Εμείς, όμως, τα παιδιά που γεννήθηκαν στα μέσα των '70s, ας ανάψουμε ένα κεράκι για το ΠΑΣΟΚ.
Μετά το καλοκαίρι του 1988, η πίεση στην Ελλάδα να ανοίξει το τηλεοπτικό τοπίο και να επιτρέψει σε ιδιωτικούς σταθμούς να εκπέμψουν, ήταν αφόρητη. Νιώθαμε μεν Ευρωπαίοι ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η έκδοση της Πράσινης Βίβλου για μια «Τηλεόραση Χωρίς Σύνορα», που διαμόρφωσε το κατάλληλο πλαίσιο για μια φιλελεύθερη πολιτική στο τηλεοπτικό πεδίο, θα χαλούσε το κρατικό μονοπώλιο, που κρατιόταν με νύχια και με δόντια. Ο κόσμος πίεζε, η αντιπολίτευση πίεζε, οι δήμοι πίεζαν για ιδιωτικά κανάλια. Ο Δήμος της Θεσσαλονίκης είχε ήδη σηκώσει μπαϊράκι με τη μετάδοση του δικού του τηλεοπτικού καναλιού, του TV 100. Και κάπως έτσι, για να συγκρατηθεί η πίεση και να κερδηθεί μάταιος χρόνος, μας προέκυψαν άρον-άρον... τα δορυφορικά κανάλια.
Οι τεχνικοί γύριζαν από ταράτσα σε ταράτσα για να προσθέσουν τις νέες κεραίες UHF, βάζοντας ένα ακόμα λιθαράκι σε αυτό το άναρχο τοπίο που μας ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα. Τα καταστήματα γέμισαν προσφορές για έγχρωμες, μεγάλες τηλεοράσεις-μπαούλα. Κάποια στιγμή στα τέλη του 1988, σ' άλλους λίγο πριν, σ' άλλους λίγο μετά, ήρθε το χρώμα και στη δική μας οικογένεια και το ζάπινγκ.
«Ό,τι έγινε με το Τσερνομπίλ στα σούπερ μάρκετ, γίνεται τώρα στα δικά μας καταστήματα», μας είπε χαρακτηριστικά χτες κάποιος τεχνικός, ο οποίος όμως, δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι υπάρχει και κίνδυνος μαύρης αγοράς, από τη στιγμή που η ζήτηση είναι τεράστια σε σχέση με το υπάρχον στοκ, αναφέρει ρεπορτάζ εφημερίδας της εποχής.
Οι πρώτες εικόνες, λοιπόν, των δορυφορικών καναλιών, δεν ήταν οι «πρωτόλειες» παραγωγές των εγχώριων ιδιωτικών καναλιών, στην εμφάνιση των οποίων ακόμα αντιστεκόταν σθεναρά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που συντηρούσε (και) με αυτό τον τρόπο τις αντικαπιταλιστικές της ανησυχίες. Ήταν, βέβαια, κάποια διεθνή κανάλια που όμως -ως εφήβους- ελάχιστα μας ενδιέφεραν. Με πιο αδιάφορο το Horizon της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, ως κομμουνιστικό αντίβαρο στα κανάλια της Δυτικής Ευρώπης, το οποίο φαινόταν μια δεκαετία πίσω από τα δικά μας. Και πιο ενδιαφέρον... κάποιο Super Channel.
Και ήταν και το MTV. Δεν έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο. Ήταν ένα παράθυρο σε ένα ολόκληρο κόσμο. Με τα καλά και τα κακά του, διαμόρφωσε αισθητική. Που σίγουρα ήταν πολύ πιο ελκυστική από την τότε εγχώρια (και εν πολλοίς ξενοφοβική) κρατική ή εκείνη των πρώτων ιδιωτικών καναλιών, στα οποία επίσης θα πέφταμε με τα μούτρα. Το δικό μας MTV, του κωλοβαρέματος πριν το απογευματινό σχολείο (αν ήσουν «απογευματινός») και της μουσικής που ήταν πλέον εικόνα. Ήταν το δικό μας αντίβαρο σε ένα εν πολλοίς αδιάφορο μέσο. Και ήταν αδύνατον, σε αυτό το MTV, που σε έβαζε με μπλοκάκι να κρατάς σημειώσεις, να μην μισήσεις αγαπήσεις συνηθίσεις τους INXS.
