Τάνια Σκραπαλιώρη

Το θρυλικό περιοδικό «από DJs για DJs» που δημιουργήθηκε το 1991 στην Αγγλία και αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της βρετανικής και ευρωπαϊκής dance κουλτούρας έκλεισε αυτό τον Μάιο 30 χρόνια ζωής. Τριάντα χρόνια ιστορίας και πορείας  από τα underground στέκια στα μεγάλα εμπορικά charts και από την υποκουλτούρα των ναρκωτικών στα μεγάλα φεστιβάλ και στην Ιμπίθα. Από την εποχή που δεν λεγόταν καν DJMag μέχρι σήμερα που έχει καθιερωθεί για τα καλά στη συνείδηση και του τελευταίου clubber και μετά από πολλές αλλαγές φιλοσοφίας και άλλες τόσες  ιδιοκτησίας, το DJ Mag ήταν πάντα και παραμένει το νο. 1 περιοδικό για DJs και αυτές είναι μερικές στιγμές από την πολύ ενδιαφέρουσα και πλούσια ιστορία του.

 

Εν αρχή ήταν το Jocks…

 

Το DJ Mag είχε κάνει ήδη το όνομά του στην εργατική τάξη των disc jockeys ως Disc Jockey Magazine και αμέσως μετά ως Jocks, ήδη από τα τέλη των 80s. Με ύλη στα όρια του nerdiness που επικεντρωνόταν κυρίως σε ζητήματα εξοπλισμού dj και μόλις με ένα μικρό chart στριμωγμένο στις σελίδες των μικτών και των πλατό, το Jocks κατάφερε παρόλα αυτά  να σκαρφαλώσει στην κορυφή των πωλήσεων  του κλάδου του στο Ηνωμένο Βασίλειο, όταν ο εκδοτικός όμιλος στον οποίο ανήκε προσπάθησε να το εκμεταλλευτεί, στρέφοντάς το προς την κατεύθυνση της αναδυόμενης dance και rave σκηνής, πολλαπλασιάζοντας το μουσικό περιεχόμενο και φέρνοντας στο τιμόνι έναν πεπειραμένο και καλά δικτυωμένο DJ και μουσικό συντάκτη, τον Tim Jeffrey. O Jeffrey τράβηξε όλο το κουπί για να επαναπροσδιορίσει τον προσανατολισμό του Jocks μετατρέποντάς το σε ένα ελκυστικό προϊόν, ώριμο για εξαγορά. Ένα βήμα πριν το τελικό στάδιο του rebranding του Jocks και της αλλαγής του ονόματός του, το περιοδικό πουλήθηκε στην Orpheus Publishing, από την οποία έμελλε και να αρχίσει να γράφει τη μεγάλη του ιστορία.

 

…και μετά μια κανονική επανάσταση.

 

Το πρώτο τεύχος του DJ Mag κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1991, με αρχισυντάκτη τον Chris Mellor,  που -ως DJ και ο ίδιος- γνώριζε καλά την σκηνή που βρισκόταν σε έκρηξη μέσα σε αστραφτερές υπόγειες νύχτες μπροστά στα ράθυμα μάτια του βρετανικού μουσικού τύπου.

Το Λονδίνο και το Μάντσεστερ βίωναν μια νέα μουσική επανάσταση με την αcid house λαίλαπα από το Σικάγο να έχει ανθίσει για τα καλά στα εύφορα βρετανικά dancefloors, με τη βοήθεια νέων ναρκωτικών όπως το ecstasy, διαμορφώνοντας την γνωστή και αμφιλεγόμενη κυρίαρχη rave αισθητική των early 90s. Ο ηθικός πανικός που ανασήκωσαν τα νέα ήθη διασκέδασης της βρετανικής νεολαίας οδήγησαν στην λήψη αυστηρών μέτρων για τον περιορισμό και την ποινικοποίηση των αυτοσχέδιων ανεξάρτητων rave parties, τα οποία οδήγησαν τον κόσμο μαζικά στη νόμιμη διασκέδαση των μεγάλων clubs, που φαινόταν να προσφέρουν ένα ασφαλέστερο πλαίσιο διεξαγωγής της εξαλλοσύνης της νέας dance κουλτούρας. Μια κουλτούρα, που όλα τα μουσικά άστρα, από τους indie θεματοφύλακες (βλέπε Happy Mondays και Stone Roses) και τους Primal Scream μέχρι τους Prodigy και την ετικέτα της Warp, είχαν συνωμοτήσει για να την επικουρήσουν.

