«Dearly beloved

We are gathered here today

To get through this thing called life»

(“Let’s Go Crazy”)

«Life» ...of Prince, συγκεκριμένα. Γιατί Purple Rain, ίσον Prince. 

Το 1984 ήταν η χρονιά που ο Bruce Springsteen θα έβαζε το καπελάκι στην κωλότσεπη του τζιν μπροστά από την αστερόεσσα, θα γνωρίζαμε τους Smiths και η ποπ συναισθησία θα έβλεπε έκτοτε στο μωβ χρώμα το όνομα του Prince. Μας είχε προειδοποιήσει βέβαια ο μικρός αλλά θαυματουργός νους από τη Μινεσότα ήδη 2 χρόνια νωρίτερα, με το σωτήριο 1999: «The sky was all purple», τραγουδούσε στο ομώνυμο κομμάτι. 

Γρήγορα όμως θα άλλαζαν αρκετά, πλην της χρωματικής του εμμονής. Για αρχή, θα έσπαγε (τυπικά τουλάχιστον) τη μεγαλομανία του. Η μπάντα του, την οποία ακούμε ήδη από το 1999, πλέον έχει και όνομα: The Revolution. Και δεν ήταν αλλαγή μόνο σε επίπεδο «ταμπέλας», μα θα σήμαινε και μια δομική αλλαγή. Πλέον, δηλαδή, ο Prince έχει συγκρότημα· και όχι μόνο δεν το κρύβει, του δίνει και χώρο στη δημιουργική διαδικασία. Δεν ακούμε πια μίνιμαλ funk σπουδές ενός λαμπρού control freak. Ακούμε το κοντινότερο που έκανε ποτέ ο Prince σε ροκ μπάντα

Μην το παίρνετε βέβαια και τοις μετρητοίς το περί μεγαλομανίας. Άλλωστε ο Prince δεν έβγαλε απλά έναν δίσκο, αλλά έμμεσα πούλησε τον εαυτό του ως brand. Το Purple Rain (1984) έχει μεν την αυτόνομη και αδιαπραγμάτευτη μουσική του αξία, συγχρόνως όμως είναι και το soundtrack της ομώνυμης ταινίας, στην οποία ο Prince πρωταγωνιστεί. Μιας ταινίας κεκαλυμμένα αυτοβιογραφικής, σε σκηνοθεσία Albert Magnoli.

Σαν άλλος Charlie Chaplin, ο «Πρίγκηπας» βαφτίζεται The Kid. Και για να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, πρόκειται περισσότερο για ένα βίντεοκλιπ 110 λεπτών, παρά για «πραγματική» ταινία (άραγε τι σκέφτονταν οι Gene Siskel & Roger Ebert, όταν το αποθέωναν;). Μας μαθαίνει όμως δυο-τρία πράγματα για τον Prince. Δεν χρειάζεται να βεβαιωθείς για την πιστότητα και τον βαθμό αλήθειας των λεπτομερειών: γίνεται εμφανές πως αυτός είναι ο Prince και δεν νοιάστηκε και πολύ να παίξει κάποιον άλλον. Ένας μουσικός, γιος πιανίστα, ο οποίος ανεβαίνει κάθε βράδυ στη σκηνή με ύφος μπλαζέ, στον βαθμό που αναγνωρίζει ότι συνήθως σπέρνει. Ένας τύπος που παρανεβάζει τον αριθμό καρδιναλίων στο ύφος του όταν απευθύνεται στις μουσικούς του, που πουλάει κι αγοράζει ένα κορίτσι με το στραβό του χαμόγελο. Αυτό είναι το The Kid, αυτός είναι και ο Prince. 

Κι έπειτα στην ταινία σφραγίστηκε επίσης η εικόνα-trademark του Prince· μόνο το εξώφυλλο του δίσκου, δεν θα αρκούσε για να την κάνει τόσο εμβληματική. Μια εικόνα μέσα στην οποία κωδικοποιούνται πολλά. Το μωβ γυαλιστερό πανωφόρι του, ας πούμε, υπενθύμιση ενός ανδρόγυνου παιχνιδιού που έπαιξε σε ιδανικές ισορροπίες, προκειμένου πάντα να ενισχύει έναν ηδονισμό που ήταν αδύνατον να κρύψει. Αλλά κι ένα τσουλούφι α-λα-Little Richard, για να θυμηθούμε άλλους μικρούς, θαυματουργούς, μαύρους μουσικούς. Μια κιθάρα επίσης που πλασαρίστηκε σαν όπλο ισχύος, με τον τρόπο με τον οποίον την πλάσαρε ο Jimi Hendrix σχεδόν δύο δεκαετίες νωρίτερα. Μια ουρά-σχέδιο στο σώμα της κιθάρας, που γεννά ψυχεδελικούς συνειρμούς. Και τέλος μια μεγάλη μηχανή, σύμβολο επιμήκυνσης ανδρισμού. 

Μοιάζει σαν βήμα ενηλικίωσης το Purple Rain. Εάν στους πέντε πρώτους του δίσκους ο Prince προσπαθούσε να διαχειριστεί έναν άκρατο πανηδονισμό –με ό,τι συνεπαγόταν κάτι τέτοιο στην αίσθηση των τραγουδιών– εδώ ξέρει πώς να γίνει υπολογισμένα ηδονιστικός. Οι συνθέσεις είναι νηφάλιες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι και εκρηκτικές. Έχει το εξής παράδοξο το Purple Rain: τόσα πολλά καλά κομμάτια, ώστε από τη μία να λες ότι πρόκειται για ατόφιο κι ενιαίο έργο κι από την άλλη την αίσθηση πως μόνο σε ένα best of θα μπορούσαν να διαδέχονται το ένα το άλλο σαν ριπές που δεν χαρίζονται σε κανέναν. Κάπως έτσι, γίνεται ευκολότερο να εντοπίσεις ποιο τραγούδι θα έβγαζες από τον δίσκο, παρά ποιο θα ξεχώριζες. 

Όσο ιντριγκαδόρικο κι αν ακουστεί, το κομμάτι που αν έλειπε θα στοίχιζε λιγότερο στην αξία του άλμπουμ (μιλώντας καθαρά μουσικά), είναι το “Purple Rain”. Όμως αυτή η 8λεπτη μπαλάντα καταφέρνει κάτι πολύ κομβικό: πρώτον, την παβλόφια σύνδεση του Prince με το μωβ χρώμα στην κοινή αντίληψη· δεύτερον, δίνει μία ακόμη πιο καταλυτικά ροκ μορφή στο σύνολο, με την κατάλληλη υπόκλιση τέλους που κάνει. Είναι λοιπόν η απαραίτητη μπαλάντα, στην οποία ολόκληρη η οικογένεια μπορεί να εξασκήσει τη χορογραφία του αναπτήρα· ή, πιο απλά, το “Nothing Else Matters” του Prince

Ο υπόλοιπος δίσκος θα έπρεπε πάντως να διδάσκεται στα ποπ σχολεία αυτού του κόσμου. Δανείζεται περίτεχνα ο Prince ό,τι χρειάζεται από κάθε είδος, για να κάνει τελικά ένα άλμπουμ απόλυτα ποπ –και με την έννοια του popular. Παίρνει π.χ. τα synths από το new wave και τα κάνει γερό πρωταγωνιστή, είτε προσπαθώντας για κάτι το επιβλητικό, όπως στο “Let’s Go Crazy”, είτε για κάτι το ρομποτικό, όπως επιβάλλει ο τίτλος “Computer Blue”. Κάνει νωχελικές soul κινήσεις για να τραγουδήσει «baby, baby, baby» στο “The Beautiful Ones”. Κι αφήνει την κιθάρα να σολάρει μόρτικα στα σημεία, σαν να θέλει να μην ξεχάσουμε ότι την κρατάει. 

{youtube}IUc0R8bbWQE{/youtube}

Όπως στην «πενιά» που δίνει το σήμα στο “When Doves Cry”. Ένα απείρως εθιστικό διαμαντάκι, το οποίο φέρνει και πάλι στο προσκήνιο την αυτοαναφορικότητά του. «Maybe I'm just too demanding / Maybe I'm just like my father: too bold / Maybe you're just like my mother / She's never satisfied» τραγουδάει ως The Kid στην ταινία, όμως ο Prince σκιαγραφεί εδώ νοερά (και) τις δικές του εμπειρίες. 

Είναι πάντως στο “Darling Nikki” που, αν έχεις δει την ταινία, τον παραδέχεσαι για το πώς γυρνάει την οπτική γωνία της αφήγησης στο «καλό του προφίλ». Όταν δηλαδή στη σκηνή όπου το τραγουδάει μοιάζει σαν να μιλάει απευθείας στην Apollonia Kotero (και το κορίτσι ειδικού ενδιαφέροντος, στην προκειμένη), νιώθεις άβολα ως θεατής με τη χειριστικότητά του, γνωρίζοντας ήδη το πώς την έχει χορέψει στο ταψί. Κι αυτό γιατί την ίδια στιγμή τραγουδά για μια γυναίκα δυναμική (τη Nikki), η οποία έχει το πάνω χέρι, αυνανίζεται απροκάλυπτα και σαγηνεύει τον ήρωα του τραγουδιού. Αυτή είναι και η πιο ηδονική στιγμή του δίσκου, αλλά και μια στιγμή που μαζί με το “She Bop” της Cyndi Lauper αποτελούν μάλλον τα πιο αναγνωρίσιμα –mainstream– κομμάτια που αγγίζουν τον γυναικείο αυνανισμό.

{youtube}j8oxXkUjYHg{/youtube}

Χωρίς τρανές αποδείξεις, σχεδόν πείθεσαι πως αυτός ακριβώς ήταν ο Prince Rogers Nelson: ο χαρακτήρας ο οποίος σκιαγραφείται κάπου ανάμεσα στο The Kid του “Darling Nikki” και του Prince που γνωρίζουμε. Ένας υπερ-ταλαντούχος ναρκισσιστής, που ήξερε πότε και πώς να τοποθετήσει τον εαυτό του στην πιο συμφέρουσα θέση. Παρ’ όλα αυτά, όσο κι αν δίνεται η αίσθηση πως στο Purple Rain μιλάει για τον εαυτό του, έχει συγχρόνως το ταλέντο να μην λέει σχεδόν τίποτα. Όσο πιο πολύ μιλάει, δηλαδή, τόσο κρύβεται. Αν μη τι άλλο, αυτό τον κάνει έναν πολύ ταλαντούχο αφηγητή. Όταν δε προσθέτεις στα παραπάνω και τον τρόπο με τον οποίον στροφάρει μουσικά, τα κιλά ταλέντου ανεβαίνουν επικίνδυνα στη ζυγαριά.

Το Purple Rain υπήρξε η δίκαιη στιγμή που έπρεπε να έρθει για τον Prince: εκτοξεύτηκε στη λίγκα του σταρ, ανέβηκε για 24 εβδομάδες στην κορυφή του αμερικανικού chart, μοσχοπούλησε μερικά εκατομμύρια κόπιες και όλα αυτά επειδή πλάσαρε με επιτυχή τρόπο το ποιος είναι. Το καλλιτεχνικό του magnum opus, βέβαια, θα ερχόταν λίγο πιο μετά, με το Sign Ο’ Τhe Times του 1987. Έκτοτε οι κυκλοφορίες του θα έπαιρναν την κατιούσα, σαν να έπρεπε να βγει προφητικός ο Billy που στην ταινία γυρνάει και λέει στο The Kid «η μουσική σου βγάζει νόημα μόνο σε σένα». 

Τη θέση του ωστόσο την είχε κερδίσει ήδη και δεν θα άλλαζαν (πραγματικά) πολλά. Οι σταγόνες της μωβ βροχής που έπεσαν πριν 35 χρόνια θα έκαναν το 2017 ακόμη και να κατοχυρωθεί συγκεκριμένη απόχρωση του μωβ με το όνομα «Love Symbol #2», ως φόρος τιμής στον Prince. Σε άλλα νέα, επίσης, το Purple Rain έγινε μέχρι και κοκτέιλ σε άρτι αφιχθέν μπαρ της Αθήνας. Κερνάω τον επόμενο γύρο.

{youtube}TvnYmWpD_T8{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured