του Παντελή Αντωνιάδη,
Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik «Η μουσική βίβλος των '70s»
To new wave προέκυψε χάρη στην πόρτα που είχε ήδη ανοίξει το punk. Για την ακρίβεια, η επόμενη αυτή γενιά συγκροτημάτων δεν σκόπευε ν’ απαρνηθεί την ενέργεια, τη δυναμική και την αμεσότητα του punk, είχε όμως την διάθεση να το εμπλουτίσει ηχητικά, να το απογειώσει ενορχηστρωτικά και να αμβλύνει την αύρα μετωπικής αντιπαράθεσης που χαρακτήριζε την αρχική φάση του κινήματος.
Ο όρος new wave είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για να περιγράψει την καινούρια τάση του γαλλικού κινηματογράφου το 1960, για τους συγγραφείς science fiction λογοτεχνικών έργων το 1964, ακόμη και εδώ στην Ελλάδα για την δουλειά συνθετών όπως ο Γιάννης Σπανός και ο Μάνος Λοΐζος. Ο Roy Carr, ο δημοσιογράφος του ΝΜΕ, ο οποίος χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο, είχε πάντως ως έμπνευση τον γαλλικό κινηματογράφο.
Ποιες ήταν οι μπάντες που χωρούσαν κάτω από την συγκεκριμένη ετικέτα; Αμέσως αμέσως οι Blondie και οι Talking Heads από τη σκηνή του CBGB’s, οι Cars από τη Βοστώνη, οι Go Go’s από το L.A., οι B-52’s από την Αθήνα της Georgia, οι Devo και τα παράξενα καπέλα τους από το Ohio. H Μ. Βρετανία προσέφερε μεγαλύτερη ποικιλία.
Οι Police, με τις pop/reggae επιρροές, τις πλούσιες ενορχηστρώσεις, τη λουσάτη παραγωγή και τους χορευτικούς ρυθμούς, οι Jam με τις mod αναφορές, ο Elvis Costello και οι XTC με το εκλεκτικό pop rock τους, οι αγαπημένοι του John Peel, Undertones, η κέλτικη εκδοχή των Skids (που θα εξελίσσονταν αργότερα στους Big Country), οι επηρεασμένοι από folk και pop, Squeeze, οι Wire και η εξαιρετική μετα punk πρόταση που παρουσίασαν στο Chairs Missing, οι Public Image Ltd του πρώην Rotten, νυν John Lydon, οι προερχόμενοι από το pub rock, Stranglers και Ian Dury, οι βραχύβιοι The Only Ones που συνδύαζαν την λατρεία στους New York Dolls με αυτή στους beat ποιητές, οι Boomtown Rats του μετέπειτα πασίγνωστου Bob Geldof και άλλοι πολλοί όπως Pretenders, Tourists, Psychedelic Furs, Simple Minds, Vapors, αλλά και οι Ultravox, Human League, Tubeway Army που αποτελούσαν την ηλεκτρονική πλευρά της σκηνής.
Άλλα σχήματα προτίμησαν σκοτεινότερα ηχοχρώματα, δημιουργώντας τη βάση γι’ αυτό που στα ‘80s ονομάστηκε post punk και στην πιο πεσιμιστική έκφανσή του, gothic rock. Siouxsie & The Banshees, Cure, Bauhaus, Killing Joke, Joy Division, Fall, Birthday Party, Magazine, Raincoats και Gang of Four ήταν αναμφίβολα τα ονόματα που ξεχώρισαν.
Το New Wave πάει στις Μπαχάμες
Το πιο δημοφιλές κομμάτι των πρώιμων Talking Heads ήταν το “Psycho Killer”, ένα έγκλημα κατά της ζωής, ιδωμένο από την πλευρά του σχιζοφρενή δολοφόνου, η ιδέα τους πάλι για το πώς θα έπρεπε να είναι ένα ερωτικό τραγούδι, συνοψιζόταν στην μεταφυσική εξίσωση του “Love Goes To Building On Fire”.
Υπήρχε ήδη πολύς σεβασμός γι’ αυτή την μπάντα και όταν επρόκειτο να κάνουν το ντεμπούτο τους σε βρετανικό έδαφος, το υπόγειο μπαρ Rock Garden ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Ανάμεσα στους θαμώνες ήταν ο John Cale των Velvet Underground και ο Brian Eno. Μετά τη συναυλία ένας κατενθουσιασμένος Eno κραύγαζε στον Cale «Τους θέλω, τους θέλω όσο δεν μπορείς να φανταστείς». Ο Eno εκείνη την εποχή ηχογραφούσε ως σόλο καλλιτέχνης στην Island αλλά είχε ιδρύσει και την δισκογραφική Obscure που στέγαζε πειραματικές δουλειές.
