grizzly Bear, οι Postal Service και φυσικά οι National (που χαρακτηρίστηκαν, όχι άδικα, ως η πιο εργατική μπάντα), συνέβαλαν κι εκείνα σε μια σκηνή η οποία, ενώ ξεκίνησε με ένα πολύ συγκεκριμένο ύφος, κατέληξε να καλύψει ένα ιδιαίτερα ευρύ ηχητικό φάσμα.
Η ειρωνεία ήταν πως, ενώ αυτές οι μπάντες προέτασαν ένα ύφος και μία συμπεριφορά κόντρα στην εμπορικότητα, στην πραγματικότητα αυτό ήταν που κυνηγούσαν και που εν τέλει θα κατάφερναν να αποκτήσουν: Τη φήμη και τα κέρδη.
Η Βρετανική απάντηση
Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αρκέστηκε, φυσικά, στο να αγκαλιάσει τις αμερικανικές μπάντες αλλά είχε να επιδείξει και τους δικούς του ταλαντούχους μουσικούς. Οι Franz Ferdinand, οι Libertines και οι Bloc Party ήταν οι τρεις μπάντες που έθεσαν τις βάσεις της βρετανικής indie σκηνής για τη δεκαετία, έχοντας σαφείς επιρροές από post-punk συγκροτήματα όπως οι Joy Division και οι Wire. Από τα γκρουπ που ακολούθησαν, τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία έκαναν οι Arctic Monkeys, οι οποίοι, έχοντας ως μπροστάρη τον Alex Turner, έναν από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς των τελευταίων 30 χρόνων, και εκμεταλλευόμενοι ιδιαίτερα αποτελεσματικά το διαδίκτυο, κατάφεραν να σαρώσουν τα πάντα στο πέρασμά τους, δημιουργώντας μια μουσική δυναστεία που θα μπορούσε να συγκριθεί, χωρίς υπερβολές, με εκείνες των Blur και Oasis.
Eκείνη η μουσική γενιά, με συγκροτήματα όπως οι αγαπημένοι του ελληνικού κοινού Editors, οι xx, οι Kooks, οι Mumford And Sons, οι Foals και οι Florence And The Machine, μπορεί να υπερηφανεύεται πως ήταν μία από τις πιο ταλαντούχες όλων των εποχών. Παρότι φάνηκαν να έρχονται δεύτεροι, οι Βρετανοί συνέχισαν να δίνουν σπουδαία ονόματα στο είδος, σταθερά και ακατάπαυστα.
Η άνοδος του Καναδά και των λοιπών περιφερειακών αγορών
Αναμφισβήτητα, Αμερική και Βρετανία υπήρξαν οι βασικοί πυλώνες του indie, και σε αυτή τη δεκαετία. Όμως, υπήρξαν ονόματα και από άλλες χώρες που κατάφεραν να αναδειχθούν, ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό στα πλαίσια της εν λόγω σκηνής. Οι Σουηδοί Hives, για παράδειγμα, με το άλμπουμ-συλλογή Your New Favorite Band (2001), γνώρισαν διόλου ευκαταφρόνητη επιτυχία στις αρχές της δεκαετίας, ενώ ακολούθησαν κι άλλα ονόματα από την πατρίδα τους, όπως First Aid Kit, Peter Bjorn And John, The Knife, Jose Gonzalez και Lykke Li.
Αλλά και η Αυστραλία, η οποία διέθετε μια σκηνή που είχε δώσει και παλαιότερα δείγματα εξαιρετικών μουσικών, «χτύπησε» με τους Vines. Οι οποίοι με το πολύ επιτυχημένο Highly Evolved (2002) κατάφεραν επίσης να «καβαλήσουν» το κύμα hype που είχε δημιουργήσει ο βρετανικός και αμερικανικός Τύπος τις πρώτες μέρες της δεκαετίας.
Η περιφερειακή σκηνή, όμως, που έμελλε να αφήσει το ισχυρότερο στίγμα στα indie πράγματα των ’00s ήταν ο Καναδάς. Οι Arcade Fire, με το εμβληματικό Funeral (2004), έβαλαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους στην ανεξάρτητη παραγωγή της εποχής, τόσο με την ιδιαίτερη μουσική τους όσο και με τις ξεχωριστές στυλιστικές επιλογές τους. Παράλληλα, έβαλαν στον μουσικό χάρτη την ούτως ή άλλως πλούσια σκηνή της πατρίδας τους, η οποία έδωσε και άλλα αξιόλογα ονόματα (Broken Social Scene, Japandroids κ.ά.).
Η κληρονομιά των ’00s
Η πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας υπήρξε μια περίοδος συνεχών αλλαγών σε πολιτικό, οικονομικό και μουσικό επίπεδο. Παρά τις δυσκολίες, σηματοδότησε την επανεκκίνηση μίας ολόκληρης βιοχηχανίας, θέτοντας διαφορετικούς κανόνες και δίνοντας δύναμη στο κοινό μέσω του ίντερνετ.
Ωστόσο, οι περισσότερες από τις indie μπάντες που αναδείχθηκαν εντός εκείνης της δεκαετίας σήμερα είτε έχουν διαλυθεί είτε το μέλλον τους φαντάζει αμφίβολο: Οι White Stripes αποτελούν παρελθόν (με τον Jack White να συνεχίζει εμμονικά, ευτυχώς), οι Strokes βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, δίνοντας κάποια σημεία ζωής ανά περιόδους, το εγώ του Alex Turner δείχνει να έχει ξεπεράσει τη σημαντικότητα των Arctic Monkeys και η δεκαετία που διανύουμε, ενώ συνεχίζει να χαρίζει νέα άλμπουμ από μπάντες που αναδείχθηκαν κατά την προηγούμενη, σίγουρα δε γεννάει με την ίδια ευκολία μπάντες και μουσικούς που θα καταφέρουν να καθιερωθούν στη συνείδηση του κόσμου.
10 Προτεινόμενα άλμπουμ, 1 για κάθε χρονιά
The Strokes: Is this it [Rca, 2001]
Έχοντας ως frontman μία από τις σημαντικότερες μουσικές ιδιοφυΐες της εποχής μας, τον Julian casablancas, και με τη φήμη τους να διαδίδεται από στόμα σε στόμα, κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ που διέλυσε τα πάντα στο διάβα του.
Interpol: Turn on the bright lights [Matador, 2002]
Θεωρείται ένα από τα εμβληματικότερα άλμπουμ της δεκαετίας, έχοντας επηρεάσει βαθιά μπάντες όπως οι Killers, οι Editors και οι xx. Για κάποιους αποτελεί ένα από τα καλύτερα ντεμπούτο άλμπουμ όλων των εποχών. Οι Interpol δεν κατάφεραν ποτέ να βγουν από τη σκιά του.
The White Stripes: Elephant [V2, 2003]
Το πρώτο τους άλμπουμ με μεγάλη δισκογραφική εταιρεία παραμένει το πιο επιτυχημένο τους. Το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του Jack White, η ίντριγκα γύρω από τη σχέση του με τη Meg White και η γενικότερη θεατρικότητά τους ως μπάντα, όλα μέσα σε έναν δίσκο που σήμερα θεωρείται (δικαίως) κλασικός.
Arcade Fire: The Funeral [Merge, 2004]
Η απάντηση του Καναδά στην Αμερική άργησε τρία χρόνια, αλλά έκανε κρότο. Οι Arcade Fire βρέθηκαν στο προσκήνιο με έναν αριστουργηματικό δίσκο, του οποίου το εγκώμιο έπλεξε μέχρι και ο David Bowie.Η μπάντα κατάφερε στη συνέχεια να καταθέσει κι άλλες σπουδαίες δουλειές, σε μια πορεία που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Editors: The Back Room [Kitchenware, 2005]
Βαθιά επηρεασμένοι από την indie σκηνή των ’80s και με την ιδιαίτερη φωνή του Tom Smith σε πρώτο πλάνο, οι Editors κατάφεραν με το ντεμπούτο τους να θεωρηθούν ως αντικαταστάτες των Interpol. Παρότι δεν κατάφεραν τελικά να ανταποκριθούν στη συγκεκριμένη προσδοκία, η μετέπειτα πορεία τους πιστοποίησε το ταλέντο τους.
Arctic Monkeys: Whatever people say I am, that’s what I’m not [Domino, 2006]
Η βρετανική απάντηση στους Strokes ήταν μία μπάντα από το Sheffield, η οποία κατάφερε να κάνει θόρυβο από τις πρώτες κιόλας μέρες της. Το αδιαμφισβήτο ταλέντο του Alex Turner, ο οποίος πλαισιωνόταν από μία εξίσου ταλαντούχα μπάντα, δημιούργησε τεράστιες προσδοκίες, οι οποίες, πάντως, δικαιώθηκαν και με το παραπάνω. Ο δίσκος κατέχει το ρεκόρ των γρηγορότερων πωλήσεων για ντεμπούτο άλμπουμ στη Βρετανία και κατέκτησε το Mercury Prize του 2006.
Lcd Soundsystem: Sound of silver [Dfa, 2007]
Όπως είχε γράψει το Pitchfork, όταν μεγαλώσεις παρατάς τα ξενύχτια και τα κλαμπ, πουλάς τα βινύλιά σου (εκτός από εκείνα του Bowie) και μένεις περισσότερο στο σπίτι εξαιτίας της μέσης σου. Ή απλά το κάνεις όπως ο James Murphy, ο οποίος μεγαλώνοντας κατάφερε να δώσει μεγαλύτερο βάθος και ένταση στη μουσική του. Το Sound Of Silver αποτελεί φόρο τιμής σε όσους τον ενέπνευσαν μουσικά, και φέρει το νεύρο και την απογοήτευση ενός εφήβου. Ένας άψογος συνδυασμός εμπειρίας και δίψας για ζωή και συναισθήματα.
Kings Of Leon: Only by the night [The Control Group, 2008]
To τέταρτο άλμπουμ τους μετέτρεψε τους Kings Of Leon από μία ταλαντούχα μπάντα, σε ατραξιόν που γέμιζε μεγάλα στάδια –χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο δίσκος στερείται ποιότητας ή μουσικής υπόστασης. Εξαιτίας του, πολλοί τους απέδωσαν το προσωνύμιο των «Αμερικανών U2», κάτι που έχει μια βάση, μιας και ο ήχος τους έγινε πιο soft και τα κομμάτια τους πιο προσεγμένα. Η εκρηκτικότητά τους, ωστόσο, παρέμεινε άθικτη.
Florence and The Machine: Lungs [Island, 2009]
Το άλμπουμ με το οποίο μάς συστήθηκε η εξαιρετικά ταλαντούχα Florence Welch ήταν σχεδόν αψεγάδιαστο. Η καθηλωτική φωνή της, η ονειρική ενορχήστρωση και οι γεμάτοι ελπίδα στίχοι της μάς παρέσυραν σε έναν μουσικό κόσμο γεμάτο αγάπη και συναισθήματα.
The National: High Violet [4ad, 2010]
Αν το boxer (2007) αποτέλεσε τη μετάβασή τους σε έναν πιο χαρακτηριστικό ήχο, το High Violet ήταν η απόδειξη πως οι National είναι μεγάλη μπάντα. Με κομμάτια γεμάτα ανησυχίες κα προσωπικούς προβληματισμούς, ο Matt berninger δεν θέλησε να αποτινάξει από πάνω του την εικόνα του βαθιά ευαίσθητου και εύθραυστου ανθρώπου αλλά, αντιθέτως, προσπάθησε να κάνει περισσότερους να ταυτιστούν μαζί του, προβάλλοντας τα προσωπικά του βιώματα. Τα κομμάτια αυτά, όσο μεγάλες επιτυχίες κι αν έγιναν, παραμένουν σκοτεινά και βαθιά προσωπικά.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, 4 Δεκαετίες Indie, που κυκλοφόρησε το 2017.