Ήταν το 1991 η χρονιά που διερράγη το punk, όπως ιντριγκαδόρικα υποστήριξε μέσω του τίτλου του το ντοκιμαντέρ του Dave Markey που κατέγραψε την ευρωπαϊκή περιοδεία των Sonic Youth το 1991 (με τους Nirvana, Dinosaur Jr., Babes In Toyland κ.ά. να κλέβουν δίπλα τους την παράσταση); Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Αλλά ήταν σίγουρα μια χρονιά που άλλαξε ο κόσμος.
Γιατί, πολύ περισσότερο από “grunge year zero”, το 1991 θα μείνει στην ιστορία ως το έτος που έληξε και τυπικά ο Ψυχρός Πόλεμος. Αυτό που άρχισε με την πτώση του Τείχους τον Νοέμβριο του 1989, ολοκληρώθηκε με το σοβιετικό πραξικόπημα της 19ης Αυγούστου.
Πέντε εβδομάδες πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος με τον πιτσιρίκο και το δολάριο στον βυθό, ο υπαρκτός σοσιαλισμός διαλύεται οριστικά. Το αρκτικόλεξο ΕΣΣΔ συνοδεύεται πια από τον προσδιορισμό «πρώην», ο εμφύλιος στη μετέπειτα πρώην Γιουγκοσλαβία σιγοβράζει, η Τσεχοσλοβακία έχει πια λιγότερο από ενάμιση χρόνο ζωής πριν απ’ τη διαίρεση. Στο Δυτικό Μέτωπο όχι απλά δεν ισχύει το «ουδέν νεώτερον», αλλά ήδη από τις πρώτες μέρες του έτους τα Ηνωμένα Έθνη έχουν εγκρίνει την επίθεση 34 συμμαχικών δυνάμεων στο Ιράκ. Ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου είναι γεγονός, οι Ιρακινοί απαντούν εκτοξεύοντας πυραύλους στο Ισραήλ, στο MEGA θυμάμαι να προβάλλουν με αντιπολεμικό μήνυμα σε α΄ τηλεοπτική μετάδοση το «Καλημέρα, Βιετνάμ», ενώ λέξεις και φράσεις όπως «Σκουντ», «Καταιγίδα της Ερήμου», «ένταση στο Σεράγεβο», «ανεξάρτητη Λιθουανία, Γεωργία, Ουκρανία κ.ο.κ.» παίζουν πια στο λεξιλόγιο των δελτίο ειδήσεων και της νέας ζωής μας.
Άσχετα όλα αυτά με το Nevermind; Καθόλου. Το ριφάκι του “Smells Like Teen Spirit” ήρθε για να πυροδοτήσει τη σαρωτική έκρηξη της –ηχηρής σε volume αλλά σιωπηλής όσον αφορά τη δημοτικότητά της– επανάστασης που ψηνόταν στα αμερικάνικα ‘80s. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι από διάφορες πλευρές. Από τους hardcore πρωτοπόρους Black Flag και την καθοριστική ετικέτα SST μέχρι τον avant-garde θόρυβο που αντιπροσώπευσαν οι απόγονοι του no wave/σημαιοφόροι της νέας σκηνής Sonic Youth.
Κι από τους πρίγκιπες των κολεγιακών ραδιοσταθμών R.E.M. μέχρι το «στρατιωτικό» DIY ήθος των Minutemen και των Fugazi. Στις πλάτες των συγκροτημάτων αυτών λειτουργούσε ένα ολόκληρο δίκτυο ανεξάρτητων labels, παθιασμένων fanzines και λίγων αλλά ορκισμένων fans, βασισμένο στον αντικορπορατισμό και στην απέχθεια που τους προκαλούσε το γιάπικο πρότυπο. Εκείνο που σάρκαζε δίχως έλεος στα μυθιστορήματά του ο Bret Easton Ellis και είχε για σάουντρακ το δίπολο πλαστική pop/hair metal.
Τα παιδιά των baby boomers είδαν λοιπόν την ελευθεριότητα των γονιών τους να μετατρέπεται σε έναν συντηρητικό εφιάλτη με τη σφραγίδα της 8ετούς προεδρικής θητείας του Ronald Reagan (τον οποίο διαδέχτηκε το 1989 σε ανάλογο μιλιταριστικό κρεσέντο ο George Bush). Συνέθεσαν μια παραγνωρισμένη γενιά που κάθισε σε μια γωνιά του αμερικάνικου ονείρου και δεν είχε το ιδεολογικό κουράγιο να το αλλάξει μέσω νέων κοινωνικών αγώνων στον δρόμο. Είχαν μεγαλώσει ζώντας από πρώτο χέρι –μέσα στο σπίτι τους– την ειρωνική διάψευση της χίπικης ουτοπίας. Προτίμησαν λοιπόν να αποσυρθούν, πριν καν κουραστούν επιχειρώντας να αλλάξουν τον κόσμο. Ήταν η Generation X του Douglas Coupland, βαφτισμένη από το ομώνυμο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε –σωστά μαντέψατε– το 1991. Ήταν οι περίφημοι slackers των early ‘90s που εξέφραζαν τον αντικομφορμισμό τους μέσω συνειδητής απάθειας – πρώτος τούς περιέγραψε ο Richard Linklater στο εμβληματικό φιλμ Slacker, γυρισμένο και αυτό το 1991. Το περιθώριο που διάλεξαν δεν είχε να κάνει με την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους ως “white trash” μειοψηφία (αυτό ίσως να ίσχυε σε κάποιες βλάχικες redneck πολιτείες), αλλά με τη διαπίστωση της χαμένης αθωότητας που συνεπαγόταν στο μυαλό τους η ένταξη στο σύστημα. Και με μια ανάγκη για παράταση της εφηβείας μετά την ενηλικίωση. Σαν να λέμε “smells like teen spirit”. Μην ξεχνάμε ότι δεν είχαν ακόμα πλήρως διαθέσιμο το γήπεδο του ίντερνετ για να ξεσπάσουν στον παγκόσμιο ιστό.
Τίποτα δεν ήταν απαραίτητο να γίνει «σωστά». Ίσα ίσα που το ακριβώς αντίθετο έγινε αυτοσκοπός. Η μουσική τους θα ήταν lo-fi, η εμφάνισή τους απολύτως ντεμοντέ, οι «σκηνές» οπωσδήποτε τοπικές και όχι εθνικές. Κι αν το καλοσκεφτείς, καμία μεγαλούπολη δεν θα μπορούσε να γίνει κέντρο μιας κουλτούρας που τόσο εμμονοληπτικά ταυτιζόταν με το “outsider”. Το βροχερό και γκρίζο Σιάτλ στις βορειοδυτικές ακτές του Ειρηνικού ήταν σχεδόν ιδανικό να την στεγάσει. Και το Nevermind ήρθε να καλύψει όλα αυτά τα (στην πραγματικότητα περισσότερο επινοημένα παρά αληθινά) κενά, ενώ παράλληλα θα τάιζε τη βιομηχανία που ασφαλώς και είχε διαπιστώσει το ανεκμετάλλευτο target group. Για παράδειγμα, το Ten των Pearl Jam κυκλοφόρησε σχεδόν έναν μήνα πριν από το Nevermind χωρίς άμεση επιτυχία, αλλά μέχρι το τέλος του 1992 είχε σκαρφαλώσει και αυτό στα εθνικά charts συνιστώντας μια πρώιμη άτυπη “battle of grunge”. Την ίδια στιγμή οι underground ήρωες της προηγούμενης δεκαετίας R.E.M. γνώριζαν ένα υπεράνω πάσης προσδοκίας εμπορικό crossover με το “Losing My Religion”, αλλάζοντας οριστικά πίστα.
Βλέπεις, η dance κουλτούρα που εκτόνωσε τα αντίστοιχα απογοητευμένα παιδιά της Margie πέρα από τον Ατλαντικό, στις ΗΠΑ δεν ξέφυγε ποτέ από τον τοπικισμό του τριγώνου Chicago (house) – New York (garage) – Detroit (techno) και τον σεχταρισμό του αρχικού πλήθους που την υποστήριξε. Γκέι, μαύροι, ισπανόφωνοι, technoφιλοι και sci-fi geeks δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιβάλουν την dance σε παναμερικανικό επίπεδο. Ενώ το grunge και η φιγούρα του Cobain κρεμάστηκαν σε πολλούς τοίχους σπιτιών στα αμερικάνικα προάστια ενσαρκώνοντας το αρχέτυπο της “rock αντίδρασης”.
Την ίδια ώρα, λοιπόν, που η Βρετανία του 1991 συμφιλιωνόταν με τα e, έφτιαχνε χαρμάνια rave ’n’ roll σαν το Screamadelica, βυθιζόταν στο feedback του shoegaze λίγο πριν απ’ την επέλαση της Britpop και καλησπέριζε τη σκηνή του Μπρίστολ, στις ΗΠΑ αποφάσιζαν να καταναλώσουν ένα post-hardcore υβριδικό hard rock. Το οποίο δεν βασιζόταν στην πόζα και στις σταδιακού rock ονειρώξεις, αλλά σε μια πολυπόθητη πλην κατασκευασμένη «αλήθεια». Εκπεφρασμένη από φθαρμένα all-stars, στίχους κραυγαλέας αποξένωσης και αποθέωση της απαισιοδοξίας (πίσω από τις λέξεις, βέβαια, σχεδόν παρακαλούσαν να διαψευστούν – ο Cobain κάθε άλλο παρά αντιστάρ επιδιώξεις είχε, τουλάχιστον στην αρχή). Βάλε επίσης στον λογαριασμό ότι συζητάμε για μια 100% post-AIDS γενιά που δυσκολευόταν να ερωτευτεί στα πρώτα χρόνια της παρατεταμένης σεξουαλικής νευρικότητας μετά την εμφάνιση της αρρώστιας. Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 1991 είδε να πεθαίνει απ’ αυτήν ο Freddie Mercury (κι ενώ το “Bohemian Rhapsody” γνώριζε μια δεύτερη καριέρα ελέω της ταινίας Wayne’s World) και να την ομολογεί μπροστά στους παγκόσμιους δέκτες ο χαμογελαστός σταρ του ΝΒΑ Magic Johnson.
Σ’ αυτόν, λίγο πολύ, τον κόσμο έφεραν οι Nirvana το αξιολάτρευτο τέκνο τους. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μέσα σε λιγότερο από τέσσερις μήνες είχαν ανέβει στην κορυφή του Billboard, συμβάλλοντας καθοριστικά σε μια νέα indie εποχή. Έδιναν στο MTV, που ήταν πια δέκα ετών και είχε ήδη σκοτώσει τον radio star, την πρόκληση της νέας εποχής του: να οργανώσει και να καρπωθεί το “alternative nation”. Ανάγκαζαν μια σειρά από γκρουπ να μετακομίσουν στο Σιάτλ και να ξεπατικώσουν ελεεινά τις πρώτες αξιόλογες grunge μπάντες. Γίνονταν αγελάδα μετρητών για τη βιομηχανία πρωταγωνιστώντας σε ένα ακόμα επεισόδιο όπου ο «επάρατος» καπιταλισμός απορροφά κάτι που τυπικά γεννήθηκε στον αντίποδά του. Και αυτή είναι η διαφορά του Nevermind με τόσα και τόσα άλλα καθοριστικά άλμπουμ. Αυτός ακριβώς ο εμπορικός θρίαμβος και η αλλαγή των όρων του παιχνιδιού. Κάτι που είχε να γίνει από το 1977, “the year that punk ruled”. Κι ένα κίτρινο εξώφυλλο που έγραφε επίσης “Never Mind”, προσέθετε το “Bollocks” και χαιρέτιζε “Here’s The Sex Pistols”…
(Αναδημοσίευση από το SONIK)
1991: The Year That Punk Broke, δωρεάν προβολή σήμερα Σάββατο, στο Backstage Festival
Πριν 30 χρόνια, οι Sonic Youth έκαναν περιοδεία με τους Nirvana και ο Dave Marckey ήταν εκεί για να καταγράψει με την κάμερά του μια εποχή φρενήρη πάνω αλλά και κάτω από τη σκηνή.
Γυρνώντας το ημερολόγιο στο 1991 και ρίχνοντας με μια γρήγορη ματιά στα μουσικά τεκταινόμενα εκείνης της χρονιάς, θα οδηγηθείτε με πρόχειρους υπολογισμούς σε δύο συμπεράσματα: πως ήταν μια από τις σπουδαιότερες δισκογραφικά χρονιές των τελευταίων 3 δεκαετιών και πως μιλάμε για την εποχή που το grunge κατέκτησε τον κόσμο. Τα καρό πουκάμισα και οι κιθάρες έκαναν επέλαση στο MTV και το rock για τελευταία φορά κατάφερε να είναι συγχρόνως επικίνδυνο και απροσδόκητα εμπορικό.
Όπως ακούμε την Kim Gordon να λέει ακόμα πιο σταράτα σε ένα σημείο του 1991: The Year That Punk Broke του Dave Markey, το 1991 «ήταν η χρονιά που το punk ξόφλησε». Το guerilla αυτό οπτικοακουστικό ντοκουμέντο από την περιοδεία των Sonic Youth με τους Nirvana το 1991 είναι μια αφτιασίδωτη και απολαυστική, ατόφια υπενθύμιση πως το rock ‘n’ roll είναι καλύτερο όταν δεν το νοιάζει πώς φαίνεται.
Εκτός από τις δύο πρωταγωνιστικές μπάντες, στην ταινία παρελαύνουν επίσης οι Dinosaur Jr., Mudhoney, Ramones, Babes in Toyland και Gumball, που βλέπουμε σε στιγμές μιας περιοδείας που μοιάζει να ήταν το ίδιο φρενήρης πάνω αλλά και κάτω από τη σκηνή.
Με τον Thurston Moore να δίνει τον πρωταγωνιστικό ρυθμό μέσα από το μόνιμο παραλήρημά του, το 1991: The Year That Punk Broke μοιάζει σαν να σε κάνει κοινωνό σε στιγμές στις οποίες δε θα έπρεπε να είσαι «παρών». Αλλά, συγχρόνως, σε κάνει να ζηλεύεις αδιανόητα που δεν ήσουν όντως παρών σε όλες αυτές τις οργασμικές live εμφανίσεις που βλέπουμε στην ταινία και που πλέον, μοιάζουν με στιγμιότυπα μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
To 1991: The Year That Punk Broke προβλήθηκε στις 17/4, στο πλαίσιο του Backstage Film Festival.
Πώς θα δω τις ταινίες;
Συντονίζεστε κάθε βράδυ, μετά τις 21:00, στο www.avopolis.gr/backstage και κάνετε click στην τηλεοπτική συσκευή του interface ή στο σχετικό εικονίδιο που θα βρείτε εκείνη την ημέρα, για προβολή πλήρους οθόνης. Συνδέετε με την τηλεόρασή σας, εάν το θέλετε.
Πώς θα ενημερώνομαι για τα online events, τα δώρα, τις προσκλήσεις και τις ταινίες;
Από το www.avopolis.gr και το www.avopolis.gr/backstage. Θα υπάρξουν και προσθήκες και ανακοινώσεις και ειδικά προνόμια για τα εγγεγραμμένα μέλη. Μπορείτε να εγγραφείτε σε 1 λεπτό, δωρεάν, με το email σας, εδώ.
Είναι οι ταινίες δωρεάν για όλους;
Όλες οι ταινίες είναι δωρεάν. Κάποιες ταινίες θα προβληθούν μόνο με προσκλήσεις που θα δοθούν στα εγγεγραμμένα μέλη.
Έχω χάσει κάποιες από τις ταινίες. Μπορώ να τις παρακολουθήσω;
Ναι, μπορείς να το κάνεις, για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Τα εγγεγραμμένα μέλη του Avopolis έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν on demand μέχρι και την Τρίτη 20 Απριλίου, εδώ, όλες τις ταινίες της πρώτης εβδομάδας. Μπορείτε να εγγραφείτε σε 1 λεπτό, δωρεάν, με το email σας, εδώ.
Διαβάστε εδώ το πρόγραμμα και τις αναλυτικές πληροφορίες για το φεστιβάλ.
Δείτε τις ταινίες εδώ.