Η ιστορία του dad rock δεν είναι η ιστορία του rock. Υπήρξαν άπειρα ανατρεπτικά μουσικά κινήματα τα τελευταία 70 χρόνια που ασφαλώς έφεραν στην επιφάνεια σπουδαίους δίσκους και καλλιτέχνες. Όμως με αφορμή την λιγότερο διαδεδομένη Ημέρα του Πατέρα (20 Ιουνίου) ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να ξεσκονίσουμε τον διεθνή όρο dad rock και να δούμε πόσο έχουν εξελιχθεί τα ακούσματα των μπαμπάδων από γενιά σε γενιά.
Αρχικά, ας τον αποδεχτούμε σαν μία εφεύρεση των μουσικογράφων κάπου στις αρχές της νέας χιλιετίας προκειμένου να προσδώσουν ακόμα περισσότερο πρεστίζ ή απλά να υπενθυμίσουν την επιρροή συγκροτημάτων που είτε υπήρξαν θρυλικά στις μέρες τους είτε σαν αφανείς ήρωες μπόλιασαν στους επόμενους τον χαρακτηριστικό ήχο τους. Επί της ουσίας, η δόξα που πάντα απολάμβαναν εμπορικά μεγαθήρια όπως οι Beatles, οι Pink Floyd, o Bob Dylan ή ακόμα και οι Eagles, ήταν μόνο ο καθρέπτης δύο ανεπανάληπτων μουσικά δεκαετιών (60s-70s) που μας χάρισαν και λιγότερο αναγνωρισμένους, στην Ευρώπη τουλάχιστον, αλλά εξίσου επιδραστικούς δίσκους όπως το Aja των Steely Dan.
Αν παρόλα αυτά πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο κύρια χαρακτηριστικά της πρώτη γενιάς dad rock συγκροτημάτων, αυτά είναι αφενός η μαζική εμπορική απήχηση τους, που δημιουργεί την άρρηκτη σύνδεση με μνήμες όσων έγιναν μπαμπάδες στα 80s-90s και μία cool, όπως άνετη και μελωδική εκδοχή του rock. Σχετικά με το δεύτερο χαρακτηριστικό, να σημειωθούν α) ότι ο Ozzy έγινε ένας εξαιρετικός μπαμπάς και β) ότι η φετινή Now That’s What I Call Dad Rock συλλογή έπρεπε να περιλαμβάνει από το “Eye Of The Tiger” των Survivor μέχρι το “All The Small Things” των Blink 182.
Υποσυνείδητα όμως, ο όρος, ειδικά για τους πιο διαβασμένους μουσικά rock μπαμπάδες, συνδέθηκε αρχικά με μία πιο άνετη εκδοχή του τρόπου ζωής όσων βίωσαν την άνθιση του είδους μέσα από φεστιβάλ τύπου Woodstock.
Άρα, η βάση του dad rock βρίσκει εν μέρει τις ρίζες του στην εποχή των λουλουδιών, της ψυχεδέλειας και των χίπις;
Όχι ακριβώς. Δύο οριακές στιγμές που ορίζουν το είδος και την γενικότερη αισθητική του (όπως παρουσιάζονται έξυπνα και σε αυτό το μίνι ντοκιμαντέρ του Pitchfork) είναι κομμάτια όπως τα “Teach Your Children” και “Our House” στο Deja Vu των Crosby, Stills, Nash & Young και ακόμα καλύτερα, η φωτογραφία του Paul McCartney με την κόρη του στο οπισθόφυλλο του πρώτου προσωπικού του άλμπουμ (κεντρική φωτογραφία). Δηλαδή, από μόνη της η θεματολογία που επέλεξαν να θίξουν από κάποια στιγμή και έπειτα οι rock θρύλοι, σήμανε και την στροφή τους σε μία πιο ώριμη εκδοχή του ήχου τους.
Τα παραπάνω δύο παραδείγματα αποτελούν αποδείξεις μιας αλήθειας που έχουν βιώσει όλοι οι μπαμπάδες της γης. Όταν στη ζωή κάποιου μπαίνει η πατρότητα, σχεδόν αυτόματα σταματά να τον απασχολεί η επιβεβαίωση των τρίτων (και τον αν θεωρείται κουλ ή όχι) και ξεκινάει η ιερή αποστολή του να γίνει κυρίως αποδεκτός από τα παιδιά του. Μάλιστα, σε αυτό το στάδιο είναι που μεγαλώνει η πιθανότητα να προκύψουν μερικά από τα πιο ακομπλεξάριστα και προοδευτικά επιτεύγματα στην καριέρα κάποιου.
Σε μια τέτοια συνθήκη οι Steely Dan δανειζόμενοι από το coolness της jazz «έσπασαν» τα ροκ στεγανά, δίνοντας ζωή στο yacht rock (ή αλλιώς soft rock) ιδίωμα με το άλμπουμ Aja (1977) κάνοντας για λίγο αυτόν τον ήχο συνώνυμο του dad rock.
Ντοκιμαντέρ, άρθρα, ιστορίες, μία κριτική στους Wilco το 2007 από την οποία ξεκίνησαν όλα, μα κατά βάση οι εκ νέου προσεγμένες εκδόσεις βινυλίων, ήρθαν να υπενθυμίσουν στους σημερινούς σαραντάρηδες ότι ένα μέρος της μουσικής που πιθανόν να πρωτοάκουσαν από τις δισκοθήκες των μπαμπάδων τους είναι πραγματικά κουλ και υπήρξε η βάση πάνω στην οποία στήθηκαν οι δικές τους αγαπημένες μπάντες.
Και παρά το γεγονός ότι το dad rock στις μέρες μας είναι αυτός ο γενικός όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε άλλoτε το χάσμα και άλλoτε την σύνδεση που μπορεί να έχουν μουσικά οι μπαμπάδες με τα παιδιά τους, οι πιο σχολαστικοί ακροατές συνδέουν τον όρο με την ήπια εκδοχή του rock ήχου. Αυτήν που δεν φτάνει στα άκρα ώστε να προκαλεί πονοκέφαλο όταν όλα τα μέλη της οικογένειας είναι στο αμάξι και που είναι αρκετά μελωδική ώστε να μην ενοχλεί -αντίθετα να διδάσκει και κάτι- στους μικρότερους.
Για παράδειγμα πίσω στα 1994, ακόμα και αν πάσχιζα να πείσω τον πατέρα μου, ότι οι Nirvana είναι το μοναδικό συγκρότημα που αξίζει, η διασκευή τους στο “The Man Who Sold The World” του David Bowie (μέρος του MTV Unplugged) θα γινόταν η γέφυρα και θα δημιουργούσε τo πρώτο κοινό μας άκουσμα. Και από εκεί θα ακολουθούσαν δύο αξιομνημόνευτα ακόμα και σήμερα περιστατικά. Αρχικά, η δήλωση του κύριου Χρήστου «Καλός ο Bowie, αλλά οι Beatles τα είχαν τραγουδήσει όλα» (που οδήγησε σε ατελείωτες ώρες ακροάσεων της δισκογραφίας των Σκαθαριών) και λίγους μήνες μετά, η επίσημη δικαίωσή του, όταν το MTV Unplugged του «δικού του» Eric Clapton, έδειξε στo grunge πώς πραγματικά βγαίνουν εκατομμύρια με μία ακουστική κιθάρα και την αγέραστη μελωδία του “Layla”.
Άρα, πρώτα ήρθε σπίτι το “Unplugged” των Nirvana το 1994 και όταν ο κύριος Χρήστος ανακάλυψε την σειρά Unplugged σε CD, τότε η έκδοση του Clapton θρονιάστηκε στο αυτοκίνητο και για μήνες δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
Επιπλέον επιβεβαίωση πως τα χάσματα είναι για να καλύπτονται αποτελεί το γεγονός ότι από το Big Pink του Dylan και των Band προέκυψαν οι Wilco ή ότι κάπου ανάμεσα στους πρώιμους R.E.M. και τους Creedence Clearwater Revival βρίσκεται η μαγεία των πρόσφατων dad rock αγαπημένων Pavement. Σε άλλο παράδειγμα, αν δεν ήταν το μπλουζάκι WAR που φόραγε ο Mario Caldato Junior στις ηχογραφήσεις των Beastie Boys δεν θα ενώνονταν περισσότερες από δύο γενιές μπαμπάδων. Αυτών που μας μεγάλωσαν με το “Why Can’t We Be Friends” και αυτών που θα μεγαλώσουν τους επόμενους με το “Sabotage”.
Σήμερα η απόσταση από το funk στο punk χρειάζεται μόνο μια παρακαταθήκη δίσκων και μοιραία, όσο θα κυλούν τα χρόνια τόσο θα μεγαλώνει η ποικιλία του τι ορίζουμε dad rock.
Στην σημερινή εξέλιξη του όρου, είναι απόλυτα υγιές να καλωσορίζουμε στον κόσμο μπόμπιρες που θα μεγαλώσουν υπό τους ήχους του λιγότερο rock Watch The Throne των Jay Z και Kanye West, την ίδια στιγμή που οι κλασικές αξίες που όρισαν τον ήχο του πρώτου dad rock κύματος, διατηρούν ακόμη λίγη από την vintage αίγλη τους μέσα από viral TikTok βίντεο όπως αυτό των Fleetwood Mac και του Dogface.
Άλλωστε η γενιά των 00s, έφερε στον όρο αλλαγές ανάλογες με αυτές που καθόρισαν την δισκοθήκη της. Από τους μπαμπάδες που μεγάλωσαν με Pavement, Sonic Youth, Oasis, Washington punk, rap και brit pop, μέχρι τους πιο πρόσφατους που βρήκαν ξανά τη soft rock θαλπωρή στους ήχους των Bon Iver, Vampire Weekend ή Mac DeMarco, το dad rock στυλ έφτασε να αντιμετωπίζεται και να τιμάται όχι σαν μουσική τάση, αλλά σαν στάση ζωής. Μια συνήθεια-σύμμαχος στην όποια άρνηση της αποδοχής των ευθυνών ενηλικίωσης ή όσων συνεπάγονται της κρίσης μέσης ηλικίας. Ένα μουσικό μαντζούνι για να διατηρούμαστε υγιείς και όσο μπορούμε «κοφτεροί» πνευματικά, στοχεύοντας στη μουσική έστω, αναβίωση όσων μας έκαναν να νιώθουμε πραγματικά ζωντανοί.