Κατά μία έννοια, κάθε μουσική είναι φορητή μουσική. Ή έστω μία τέχνη εν κινήσει. Τα πουλιά, οι «τραγουδιστές της φύσης», ποτέ δεν μένουν σε ένα μέρος· κινούνται όπου τους υποδεικνύουν τα φτερά τους. Και οι τροβαδούροι στον Μεσαίωνα τραγουδούσαν περιπλανώμενοι από αυλή σε αυλή. Τα παραδοσιακά επίσης τραγούδια κάθε τοπικής κοινότητας μεταφέρθηκαν τόσο πολύ από στόμα σε στόμα, ώστε τα ίχνη των πηγών τους ξεθώριασαν, σε βαθμό που παρέμειναν ανώνυμα. Το γραμμόφωνο στον 19ο αιώνα και το πικάπ στον 20ο «έκοψαν» δίσκους βινυλίου, μεταφέροντας όσα έφτιαχναν κάποιοι σε ένα στούντιο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, μέσα σε κάθε σπίτι, με τη μουσική να «γυρνάει» σε 75, 33 1/3 και 45 στροφές αντίστοιχα. 

 

 

Επίσης, ακόμη κι αν το δούμε αλλιώς, ο ήχος –βάσει φυσικής– μεταφέρεται με ταχύτητα 343 μέτρα ανά δευτερόλεπτο. Μα και μέσα από μια εντελώς εμπειρική καταγραφή, η μουσική μπορεί να τρυπώνει στο κεφάλι σου κάθε πιθανή και απίθανη στιγμή, χωρίς προειδοποίηση, ενώ δεν θα κάτσεις το ίδιο εύκολα ή συχνά να αναπολήσεις μια κινηματογραφική σκηνή: αν συμβεί, πιθανότατα έχει επέλθει κάποιο σχετικό ερέθισμα, οδηγώντας τη σκέψη εκεί. Πράγμα όχι απαραίτητο ή τουλάχιστον στον ίδιο συνειδητό βαθμό, για τη μουσική. 

 

 

 

 

Το 1966 η Philips λάνσαρε για πρώτη φορά τα boomboxes, τα φορητά κασετόφωνα που υπήρξαν τα πρώτα players τα οποία μεταφέρονταν και λειτουργούσαν χωρίς καλώδια. Στα μέσα των 1970s –αρχής γενομένης από την Ιαπωνία– όλες οι μεγάλες εταιρείες λάνσαραν το δικό τους boombox, βελτιώνοντας σταδιακά την ποιότητα του ήχου του. Συνδέθηκε τελικά στενά με τη χιπ χοπ κουλτούρα στις Η.Π.Α., αφού η εικόνα κάποιου να κρατά πάνω στον ώμο του ένα μεγάλο κασετόφωνο αποτελεί τόσο δομικό της στοιχείο, όσο και οι MCs, το breakdance και τα graffiti.

 

 

Όμως το boombox υπήρξε μια φορητή συσκευή αναπαραγωγής μουσικής  με πλήρη κοινωνική διάσταση. Ήταν δηλαδή ένα μέσο για τον κουβαλητή του ώστε να τραβήξει τα βλέμματα· η «φωτιά», αν θέλετε, που συσπείρωνε γύρω της τον έγχρωμο κόσμο της γειτονιάς. Αλλά το 1979 θα ερχόταν μια τομή στην ιστορία της φορητής μουσικής: ο Masaru Ibuka θα κατασκεύαζε το walkman, για τη συνιδρυθείσα από τον ίδιο Sony. Έκτοτε έχουν περάσει ακριβώς 4 δεκαετίες κι αυτή τη στιγμή τρέχει στην Ιαπωνία μια σχετική έκθεση, η οποία γιορτάζει και τιμά την τότε καινοτομία. Πλέον, η φορητή μουσική είναι τόσο (δια)δεδομένη στον Δυτικό κόσμο, όσο και ο αέρας που αναπνέουμε. 

 

 

 

 

Πέραν του ότι μίκρυνε αισθητά το μέγεθος του μέσου αναπαραγωγής, το walkman –όντας λίγο μεγαλύτερο από την κασέτα που χωρούσε μέσα– άλλαξε τα δεδομένα της ιδιωτικότητας στην ακρόαση. Περνώντας κανείς στα αυτιά του τα ακουστικά και περπατώντας μέσα στην πόλη (ή στην εξοχή), άρχιζε να χτίζει μια ιδιαίτερη εμπειρία· μιας ακρόασης ιδιωτικής, η οποία, στον βαθμό που αλληλεπιδρούσε με το περιβάλλον, ανήκε συγχρόνως σε μια δημόσια σφαίρα. Πολύ απλά, με μια συσκευή προσιτή οικονομικά, ο καθένας κρυβόταν στον μικρόκοσμο που ξεδιπλωνόταν στα ακουστικά του, όσο το εξωτερικό περιβάλλον μετουσίωνε και συνδεόταν με τη μουσική. Ήταν μια αλληλεπίδραση που, όπως κάθε νέα τεχνολογία σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, άλλαζε με τον τρόπο της την αντίληψη του χώρου και του χρόνου.

 

 

Το walkman έδωσε λοιπόν τη δυνατότητα μιας προνομιούχας απομόνωσης αλλά και μιας συνεχούς συνδεσιμότητας στον δημόσιο χώρο, με όρους που θα επανέρχονταν χρόνια αργότερα, αρκετά διαφορετικά, με τη διαδικτυακή κυριαρχία (και τα άγχη που επέφερε). Πολύ πριν από το να έχει στην τσέπη κανείς το κινητό του τηλέφωνο, μπορούσε να έχει το κινητό του κασετόφωνο. Και, αντί για τις επαφές του από φίλους, συντρόφους, συγγενείς και γνωστούς, ένιωθε πως συνδέεται με κάτι δικό του ανά πάσα στιγμή, ακόμη κι αν αυτό «ανήκε» σε εκατομμύρια ακόμη ακροατές· χωρίς μάλιστα τα άγχη που επιφέρει ο «θόρυβος» και το δυνητικά αρνητικό κόστος της ανθρώπινης επικοινωνίας.

 

 

Η ακρόαση, από την άλλη, έπαψε να είναι μια συγκεκριμένη τελετουργία, που σήμαινε να καθίσεις μόνος ή με παρέα στο δωμάτιο ή στο καθιστικό και να ακούσεις τον δίσκο της επιλογής σου. Η μουσική έγινε (και) το φόντο της πόλης: αντικατέστησε τους φυσικούς της ήχους, για όσους επέλεγαν να μην τους ακούσουν. Ήταν η αρχή μιας μεγαλύτερης εξατομίκευσης, που δεν χρειαζόταν χωρική οριοθέτηση. Η μουσική άρχισε έτσι να γίνεται μία ακόμη πιο προσωπική υπόθεση. Και οι «προσωπικές υποθέσεις» των ακροατών ενώνονταν πλέον δια της δημόσιας απομόνωσης, ανά πάσα ώρα και στιγμή. Αυτή η τεχνολογική ώθηση του walkman έβαλε τη μουσική λίγο παραπάνω στο νοητό λευκό της δωμάτιο, το οποίο μπορούσε να «βρίσκεται» παντού.  

H δημοφιλία του walkman εκτοξεύθηκε τόσο στη δεκαετία του 1980, ώστε σταδιακά ο όρος συνδέθηκε με τα ίδια τα φορητά κασετόφωνα, ανεξαρτήτως μάρκας και μοντέλου. Το 1982 θα κυκλοφορούσαν τα πρώτα CD και δύο χρόνια αργότερα το walkman θα έβρισκε τον νέο του αντίπαλο/αντικαταστάτη(;), που άκουγε στο όνομα discman. Ένα φορητό δηλαδή CD player. Μπορεί το μέγεθος να μεγάλωσε από το walkman στο discman, όμως ήταν μια αλλαγή που μείωνε σταδιακά την αναλογικότητα της ακρόασης. 

Όχι μόνο της φορητής. Έτσι θα άνοιγε ο δρόμος ώστε στη νέα χιλιετία να μπει σε κάθε τσέπη ένα mp3 player (πρωτοεμφανίστηκε το 1997) σε μέγεθος αναπτήρα ή ένα iPod (2001) περίπου σε μέγεθος κάρτας, για τους πιο hip ακροατές. Στα μέσα πάντως των '00s και ενώ το παραδοσιακό walkman δεν είχε πια καμία δύναμη, λανσαρίστηκαν τα κινητά Sony X-Peria Walkman, ξαναπλασάροντας σε μια νέα γενιά αγοραστών ένα ισχυρό brand με επικαιροποιημένους όρους. Πλέον, πάντως, δεν είχες στην τσέπη σου απλά όση μουσική μπορούσες να ακούσεις σε μια διαδρομή, αλλά ακόμη και όλη τη μουσική της δισκοθήκης σου σε άυλη μορφή. Αλλά και κινητά τηλέφωνα με ίντερνετ. Έτσι, μέχρι και σήμερα, μπορείς να έχεις στα ακουστικά σου οποιαδήποτε μουσική υπάρχει διαθέσιμη «εκεί έξω», απλά με ένα κλικ. 

Πλέον κάνουμε λόγο για ακροατές που στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν διανοούνται να μην έχουν τα ακουστικά τους σε οποιαδήποτε μετακίνηση της καθημερινότητάς τους. Τα οποία αποτελούν λίγο ως πολύ μια σύγχρονη αστική νεύρωση. Κάπου τα όρια θολώνουν για το αν όλοι θέλουν να έχουν μαζί τη μουσική τους με «αγνούς» όρους ή αν το mp3, το Spotify, το ραδιόφωνο στο κινητό είναι απλά ο τρόπος φυγής από τη γκρίζα πραγματικότητα

Και για να μην παρεξηγούμαστε, δεν είναι θέμα «παλιάς, αγνής» εποχής και «νέας, διεφθαρμένης». Μακριά από τέτοιες οπισθοδρομήσεις. Πάντα ενυπήρχαν τα παραπάνω «παράσιτα» στην ακρόαση. Αλλά όσο ο άνθρωπος της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης γίνεται όλο και πιο ψηφιακός, τόσο και τα μέσα τον βοηθούν –και τον ωθούν– να χάνεται στον άυλο μικρόκοσμό του. Ή, έστω, οι δυο τους μεγαλώνουν και προχωρούν παράλληλα, σε μια παγκοσμιοποιημένη απομόνωση και εξατομίκευση του ασταμάτητου κλικ

Και εκεί είναι όπου έρχεται και πάλι η ρετρολαγνία, αναζητώντας ένα «χαμένο» παρελθόν. Οι έφηβοι κόβουν βόλτες με ένα έξτρα ηχειάκι στο κινητό ώστε να φτιάξουν το μοντέρνο τους boombox. Τα ακουστικά ψείρες δίνουν τη θέση τους σε must, στυλάτα, μεγάλα ακουστικά. Και μαζί με το βινύλιο, όλο και περισσότερες νέες κυκλοφορίες έρχονται δειλά-δειλά σε κασέτα (για το CD δεν φαίνεται για την ώρα να ξημερώνουν καλύτερες μέρες). Είναι άραγε θέμα χρόνου να ξαναδούμε στην αγορά κάποια νέα ενσάρκωση του πρώτου walkman, η οποία θα εξέχει από κάθε τσέπη στον δρόμο; 

Όση ώρα γράφω αυτά, γυρνάει ένα και μόνο τραγούδι στο κεφάλι μου. Που μπορεί να γράφτηκε για μια συγκεκριμένη μορφή φορητής μουσικής, την ακρόαση στο αυτοκίνητο. Θα μπορούσε όμως να καλύπτει και όλη την υπόλοιπη φορητή μουσική, που κινείται αέναα: Roadrunner, roadrunner, going faster miles an hour.

{youtube}UnmHgnPPkkQ{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured