Πίσω στις αρχές των 1980s, ένα κορίτσι με καροτί μαλλιά άδει σχεδόν στριγγλίζοντας “Girls Just Want Τo Have Fun”. Η διασκευή της Cyndi Lauper στο τραγούδι του Robert Hazard μέλλει να παραμείνει για πολλά χρόνια ο pop ύμνος όσων κοριτσιών διεκδικούν το δικαίωμα στη διασκέδαση. Δέκα χρόνια αργότερα οι Salt-N-Pepa θα τοποθετηθούν κι αυτές με μια αντι-slutshaming ματιά στο θέμα (“None Of Your Business”, 1993), ενώ στην επόμενη δεκαετία η Pink θα βάλει ένα ακόμα λιθαράκι έναντι των πατερναλιστικών τακτικών των αγοριών, που επιμένουν να θεωρούν ότι όλα γύρω τους γυρίζουν (“U + Ur Hand”, 2006).
Στη mainstream ποπ μουσική δεν είναι λοιπόν άγνωστα τα μανιφεστοειδή άσματα για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών. Αυτό που πραγματικά αλλάζει με την είσοδο αρχικά της Lana Del Rey (2010) κι έπειτα της Billie Eilish (2017), είναι ο τρόπος με τον οποίον συμβαίνει, καθώς και τα θέματα που βγαίνουν μπροστά.
Η Elizabeth Woolridge Grant, το κορίτσι με τα ξανθιά μαλλιά και τα χαμηλωμένα μάτια –όπως μας συστήθηκε το 2010, με το εξώφυλλο του άλμπουμ Lana Del Rey– μέλλει στα επόμενα 2 χρόνια να μεταμορφωθεί σε μια σταρλέτα βγαλμένη απ' το Χόλιγουντ. Σερβιρισμένο όλο αυτό με μια βαθιά μελαγχολία, τραγουδώντας για τελεσίδικες και ευθείες αναφορές στον θάνατο.
{youtube}Bag1gUxuU0g{/youtube}
Στην πραγματικότητα, πάντως, δεν άλλαξε ποτέ: ακόμα ονειρευόταν neon φώτα και έναν άντρα (μεγαλύτερης ηλικίας, συνήθως), ο οποίος θα την ταλαιπωρεί συναισθηματικά. Χρειαζόταν όμως μια περσόνα, που θα ήταν ικανή να σταθεί σαν κάτι το διαφορετικό. Και τη βρήκε· το Born To Die (2012) πραγματοποίησε το άνοιγμα στον πιο σκοτεινό δρόμο μιας ποπ που διεκδικούσε εναλλακτικές δάφνες, ενώ παράλληλα επεδείκνυε και top-5 δυναμική στα διεθνή charts.
Ναι, πέρα από τη χαρά της όλης υπόθεσης, τα κορίτσια θέλουν πλέον να μιλήσουν και για τις αρνητικές τους σκέψεις. Για τη μελαγχολία που καραδοκεί και τη θλίψη που ψηλαφεί κάθε τόσο τις ζωές τους. O ερχομός της Billie Eilish φέρνει κατόπιν στο προσκήνιο ακόμα πιο βαθιές αναζητήσεις, καθώς ξεφεύγει από κλισέ και καθιερωμένα. Και μέσα σε έναν μόλις δίσκο –το φετινό When We All Fall Asleep, Where Do We Go?– θέτει περισσότερα θέματα απ' όσα έχουν αναφέρει αρκετοί άλλοι σε όλη τους τη δισκογραφία.
Οι περσόνες των δύο αυτών πλασμάτων θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα άτομο, εύθραυστο και γεμάτο αντιθέσεις. Μίξη η οποία άλλοτε θα το στρέφει σε πιο ευάλωτες στιγμές κι άλλοτε σε πιο ερεβώδη εδάφη, επικίνδυνα. Εάν δηλαδή η Lana Del Rey είναι η Λολίτα, όπως την απεικόνισε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ το 1962, η Billie Eilish είναι η σκοτεινή της πλευρά, η οποία καταργεί ταυτόχρονα την αντικειμενικοποίησή της και λειτουργεί ως υποκείμενο (“Bad Guy”, 2019).
{youtube}DyDfgMOUjCI{/youtube}
Η αγάπη της Elizabeth Grant, πάλι, μοιάζει με συναίσθημα α-λα-Αλφρέ ντε Μυσσέ. Είναι δηλαδή ερωτευμένη πρώτα με τον ίδιο τον έρωτα κι έπειτα με τον πραγματικό της πόθο. Και υποφέρει πριν καν ξεκινήσει την αλληλεπίδραση με τον Άλλον· βλέπει απ' την αρχή το τέλος. Ο τρόπος λοιπόν με τον οποίον τραγουδά σούρνεται στη ματαίωση και στην αναπόφευκτη ρήξη. Είναι όμως ταυτόχρονα και το κορίτσι που αγαπά τον καλιφορνέζικο ήλιο, το σεξ, τη λάμψη του κόκκινου χαλιού του Χόλιγουντ. Ποθεί να μοιάσει με περσόνες σαν της Marylin Monroe, έστω κι δεν τα καταφέρνει ακριβώς (“National Anthem”, 2012), ενώ αγαπά να χορεύει με τις ροκ επιτυχίες των 1960s και 1970s. Αναζητά να δει τον εαυτό της στην Άγρια Πλευρά, δίδοντας έτσι και μια ορατότητα της γυναίκας στον ανδροκρατούμενο κόσμο του rock 'n' roll (“Ride”, 2012). Όχι με κάποια απόχρωση διεκδίκησης· μα με φυσικότητα, σαν όλα αυτά να συνέβαιναν από πάντα.
{youtube}1uFv9Ts7Sdw{/youtube}
Δεν αποφεύγονται και λάθη, σαφώς. Η δυναμικότητά της φτάνει σε επίπεδο Αλίκης Βουγιουκλάκη τύπου «Είμαι αντράκι εγώ», μέχρι να χρειαστεί ξανά την αγκαλιά του Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Παίζει δηλαδή με τα στερεότυπα στην ουσία, εξισώνοντας τον δυναμισμό με τον ανδρισμό (“Mariners Apartment Complex”, 2019). Ενίοτε, μάλιστα, ταυτίζει την (υπερβολική, έστω) συναισθηματικότητα με την τρέλα. Η Lana Del Rey τρέφεται επίσης με τη μαμά Αμερική, χωρίς πάντως να ξεχνά ότι πίσω της κρύβεται ένα όπλο και μια Βίβλος (“Cruel World”, 2014). Και χορεύει εν μέσω φλογών για τον εραστή της, όπως η Angela Hayes του American Beauty μέσα στα τριαντάφυλλα για τον Lester Burnham (“West Coast”, 2014).
Σε αυτό το American Beauty σκηνικό, ο ρόλος της Billie Εilish θα ήταν εκείνος της Jane Burnham, η οποία χάνεται όλο και πιο πολύ στις αρνητικές σκέψεις μέσα στο φούτερ της. Κάτι που μπορεί να οριστεί και σαν συμβολισμός αποστροφής για το Αμερικάνικο Όνειρο. Η Eilish είναι σαφώς μια πιο σύγχρονη περσόνα –όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω επιλογής. Θα 'λεγε κανείς ότι μοιάζει πολύ και στον τηλεοπτικό χαρακτήρα της Maeve Wiley από το φετινό Sex Education, εξαιτίας της ανένταχτης στάσης της και της αναζήτησης διαφορετικών πτυχών της πραγματικότητας. Εκθέτει δε συνεχώς τον εαυτό της: τις αρνητικές της πλευρές, τον εγωισμό, την ανασφάλεια, αλλά και την αυτοπεποίθηση που τη διακρίνει. Είναι σεναριογράφος και σκηνοθέτης της περσόνας της.
{youtube}-PZsSWwc9xA{/youtube}
Η αυτοκαταστροφικότητα είναι γνώρισμα των στίχων της και δεν θεωρεί επουδενί τον εαυτό της «γαμάτο» (“Bury Α Friend”, 2019). Φλερτάρει με την κυνικότητα και τον μηδενισμό. Αναφέρεται σε παγκόσμιες ανησυχίες, όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος (“All The Good Girls Go To Hell”, 2019), ενώ τοποθετείται ανοιχτά με δηλώσεις της για την απαγόρευση των εκτρώσεων. Φωνασκεί σε συνεντεύξεις ότι επιτέλους καθάρισε το πρόσωπό της από τα σπυράκια, αλλά δεν διστάζει να αναφερθεί και σε παλαιότερους στίχους, θεωρώντας τους αφελείς. Παίζει δε συνεχώς με αναφορές ταινιών και σειρών που αγαπά (“My Strange Addiction”, 2019) και μπαινοβγαίνει σε σκοτεινές προσωπικότητες, ψαχουλεύοντάς τις μέσα στον εαυτό της ("Bellyache", 2017). Δοκιμάζει γενικά διαφορετικά πράγματα και είναι μόνο 18 ετών, έχοντας μόλις ένα άλμπουμ κι ένα EΡ ως δισκογραφία.
Η ηλικία εδώ, πάντως, δεν μπαίνει ως σημείο αναφοράς, αλλά μονάχα για να τονιστεί ότι έχει ήδη θέσει τον πήχη αρκετά ψηλά και έχει παράλληλα όλον τον χρόνο μπροστά της. Διευκρινίζεται, διότι έχει πέσει θύμα ηλικιακού ρατσισμού, καθώς ορισμένα δημοσιεύματα έκαναν σημαία την ηλικία της, επιδιδόμενα στη συνέχεια σε μια επιφανειακή κριτική, για τη «γενιά του Instagram και της οθόνης αφής». Δεν βλέπουμε όμως να συμβαίνει το ίδιο και για άλλους καλλιτέχνες της ίδιας «γενιάς», όπως είναι για παράδειγμα οι Black Midi, μάλλον επειδή εκείνοι παίζουν κάτι με το οποίο ταυτίζεται πιο εύκολα το indie κοινό. Ούτε βέβαια η Del Rey έχει ξεφύγει από συνεχή σχόλια για την προσωπική και σεξουαλική της ζωή· δεν είναι λίγοι μάλιστα όσοι έχουν προβεί σε slut-shaming και σε προσβολές.
Έστω λοιπόν κι αν δεν ξέρουν τους Van Halen (oh! Billie) και νομίζουν ότι οι Guns N' Roses είναι heavy metal (oh! Lana), έχουν πάρει και οι δύο το χρίσμα από τον «βασιλιά» της ποπ Elton John. Και φαίνεται να φορτσάρουν για ακόμα πιο περιπετειώδεις διαδρομές. Μη ωραιοποιώντας τα άσχημα συναισθήματα, δείχνουν έναν τρόπο συνύπαρξης μαζί τους, καθώς και εκτόνωσης. Σκιαγραφώντας σκέψεις και φόβους γένους θηλυκού, οι οποίες –είτε ταυτίζεσαι μαζί τους, είτε όχι– σε πιάνουν εξαπίνης με την ευθύτητα και την κινηματογραφική τους αφήγηση. Άξια λοιπόν έχουν πιάσει την κορυφή της εναλλακτικής ποπ του σήμερα και δείχνουν ότι δεν θα μετακινηθούν εύκολα από εκεί, στη δεκαετία που έρχεται.
{youtube}Oy7j6jfy4tY{/youtube}