Το εμβληματικό, μέσα στην απλότητά του, κόκκινο logo του DJ Mag απλωνόταν σε όλη την έκταση του πρώτου τεύχους με τον Frankie Cnuckles και τους Ragga Twins σημαδεύοντας τη θέση του περιοδικού στη νέα εποχή. Οι μεγάλες μητροπόλεις της Αγγλίας είχαν γίνει ένα τεράστιο dancefloor και το DJ Mag ήταν εκεί για να βοηθήσει στην επάνδρωσή του. Ο Chris Mellor ήταν ελεύθερος να κάνει όλα τα μικρά και μεγάλα γοητευτικά λάθη του μη επαγγελματία του Τύπου και όλα τα σωστά που μπορεί να φέρει ένας άνθρωπος με πάθος για την κουλτούρα που εκπροσωπεί στο νο. 1 περιοδικό για αυτή. Λίγο μετά το λανσάρισμα του νέου ονόματος το περιοδικό έγινε μηνιαίο από εβδομαδιαίο για να χωρέσει τις προσπάθειες του προσωπικού  και των συντακτών να χαρτογραφήσουν τις νέες θάλασσες της dance μουσικής.

Ο Chris Mellor έχει δηλώσει στο παρελθόν σχετικά με την πορεία του DJ Mag: «Δεν ήταν κάτι εμπορικό, κάτι που αφορούσε τις μάζες –τουλάχιστον στην αρχή. Ήταν κάτι υπόγειο και ανατρεπτικό. Σε αντίθεση με την καλά εδραιωμένη ροκ βιομηχανία έπρεπε να το κυνηγήσουμε για να το καταγράψουμεΩστόσο αν ήσουν μέσα στην dance κοινότητα τους ήξερες πάνω-κάτω όλους. Μπορούσες να πας σε ένα δισκάδικο και μέσα σε λίγες ημέρες να ακούσεις όλη την καινούρια μουσική. Δεν είναι όπως τώρα που υπάρχουν 500 DJs σε μια ιστοσελίδα και άλλοι τόσοι και περισσότεροι στο Beatport. Θέλαμε να στηρίξουμε τη σκηνή με όλες τις δυνάμεις μας αλλά και να διατηρήσουμε τον underground χαρακτήρα της. Ήταν μια πρόκληση να κρατήσουμε αυτή την ισορροπία. Μόλις ξεκινούσαμε και είχαμε όλοι την αίσθηση ότι κάνουμε ένα φανζίν. Ήταν κάτι φτιαγμένο από DJs για DJs, μιλούσαμε σε ανθρώπους που καταλάβαιναν τη γλώσσα μας».

Και πράγματι η κρυφή γοητεία του φανζίν είναι φανερή σε εκείνα τα πρώτα τεύχη που φτιαχνόντουσαν σχεδόν στο χέρι, χωρίς κομπιούτερ με oldschool εκτυπωτικές μεθόδους και υπαγόρευση από το τηλέφωνο, αλλά με περιεχόμενο που μπορεί να σου φέρει δάκρυα στα μάτια σήμερα: αφιέρωμα στην ξεχασμένη (το 1991) Italo disco, πρώιμος Moby και εικοσάχρονος Joey Beltram. Όσο όμως τα dance υπόγεια ρεύματα μετατρέπονταν σε βιομηχανία με τα όλα της, τόσο το «φανζίν» DJ Mag -ταϊσμένο με όλο και μεγαλύτερα κομμάτια διαφημιστικής πίτας- γινόταν  το μεγάλο εμπορικό έντυπο που ξέρουμε σήμερα  ανεβοκατεβάζοντας DJs και καθορίζοντας τις playlists των clubs σε όλο τον κόσμο.

 

Aπό τα Beats per Minute…

 

Ένα από τα κυρίαρχα features της πρώτης εποχής του DJMag ήταν το “Beats per Minute”, οι σελίδες των δισκοκριτικών που σημείωναν και τα BPMs κάθε δίσκου. Οι συντάκτες άκουγαν όλους τους δίσκους και μετρούσαν τα BPMs χειροκίνητα, για να βοηθήσουν τους DJs να έχουν μια γρήγορη εικόνα του εύρους του κάθε δίσκου. Ο εγκέφαλος και πρωτεργάτης αυτής της μεθόδου, ο DJ και μουσικός συντάκτης, James Hamilton, xρειαζόταν πρακτικά μια ολόκληρη ημέρα για να γράψει για τον δίσκο, κάτι που οδήγησε σε αργοπορίες και γκρίνιες που έφεραν εν τέλει και το κόψιμο της στήλης. Η επέλαση των drum machines και η τεχνολογική πρόοδος έκαναν αυτόν τον nerdy τρόπο κριτικής να φαντάζει ξεπερασμένος, ωστόσο είναι και παραμένει μια υπέροχη εικόνα της μεταβατικής περιόδου της dance βιομηχανίας μεταξύ mobile disco και μεγάλων clubs, και αρκετά χρόνια πριν τα εργαλεία συγχρονισμού των DJ softwares φέρουν ένα απευκταίο μέλλον για εκείνη την κοινότητα των DJs.

 

…στους Top 100 DJs.