Η ευρωπαϊκή έκδοση του MTV, που είχε ξεκινήσει τη λειτουργία της ένα χρόνο πριν, είχε κάνει από την αρχή της σχεδόν... σημαία το άλμπουμ Kick των INXS. Μιλάμε για την εποχή που κάθε άλμπουμ επιβαλλόταν να βγάλει και τρία και τέσσερα και πέντε single (ή και όλο το άλμπουμ, αν ήσουν ο Michael Jackson ή οι Def Leppard), αγκαζέ με video clip ώστε να τεκμηριωθεί πλήρως η αγορά του και από τον τελευταίο καταναλωτή που δεν είχε ειδοποιηθεί. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε, εκτός από τα περιοδικά στα οποία καταφεύγαμε -μισοκαταλαβαίνοντας- κάποιοι για να δείξουμε πιο ψαγμένοι για την ηλικία μας. Με το που ανοίξαμε τα δορυφορικά κανάλια μας, το κοντέρ των INXS έγραφε τέσσερα: κληρωθήκαμε δηλαδή στο μπαλάκι "Never Tear Us Apart", το τέταρτο single των INXS από αυτό το άλμπουμ, που είχε κυκλοφορήσει στα τέλη του καλοκαιριού, κι ακόμα ήταν σε heavy rotation.
Όσο κι αν το pub rock τους -με τις χορευτικές και arena ανησυχίες του, τα disco αποτυπώματα του Nile Rodgers, τα σόλο με τα σαξόφωνα (αλά Nescafe Frappe), το groove του Prince και ένα πιο πλαστικοποιημένο funk για να κουνήσουμε τα πόδια μας- δεν μας έψηνε αρχικά, όσο κι αν η εικόνα του sexy ροκ (ή ποπ;) καλλιτέχνη που θα ήθελε να είναι ένας πιο φωτεινός Jim Morrisson άνευ μυστηρίου (ή και άνευ, γενικώς) δεν μας έλεγε κάτι ως στερεοτυπικά αγόρια που θα αποφεύγαμε τη σχολική σφαλιάρα, αυτό ήταν τελικά το μελοδραματικό βαλς που στην εφηβεία μας αρκούσε για να λυγίσουμε. Φανερά ή κρυφά. Το '80s ποπ μελόδραμα είναι μια κατηγορία από μόνο του, αλλά αυτό ήταν πολύ εύκολο να το καταναλώσουμε αμάσητο. Στα σβηστά φώτα, αλλά και όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν κατ' ευχήν (που, σχεδόν, πάντα, ερωτικά δεν πήγαιναν, μη γελιόμαστε). Έστω και μαζί με άλλες, πιο ανεξάρτητες ανησυχίες, ή και μεταλλικές, που είχαμε εκείνο τον καιρό.
Αν κανείς βάλει την πορεία των INXS σε έναν κύκλο, θα ξεκινήσει από το "Mystify" και θα καταλήξει στο "Never Tear Us Apart", σχεδόν στο ίδιο σημείο. Ή, αν είναι σαν κι εμάς, θα ξεκινήσει από το "Never Tear Us Apart" και θα αφήσει παραθυράκι γιορτής στο "Mystify". Το ποτήρι, έτσι κι αλλιώς, κάποια στιγμή παραμένει με το μισό περιεχόμενο. Και τα δύο, όμως, μαζί με το "New Sensation", το "Devil Inside" και το "Need You Tonight", το greatest hits των INXS δηλαδή, βρίσκονται στο άλμπουμ Kick. Εκεί βρίσκεται η τελεία, γύρω από την οποία έγιναν κύκλοι, επιτυχημένοι ή μη. Αλλά και οι απογειώσεις προς το άγνωστο, πριν την τελική έξοδο του Hutchence από τούτο τον κόσμο, μια δεκαετία μετά. Ακόμα και συναυλιακά, αυτά τα δύο είναι τα σημεία αναφοράς: γιορτή στο ένα και τεράστια χαμόγελα, μαζική φρενίτιδα στο άλλο, με δύο έξυπνες παύσεις, η δεύτερη εκ των οποίων έφτανε τα έξι δευτερόλεπτα λίγο πριν το δεύτερο λεπτό του κομματιού. Όταν τα φώτα άνοιγαν ξανά και το "Never Tear Us Apart" ξεκινούσε, ο κόσμος αποθέωνε...
Αν μπορούσαμε όλοι να κρατήσουμε εκείνο εκεί το peak, θα μέναμε εκεί. Αλλά οι εποχές άλλαξαν, ο Hutchence ένιωθε όλη την ανασφάλεια ενός χαρισματικού superstar για ένα ποπ ακροατήριο και ήθελε να αισθανθεί σοβαρός καλλιτέχνης, ασθένεια μαζική στα τέλη των 80s και στις αρχές των 90s, όταν τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν και οι καλλιτέχνες να παίρνουν είτε τον στραβό, τον εναλλακτικό, τον grunge, τον βρώμικο δρόμο, είτε αυτόν του σημαντικού και διαχρονικού. Στα μάτια μου, ως μπάντα με διαφορετικούς πόλους, παγιδευμένοι στο image του γκρουπ που έβαλε μπροστά την επιτυχία, κινήθηκαν χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό από κάποια στιγμή και μετά, προσπάθησαν να τα κάνουν και τα δύο, εστιάζοντας περισσότερο στο πώς και λιγότερο στο τι.
Θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον ο μύθος, το τοξικό lifestyle, η επιτυχία που δεν ξαναρχόταν με τον ίδιο τρόπο, το 1991 που ήρθε και άλλαξε τον κόσμο ξερνώντας DIY attitude και αναγκάζοντας και τους ίδιους και πολλές μπάντες της εποχής να χάσουν τον προσανατολισμό τους. Ακόμα και το lifestyle του Hutchence, οι celebrity σχέσεις του και οι επικοινωνίες με τα μηνύματα της εποχής (ναι, τα φαξ!), οι εξαρτήσεις, η ίδια η αυτοκτονία του σε ένα ξενοδοχείο στο Σίδνεϊ του 1997, κάποιο ενδιαφέρον θα είχαν, όπως και να το βλέπαμε.
Νομίζω, όμως, ότι η ταινία που προβάλλουμε στο Backstage Film Festival, είναι -ιδιαίτερα προς το τέλος της- ένα σοκ. Σκηνοθετημένη από τον άνθρωπο που δημιούργησε το clip του "Never Tear Us Apart" και έζησε ο ίδιος αρκετά κοντά στην μπάντα, δεν είναι άλλη μια προσπάθεια αποτύπωσης ενός sex & drugs & rock'n'roll lifestyle, ούτε μια ωδή στον ανασφαλή καλλιτέχνη που χαιρετάει αθόρυβα και χωρίς σημείωμα τούτο τον κόσμο. Χωρίς αφήγηση, με αρκετά από τα στοιχεία που οι βιντεοκλιπάδες της εποχής αγαπούν, αλλά με μια κορύφωση που αποκαλύπτει ένα θέμα που λίγο πολύ όλοι μας είτε δεν γνωρίζαμε, είτε είχαμε θάψει στη λήθη των ασήμαντων λεπτομερειών της εποχής, για να κρατηθεί ο μύθος.
Ο Richard Lowenstein, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ "Mystify: Michael Hutchence", που προβάλλεται σήμερα δωρεάν στο φεστιβάλ μας, βλέπει αυτό το ντοκιμαντέρ ως μια απολογία που δεν ήταν εκεί ως φίλος όταν έπρεπε. Και χωρίς να χρησιμοποιεί υπερβολές, φροντίζει αθόρυβα να σοκάρει. Το πορτρέτο είναι τόσο κοντινό και άμεσο, που στην αρχή αναρωτιέσαι το γιατί, στη μέση παίρνεις μια διαφορετική, πιο γενική και μουσική εικόνα ως εφόδιο, αλλά στο τέλος ενώνεις τα κομμάτια. Ένας εγκεφαλικός τραυματισμός από μία επίθεση στη μέση του δρόμου, στέρησε από ένα ηδονιστικό αλλά και ανασφαλές πλάσμα, όχι μόνο την αίσθηση της οσμής και της γεύσης αλλά και την εναπομείνασα ισορροπία που είχε μέχρι τότε. Όποια είχε, τέλος πάντων.
Αυτή την αντίστροφη μέτρηση παρακολουθούμε από κάποια στιγμή και μετά, όταν το ντοκιμαντέρ αποκτά ρυθμό και η έλλειψη αφήγησης κόβει κάθε χαλάρωση, ενώνοντας κομμάτια του παζλ που δεν ήταν πρωτεύοντα στην ισορροπία του δικού μας μυαλού. Χωρίς να παρακολουθούμε υπερβολές, μένουμε με ανοιχτό το στόμα από τις απλές σκέψεις ενός μέχρι τότε σύνθετου μυαλού, την ανασφάλεια που οδηγούσε στην απόκρυψη αυτής της λεπτομέρειας ακόμα και από τα μέλη της μπάντας, το τέλος, που δεν είναι τέλος. Αλλά σκηνοθετική επιστροφή, μετά θάνατον, στην τελεία του κομβικού, μα και λυτρωτικού "Mystify".
Όπως ακριβώς το διαχειριστήκαμε κι εμείς στο μυαλό μας.
Η ταινία Mystify: Michael Hutchence προβλήθηκε στο πλαίσιο του Backstage Film Festival 2.0, την Παρασκευή 23/4/2021..
Διαβάστε ακόμα:
Backstage Festival: Δείτε εδώ on demand τις ταινίες της πρώτης εβδομάδας!
Γραφτείτε (δωρεάν) και απολαύστε οποιαδήποτε στιγμή...
Και χαρείτε στιγμές που αγαπημένοι ή μη καλλιτέχνες, ασχολήθηκαν με τα κομμάτια τους:
The National - Never Tear Us Apart
Bruce Springsteen - Don't Change
Morgan Kibby - Don't Change
London Grammar - Devil Inside
Beck - Need You Tonight
The Polyphonic Spree - Don't Change
Snow Patrol - New Sensation