Όταν είχα μιλήσει στον David Byrne στο Plaza Hotel στη Μιχαλακοπούλου, πριν αρκετά χρόνια (είχε έρθει για να εμφανιστεί στο Womad Festival), θυμόταν πολύ καθαρά τη συνάντηση backstage. «Ο John Cale μας σύστησε και ακόμη και σήμερα τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Είχαμε τους περισσότερους δίσκους του Brian, οπότε γνωρίζαμε τη δουλειά του. Δεν μιλήσαμε πάντως ιδιαίτερα για μουσική. Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή διάβαζα πολύ για cybernetics και θεωρία των συστημάτων κι έτσι ο Brian με εισήγαγε στην δουλειά του Anthony Stafford Beer (Άγγλος θεωρητικός του κυβερνο-management). Κάποια μέρη από αυτές τις συζητήσεις είχαν περιληφθεί στο πρώτο άλμπουμ των Talking Heads». Είχα πάρει μαζί την ελληνική έκδοση του Talking Heads 77 ελπίζοντας ότι θα την υπογράψει, πράγμα που έκανε πρόθυμα αφού πρώτα επεξεργάστηκε με ενδιαφέρον τον δίσκο.
Byrne και Eno έδεσαν, πάντως, γρήγορα. Ταύροι στο ζώδιο και οι δύο, με ακαδημαϊκό καλλιτεχνικό υπόβαθρο, βρέθηκαν να δειπνούν και αργότερα να πίνουν τσάι στο διαμέρισμα του δεύτερου στο Maida Vale, ανταλλάσσοντας λίστες με αγαπημένα κομμάτια και ακούγοντας δίσκους. «Η μπάντα μας δημιουργήθηκε περισσότερο επειδή είχαμε κοινά ενδιαφέροντα, παρά γιατί είχαμε τις μουσικές και τεχνικές προδιαγραφές. Έτσι και με τον Brian περάσαμε ένα διάστημα γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο, μέχρι να έρθει προς συζήτηση το θέμα της συνεργασίας μας». Το πρώτο άλμπουμ των Talking Heads ηχογραφήθηκε στο μικρό Sundragon στούντιο, στον 8ο όροφο ενός ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη.
Παρ’ ότι είχαν στείλει demo στην Columbia και με προτροπή του Lou Reed στην RCA, την υπογραφή τους κέρδισε η Sire. Το συγκρότημα ήταν άπειρο, το ίδιο και ο Byrne. «Ήμασταν ακόμη πολύ νέοι και άβγαλτοι στις διαδικασίες της ηχογράφησης. Η ηχογράφηση σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό συγκριτικά με σήμερα. Έμπαινες σ’ ένα μάλλον παράξενο, αποστειρωμένο περιβάλλον και το κόστος της παραμονής εκεί ήταν σεβαστό». Η πίεση είχε επηρεάσει τον Byrne περισσότερο από τους υπόλοιπους. Όταν μάλιστα ο μηχανικός ήχου του ζήτησε να παίξει με την κιθάρα του κάτι πιο έντονο όπως παίζει ο Pete Townsend των Who στο “I Can See From Miles”, ο Byrne απάντησε με απορία, «Τι είναι αυτό;».
Αφού πέρασαν το υπόλοιπο 1977 περιοδεύοντας, οι Talking Heads ήταν πλέον έτοιμοι να ηχογραφήσουν την επόμενη δουλειά τους. Αυτή τη φορά για λογαριασμό της Island και με τον Brian Eno στην καρέκλα του παραγωγού. Ο ιδιοκτήτης της Island, Chris Blackwell είχε ολοκληρώσει την κατασκευή του ονειρεμένου στούντιο στο παραδεισένιο περιβάλλον του Nassau στις Μπαχάμες και οι Talking Heads ήταν οι πρώτοι που θα το απολάμβαναν τον Μάρτιο του 1978.
Το συγκρότημα ολοκλήρωσε τα οργανικά μέρη μέσα σε 5 ημέρες, εντυπωσιάζοντας τον Eno ακόμη περισσότερο. Τον Ιούλιο, το More Songs About Buildings and Food βρισκόταν στα ράφια των δισκοπωλείων. Αποδείχθηκε τελικά ο προπομπός για το συνταρακτικό psychedelic funk του Remain in Light (κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1980), σε παραγωγή και πάλι του Eno και ολοκλήρωση μιας από τις ελκυστικότερες Οδύσσειες στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, «Η μουσική βίβλος των '70s», που κυκλοφόρησε το 2015.
Μπορείτε να το αποκτήσετε πατώντας εδώ