Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik «Η μουσική από τα '10s στα '40s»
Η Εποχή της Jazz θα ξεκινούσε με αυτόν τον απαράμιλλο bandleader και τρομπετίστα από τη Νέα Ορλεάνη. Ο οποίος καθόρισε ό,τι σήμερα λέμε "groove", γενόμενος ο επί δεκαετίες αγαπημένος της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας, πριν βέβαια καταστεί «αναθεματισμένος» στα 60s...
Λέγεται ότι, όταν γεννιούνται μύθοι γύρω από κάποιον, τότε υπάρχει κάτι σπουδαίο. Και τόσο η jazz σαν σύνολο, όσο και οι μουσικοί της μεμονωμένα, συχνά διέθεταν αυτό το ξεχωριστό φως. Ανάμεσά τους, βρίσκεται σίγουρα ο Louis Armstrong –ο πρωτομάστοράς της. Ένα σύμπαν από μόνος του.
Aπό δεξιά προς τα αριστερά. Ο Rex Stewart και ο Charlie Barnett εν δράσει.
Κατά τον Eric Hobsbawm, η jazz «δεν είναι μόνο συνηθισμένη μουσική, ελαφριά ή σοβαρή, αλλά επιπλέον μουσική διαμαρτυρίας και εξέλιξης». Με βάση λοιπόν αυτή, την τελευταία παρατήρηση, ο Armstrong υπήρξε ο πρώτος επαναστάτης του είδους: εκείνος που πήρε ένα ψυχαγωγικό ιδίωμα των κακόφημων συνοικιών της Νέας Ορλεάνης και το ανήγαγε σε υψηλή μορφή τέχνης, με παγκόσμια επιρροή και περγαμηνές.
Στην ουσία, η Εποχή της Τζαζ ξεκινά το 1925, με τα περίφημα Hot Five και Hot Seven σχήματα του Armstrong, μέσω των οποίων η συλλογικά παιγμένη μουσική της Νέας Ορλεάνης, που εκπροσωπούσαν συγκροτήματα σαν την Creole Jazz Band του Joe "King" Oliver, μετασχηματίζεται σε απαιτητική τέχνη για σολίστες –με τον 24χρονο "Satchmo" (από το satchel mouth, μεγάλο στόμα) να αναδεικνύεται σε απαράμιλλο bandleader και τρομπετίστα. Την ίδια στιγμή, όντας τέκνο της Νέας Ορλεάνης που δραστηριοποιήθηκε στο Σικάγο, εκπροσωπούσε και τους μαύρους πληθυσμούς που μετακινήθηκαν τότε μαζικά από τον αμερικάνικο Νότο προς πόλεις όπως το Σικάγο, το Ντιτρόιτ, η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και η Φιλαδέλφεια. Απείχε μάλιστα συνειδητά από τα «σκοτεινά και παρακμιακά» night clubs, στα οποία η «μουσική ήταν για τους μουσικούς»: ήταν ένας δεξιοτέχνης που αποζητούσε το δυναμικό χειροκρότημα του ευρύτερου κοινού.
Η τρομπέτα θέλει ιδρώτα
Οι πιο αριστουργηματικοί του Hot Five & Hot Seven σταθμοί –συνθέσεις λ.χ. σαν τα “Potato Head Blues” (1927), “West End Blues” (1928), “Hotter Than That” (1927), “Tight Like This” (1928), “Cornet Chop Suey” (1926) και “Weather Bird” (1928)– αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα τόσο μιας εποχής κατά την οποία τα μουσικά «προσωπεία» γλιστρούσαν με γοργούς ρυθμούς, όσο και μιας σολιστικής τεχνοτροπίας με ασυνήθιστη κατηγορηματικότητα και πρωτόγνωρη εκρηκτικότητα. Για ορισμένους, αυτό το άγριο και συνάμα δραματικό παίξιμο καθρέφτιζε με σαφήνεια το μικροαστικό φόντο της καταγωγής του και την περιπετειώδη του παιδική ηλικία. Για όσους δε από σας φτιάχνουν ακόμα δισκοθήκες στην εποχή του ίντερνετ, συστήνεται η τετραπλή συλλογή The Complete Hot Five And Hot Seven Recordings (Sony, 2008).
O τρομπετίστας Rex Stewart θυμάται πως στην αρχή ο Armstrong φορούσε ένα χοντρό σακάκι ξεπερασμένης εποχής, αλλά ότι τέτοια χοντρόπετσα σακάκια έγιναν σύντομα της μόδας, απ' όταν άρχισε να παίζει! Υπό την επιρροή του, πάντως, η jazz έγινε κάτι παραπάνω από χορευτική μόδα της δεκαετίας του 1920· μετατράπηκε σε αληθινή τέχνη. Ήταν άλλωστε η δική του, καινοτόμος ρυθμική αίσθηση με τα γερά πατήματα στις αφροαμερικανικές ρίζες η οποία θα καθόριζε όχι μόνο την Εποχή του Swing (που θα ακολουθούσε), αλλά και ό,τι σήμερα ονομάζουμε "groove".
H πληθωρική Bessi Smith
Ήδη, επίσης, από τα πρώτα του βήματα, η τεχνοτροπία του καταπιανόταν με το πώς ο αυτοσχεδιασμός μπορούσε να μεταμορφώσει ένα φορμαλιστικό θέμα. Ένα σόλο δηλαδή στα δικά του χέρια ξεπερνούσε το χτίσιμο της λεγόμενης «δυνατής» νότας, μετουσιωνόμενο σε στοχαστική σύνθεση-γέννημα της δεδομένης στιγμής. Έτσι, ο Armstrong πάντρεψε την υψηλή αισθητική μ' ένα πολύτιμο μάθημα για το πώς ν' αφήνεσαι και να εμπιστεύεσαι το στοιχείο του αυθορμητισμού. Γι' αυτό και αργότερα η αμερικανική κριτική θα υποστήριζε ότι τέτοιες βάσεις δεν επηρέασαν μόνο τους τζαζίστες, μα και την αίσθηση του χρόνου στη μουσική που διέθεταν μεταγενέστερες μορφές όπως π.χ. ο Jimi Hendrix ή οι Public Enemy.
Αλλά ο "Satchmo", "Dippermouth" ή καλύτερα "Pops" (παρατσούκλι που του χάρισε η Billie Holiday) δεν έμαθε την Αμερική μόνο να σουινγκάρει, μα και πώς να τραγουδάει. Οι ερμηνείες του είχαν κι εκείνες τον αέρα του παιξίματός του: ήταν ευφυείς και εκλεπτυσμένες. Σε καιρούς κατά τους οποίους το τραγούδι ακολουθούσε γλυκερά πρότυπα και συχνά έμενε τόσο πιστό στη φόρμα, ώστε στερούνταν προσωπικής σφραγίδας, εκείνος άφησε τη φωνή του να καταστεί μουσικό όργανο, αλλάζοντας έτσι την επικρατούσα αντίληψη. Από τη Bessie Smith και τη Billie Holiday, έως τους Frank Sinatra και Bing Crosby, όλοι κατόπιν θα πατούσαν στο "crooning" του.
Η Billie Holiday και ο σκύλος της, ο Mister, στη Νέα Υόρκη, τον Φεβρουάριο του 1947.
Δεκαετίες αργότερα, βέβαια, οι εντυπώσεις θα άλλαζαν άρδην. Η γενιά που εκκολαπτόταν στις Η.Π.Α. των 60s εξέφρασε ανοικτά τη δυσαρέσκειά της με την υπάρχουσα κατάσταση του έθνους και ο επί μακρόν αγαπημένος της αμερικανικής ποπ κουλτούρας δεν θα έμενε στο απυρόβλητο. Γινόταν άλλωστε και διαφορετικά; Ενώ κέντρα πόλεων καίγονταν και μαίνονταν οι διαμαρτυρίες κατά του Πολέμου του Βιετνάμ, εκείνος –ο σπουδαίος Armstrong– όχι μόνο παρέμενε σιωπηλός, μα ηχογραφούσε και κομμάτια σαν το “Ballad Of Davy Crockett” (ωδή στην αποικιοκρατική πολιτική) και το “Zip-A-Dee-Doo-Dah” (εξιδανίκευση της θέσης του μαύρου σκλάβου στον Νότο, εικόνα τού περίφημου Μπαρμπα-Θωμά), αφήνοντας το δημόσιο προφίλ του να καθοριστεί από τη σαρωτική επιτυχία του “What A Wonderful World”.
To εξώφυλλο της συλλογής "The Complete Hot Five And Hot Seven Recordings"
Έτσι, ενώ γενική είναι η παραδοχή πως οι ηχογραφήσεις του παρέμειναν ανεπανάληπτες και μετά τους Hot Five & Seven, ως και τα τέλη της δεκαετίας του 1940, πολλοί υποστήριξαν με σθένος πως ο Armstrong είπε τελικά περισσότερα Ναι από Όχι. Και όντως, έτσι έκανε. Με τη μεγάλη του επιτυχία στην ψυχαγωγία των λευκών, έγινε ο «αναθεματισμένος». Σε αυτό συνέβαλλαν, επίσης, ποικίλες γυαλιστερές κινηματογραφικές εμφανίσεις, εμπορικές επιτυχίες τύπου “Hello Dolly”, κυβερνητικά χρηματοδοτούμενες περιοδείες ανά τον κόσμο με τους All Stars ή και ατυχή σχόλια για τους μεταγενέστερους τζαζίστες, όπως π.χ. εκείνο «το bebop είναι μοντέρνα κακοβουλία». Κάπως έτσι, για μια σεβαστή μερίδα του κοινού, ο μεγαλύτερος ίσως εκπρόσωπος της jazz –την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «ζωντανό μανιφέστο λαϊκότητας»– έχασε τον θρόνο του κι απέμεινε καθήμενος σε σπιλωμένες δάφνες.
49 πάντως χρόνια μετά τον θάνατό του, καθώς γυρνάω πια συχνά σε αυτούς τους παλιομοδίτικους στυλοβάτες της jazz περιπέτειας, μου αρέσει να θυμάμαι τα λόγια του: «Υπάρχουν δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Εγώ παίζω την καλή». Βάζω τότε στο repeat τη δική του εκδοχή στο αγαπημένο “Stardust” (1931) και αναφωνώ «Στην υγειά σου, Pops!»
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, «Η μουσική από τα '10s στα '40s», που κυκλοφόρησε το 2015.
Μπορείτε να το αποκτήσετε πατώντας εδώ