 

Ένα από τα μεγαλύτερα assets του DJ Mag όλα αυτά τα χρόνια -αν όχι το μεγαλύτερο- είναι η λίστα με τους καλύτερους DJs του κόσμου, το περίφημο Top 100 DJs που προκύπτει κάθε χρόνο μετά από δημόσια ψηφοφορία. Ξεκινώντας το 1991 ως εσωτερική ψηφοφορία των καλύτερων DJs μεταξύ των συντακτών μετατράπηκε σε ένα εκλεκτικό poll τύπου Grammy όπου καλούνταν οι μουσικοί συντάκτες όλης της βιομηχανίας να αποφασίσουν για τις υποψηφιότητες και τους νικητές, μέχρι που το 1997 ελήφθη η απόφαση να δοθεί το βήμα της ψηφοφορίας στους αναγνώστες, με τον Carl Cox να είναι ο πρώτος αιρετός κορυφαίος DJ του κόσμου, τουλάχιστον για την κοινότητα του περιοδικού. Το Top 100 DJs εξελίχθηκε με τα χρόνια στο μεγαλύτερο βαρόμετρο της δημοφιλίας και τον κασέ των DJs παγκοσμίως, με πολλούς από αυτούς να καταστρώνουν κανονικές καμπάνιες για να ζητήσουν την ψήφο του κόσμου. H δυναμική αυτή του poll ως marketing & influencing εργαλείου έχει δεχτεί δριμεία κριτική, κατηγορούμενο ως επιρρεπές στην εμπορικότητα και στον παραγκωνισμό εξαιρετικά ταλαντούχων, μη «εμπορικών» DJs.

Πράγματι το Top 100 DJs έχει φλερτάρει πολλές φορές με πρακτικές αποκλεισμού ιδιωμάτων ηλεκτρονικής μουσικής που ξεφεύγουν από την πεπατημένη της mainstream EDM, κάτι που είναι άλλο ένα μεγάλης ιστορικής σημασίας τεκμήριο του προδιαγεγραμμένου κύκλου ζωής των εντύπων που ξεκινάνε από τα στενά υποστηρίζοντας συνήθως μια «υποκουλτούρα» και φτάνουν στα τραπεζάκια των σαλονιών των μεγάλων διαφημιστικών όσο η κουλτούρα αυτή χάνει το προθεματικό πρόσημό της. Στο poll του DJMag μπορεί πράγματι να ασκηθεί σοβαρή κριτική για πολλούς λόγους -για παράδειγμα μόνο μια γυναίκα έχει καταφέρει να αναδειχθεί κορυφαία DJ της χρονιάς μέχρι σήμερα κι αυτή ήταν η Smokin Jo μόλις το 1992, ενώ από το 2000 και μετά βαριέσαι να βλέπεις τα ονόματα του Tiesto και του Armin Van Buuren. Παρόλα αυτά, παραμένει και σήμερα ένα σημαντικό εργαλείο για τον χάρτη της βιομηχανίας του clubbing και ένα πολύ χρήσιμο πεδίο μελέτης των politics της dance μουσικής βιομηχανίας.

 

Γράφοντας ιστορία σε τίτλους

 

Το DJ Mag σίγουρα δεν είναι αυτό που ήταν στα «αθώα» ‘90s και πώς θα μπορούσε άλλωστε. Παραμένει όμως, παρόλα τα σκαμπανεβάσματα και τις αλλαγές που διήλθε, ένα oρόσημο για την dance κουλτούρα με τεράστια ιστορία, η οποία το έκανε να επιβιώσει μέσα σε όλες τις προκλήσεις ζωής και θανάτου που γνώρισε και γνωρίζει η σκηνή που εκπροσωπεί και όλες τους μετασχηματισμούς και εξαγορές που μοιραία γνωρίζει ένας πετυχημένος εμπορικός τίτλος. Αυτά είναι μόλις μερικά τεύχη που ξεχωρίζουν στην εντυπωσιακή, πλούσια, τριαντακονταετή ιστορία του DJMag και που πάντα θα το ευχαριστούμε για αυτά.

Οκτώβριος 1993 –η επετειακή έκδοση του 100ου τεύχους του DJ Mag με ένα από τα καλύτερα Top 100 DJs στην ιστορία του περιοδικού (βλέπε ονόματα όπως Andrew Weatherall, Dave Angel και Dave Halsam).

Φεβρουάριος 1994 –εξώφυλλο με τους Underworld και το εκπληκτικό breakthrough album τους Dubnobasswithmyheadman που σηματοδοτεί την ολοκληρωτική στροφή του περιοδικού στην EDM και την αποσύνδεσή του από ισχυρά ιδιώματα της mobile disco κουλτούρας όπως η reggae.

Απρίλιος 1997 –εξώφυλλο με τους άγνωστους τότε Basement Jaxx, ένα λαμπρό παράδειγμα της "before it was cool" τάσης της χρυσής εποχής του DJMag.

1999 –τα τεύχη του DJMag κάνουν ένα μεγάλο διαρκές αφιέρωμα στο νέο progressive ιδίωμα της trance με all-star eξώφυλλα με Sasha, Digweed και Dave Seaman ακριβώς πριν σαρώσει το είδος ο εμπορικός χείμαρρος του Millenium.

2002 –εξώφυλλο με τον Fatboy Slim ακριβώς στον απόηχο του μεγαλειώδους ιστορικού act των 250.00 ατόμων στην παραλία του Μπράιτον.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured