πηγή φωτογραφίας 1: Flickr/jyesko
«Gentrification»: η λέξη-κλειδί, που αναδεικνύει και αποκωδικοποιεί την προέλευση, την εξάπλωση, την επίδραση και την αναπαραγωγή των hipsters. Στα ελληνικά έχει επικρατήσει η απόδοσή της με τον όρο «εξευγενισμός». Πρόκειται για τη διαδικασία της ανανέωσης ή αναπαλαίωσης υποβαθμισμένων αστικών περιοχών, η οποία οδηγεί συστηματικά στην οικιστική, επιχειρηματική και πολιτιστική αναβάθμιση γειτονιών σε μητροπολιτικά αστικά κέντρα· και, ακολούθως, στην απομάκρυνση των χαμηλότερων (οικονομικά και κοινωνικά) στρωμάτων από αυτές.
Το Williamsburg του Μπρούκλιν αποτέλεσε το κατάλληλο χωρικό πεδίο εξέτασης της τακτικής του gentrification. Γεμάτο με εργάτες της ντόπιας βιομηχανίας παραγωγής «βρώμικης» ενέργειας, κυρίως εβραϊκής καταγωγής (από την Ουγγαρία και τη Ρουμανία), το Williamsburg υπήρξε η κατάλληλη ευκαιρία για real estate. Τα χαμηλά ενοίκια, η κοινή κοινωνική ιστορία και η αίσθηση εγγύτητας μεταξύ των κατοίκων οδήγησαν μάζες (επίδοξων) καλλιτεχνών να αναζητήσουν μια εστία. Τα κτίρια έτσι αναβαθμίστηκαν και συντηρήθηκαν, νέες «πρωτοποριακές» μικρομεσαίες επιχειρήσεις άνοιξαν, οι δρόμοι γέμισαν με μοδάτα εστιατόρια και μπαρ και οι τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν. Τα δε παλιά «κουφάρια» των βιομηχανιών και των βιοτεχνιών συνέθεταν ένα ελκυστικό πλαίσιο αστικής ψευδο-ολοκλήρωσης: ένα θεατρικό σκηνικό, στο οποίο η καλλιτεχνική πρωτοπορία ήλπιζε να αντικαταστήσει τις συνήθειες της επιβίωσης και της ιστορικής σκληρότητας.
Ο όρος «hipster» είναι ένα δάνειο από τις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Με αυτόν τον τρόπο περιγράφονταν εκείνη την εποχή–σε αδρές γραμμές– οι νεαροί και οι νεαρές που εξασκούνταν στην επιφανειακή ενασχόληση με «αλήτικες» καλλιτεχνικές εκφράσεις, συχνά υιοθετώντας παρεκκλίνουσες κοινωνικές συμπεριφορές. Ένας hipster ήταν ντυμένος με ελεγχόμενα εξεζητημένες εκδοχές των ισχυόντων στυλιστικών κανόνων και ισορροπούσε ανάμεσα στην τζαζ, τον Frank Sinatra και τα αναγνώσματα του Jack Kerouac. Ο όρος επανήλθε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και χρησιμοποιήθηκε συστηματικά από έντυπα μέσα ενημέρωσης «για τη ζωή στην πόλη», προκειμένου να περιγραφούν οι νέοι κάτοικοι των αναβαθμισμένων περιοχών.
Εκτός και εντός ορίων
Ο χιπστερισμός δεν περιορίστηκε, βέβαια, στα στενά όρια του Μπρούκλιν ή στο Shoreditch του Λονδίνου. Μπορεί το gentrification να λειτούργησε μαζικά και συντονισμένα στις μεγάλες αγορές ακινήτων των Η.Π.Α. και της Βρετανίας, ωστόσο η τάση που δημιούργησε επεκτάθηκε σχεδόν σε όλον τον Δυτικό κόσμο. Υπήρξε δε το κατάλληλο εργαλείο για την ανανέωση μιας παλιότερης επιχειρηματικής πρακτικής.
Ας δούμε, για παράδειγμα, τι συνέβη στην Αθήνα. Πώς ήταν το Γκάζι ή του Ψυρρή μέχρι πριν από 15 χρόνια; Περιοχές υποβαθμισμένες, οι οποίες ύστερα από μελετημένο σχέδιο προσέλαβαν χαρακτηριστικά ελκυστικά για εκείνους που κυνηγούσαν την «εναλλακτικότητα». Το Γκάζι διαφημίστηκε (δικαίως ή αδίκως) ως η Μέκκα της gay κουλτούρας, του δε Ψυρρή ως ο τόπος των τεχνιτών, της λαϊκότητας, και του λούμπεν προλεταριάτου. Ύστερα ήρθαν οι κατασκευαστές και οι εργολάβοι, μετέτρεψαν τους τόπους αυτούς σε σκληρά διασκεδαστήρια κι έτσι χάθηκε κάθε συνάφεια με τον παλαιότερο χαρακτήρα τους.
Αντίστοιχες προσπάθειες έγιναν (ή επίκεινται) και σε άλλες περιοχές, ωστόσο η οικονομική κρίση και ο χαρακτήρας των γειτονιών επιβάλλει πιο ήπια αντιμετώπιση. Ο Κεραμεικός ή τα Πετράλωνα, για παράδειγμα, ζουν –σε διαφορετική ένταση– την έκρηξη της διασκέδασης. Η δε Κυψέλη ενδέχεται να έχει σε λίγο καιρό την τύχη της Astoria στη Νέα Υόρκη. Όταν τα ενοίκια στο Μπρούκλιν εκτοξεύθηκαν, οι «καλλιτέχνες» μετακόμισαν σε φθηνότερες περιοχές. Έτσι και η Κυψέλη, λόγω της υψηλής οικιστικής πυκνότητας, των χαμηλών τιμών και των «περασμένων μεγαλείων» διάσπαρτων νεοκλασικών κτιρίων, ξεκινά να κατοικείται από νεαρόκοσμο.
Ωστόσο, οι hipsters στην Ελλάδα ήταν πάντοτε μια καρικατούρα. Κατανοεί άλλωστε κανείς την αστειότητα, αν αναλογιστεί ότι οι εγχώριοι hipsters αποτελούν την καρικατούρα μιας καρικατούρας. Αφού δηλαδή διαφημίστηκαν από τα «εναλλακτικά» έντυπα μεγάλων ομίλων μέσων ενημέρωσης, κατάφεραν να περιοριστούν στην Αβραμιώτου και σε λίγα ακόμα στέκια. Ήταν μέχρι οι ιδιοκτήτες τους να καταλάβουν ότι, σε μια μικρή αγορά, οι «φυλές» φέρνουν το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα: τρεις-τέσσερις παρέες, δεν φέρνουν κέρδος.
Η μουσική
Επιστρέφοντας στη «βάση» του χιπστερισμού, ο «εξευγενισμός» αστικών περιοχών προέκυψε, όπως προαναφέραμε, ως επιχειρηματική ευκαιρία ύστερα από τη μαζική μετακόμιση καλλιτεχνών σε συγκεκριμένες φτηνές περιοχές. Πολλοί εξ αυτών ήταν μουσικοί, γεγονός που εξηγεί ως έναν βαθμό και τη δημιουργία δραστήριων, αλλά αντιφατικών τοπικών «σκηνών», με χαρακτηριστικότερη εκείνη που οικοδομήθηκε στο Μπρούκλιν. Οργανοπαίκτες, προγραμματιστές, ιδιοκτήτες μικρών δισκογραφικών ετικετών, ιδιοκτήτες αποθηκών, σχεδιαστές και προωθητές, δραστηριοποιήθηκαν σε ένα πεδίο με πολύ «ψωμί», ακριβώς επειδή ενοποιητικοί κανόνες εξέλιπαν.
Δεν είναι υπερβολικό να ειπωθεί ότι το soundtrack του χιπστερισμού είναι το indie. Ποιος και πώς κατάφερε, όμως, να ορίσει τι εστί indie; Ο όρος είναι τόσο γενικός, ώστε χωρά τα πάντα. Η δε τεχνολογία και η απερίγραπτη ταχύτητα ανάπτυξης της επικοινωνίας χαλαρώνουν τους ίδιους τους ορισμούς, προσδίδοντας χαρακτηριστικά πρωτοφανή ή χυδαία. Αξιόπιστη λοιπόν μέθοδος οριοθέτησης των ακουσμάτων των hipsters, δεν υπάρχει. Ίσως πρόκειται για ένα συνονθύλευμα εξαίσιων δίσκων, ανακατεμένων με σημερινές αστικές δημιουργίες.
Μιας και το διαδίκτυο αποτελεί το πιο διαδεδομένο μέσο διάχυσης της πληροφορίας, αναζητήσαμε σε φίλια στην εν λόγω «φυλή» μέσα «τι ακούνε οι hipsters». Τα αποτελέσματα, σχετικά αξιόπιστα· αλλά και σχιζοφρενικά. Τα παραθέτουμε χωρίς αξιολογική ή ποιοτική σειρά: Neutral Milk Hotel, Radiohead, Arcade Fire, Modest Mouse, Daft Punk, The Strokes, LCD Soundsystem, The Knife, Sonic Youth, Arctic Monkeys, The Black Keys, The Beatles, Nirvana, Coldplay, Wilco, The Smiths, MGMT, Joy Division, The xx.
Ομολογουμένως, τα παραπάνω δεν αποτελούν κάποια σπουδαία, πρωτοποριακή λίστα. Μπάντες που έχουν κυκλοφορήσει κομψοτεχνήματα συνυπάρχουν με σχήματα που καθόρισαν για διάφορους λόγους την «εναλλακτική» σκηνή στο πέρασμα των δεκαετιών. Ισχυρός, όμως, είναι και ο παράγοντας της νοσταλγίας. Ή, πιο συγκεκριμένα, ο παράγοντας της προσκόλλησης σε ό,τι αναφέρουν ως επιρροή ορισμένοι σημερινοί καλλιτέχνες, και ό,τι ποστάρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο «μουσικός» συμφοιτητής μας που παλεύει με τον υπολογιστή του μέχρι τα ξημερώματα.
Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμηθούν δύο ακόμα αντιφατικές πτυχές, οι οποίες ξεπερνούν τα παραπάνω. Πρώτον, παρά το γεγονός ότι οι hipsters προέρχονται στη συντριπτική τους πλειονότητα από τη λευκή φυλή, αρέσκονται στη σύγχρονη μαύρη μουσική, αυτήν που εκτείνεται από την pop/ R'n'B πρωτοπορία της Beyoncé μέχρι τον οποιονδήποτε πιτσιρικά που πειραματίζεται με ρυθμούς και ήχους μπροστά στο laptop του. Ορισμένοι θεωρούν ότι οι hipsters απλώς επιχειρούν να ιδιοποιηθούν με κίβδηλο τρόπο τους πληθυσμούς που διώχνουν από τις γειτονιές ελέω gentrification. Τολμηρή η θέση αυτή, αλλά αποσπασματική. Οι hipsters άγονται και φέρονται από συγκεκριμένα –διαδικτυακά, κυρίως– μέσα, τα οποία πλασάρουν (εύλογα ή μη) συγκεκριμένα ονόματα και πρακτικές.
Σε αυτό το σημείο εφάπτεται και η δεύτερη αντιφατική μουσική πτυχή των hipsters. Εσχάτως, δηλαδή, έχει εμφανιστεί η τάση να εισβάλλουν στις ηχητικές συνιστώσεις του χιπστερισμού μπάντες του σκληρού ήχου, κυρίως από το σύγχρονο black metal ή το crust ιδίωμα. Εδώ οι λόγοι είναι δύο: αφενός η νοσταλγική επαναπροώθηση μιας σκηνής που στηρίχτηκε στο μυστήριο, στον μυστικισμό και στις αποκκλίνουσες συμπεριφορές, αφετέρου η εικαστική διάστασή της, με τα περίτεχνα και δυσνόητα εμβλήματα που κοσμούν λευκά ή μαύρα μπλουζάκια. Οι επιδερμικές διηγήσεις, δηλαδή, μαζί με τα «εξωτικά» παραφερνάλιά τους, είναι οι λόγοι που μερικοί hipsters υιοθετούν μπάντες και μεθοδολογίες που δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση υπαρκτές συντεταγμένες της καθημερινότητάς τους.
Η πτώση
Παρά το ότι οι hipsters αποτέλεσαν αντικείμενο ανάλυσης ή προώθησης, ελάχιστοι επέλεξαν να ασχοληθούν με την «πτώση» τους. Και όσοι τόλμησαν, το έκαναν αποσπασματικά –ίσως επειδή δεν έχει υπάρξει η αναγκαία χρονολογική απόσταση από την έκρηξη του φαινομένου. Τι έφταιξε, λοιπόν, και οι hipsters κατέληξαν αντικείμενο χλεύης; Ένας απαξιωτικός χαρακτηρισμός, ένας ψόγος απευθυνόμενος από τους λαϊκούς παρατηρητές προς ορισμένους νεαρούς και νεαρές των οποίων η ηλικία κυμαίνεται από 21 έως 34;
Ιστορικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά, κάθε πτώση έχει συνήθως τις ρίζες της στη χαλάρωση κανόνων και στην αδυναμία αναπαραγωγής. Η «κοινότητα» των hipsters δεν διέθετε, όπως προείπαμε, κανόνες κατά τη γέννησή της. Με το πέρασμα μάλιστα των μηνών (χαρακτηριστική η ταχύτητα της ανόδου και της πτώσης τους) οι hipsters αποδείχτηκαν εκπληκτικά ευάλωτοι. Γεγονός απόλυτα λογικό, αν αναλογιστεί κανείς πως αρκούσαν «ντυλανικά» γυαλιά ηλίου wayfarer, ένα iPhone, πολύχρωμα ή παρδαλά ρούχα, η επιδερμική εκτίμηση μιας άλλοτε υποβαθμισμένης γειτονιάς και ακρόαση του καθετί που προωθούσε διαχρονικά ο αγγλοσαξονικός μουσικός Τύπος, προκειμένου να θεωρεί κανείς τον εαυτό του hipster.
Η έλλειψη δε ενός ανατρεπτικού προτάγματος έκανε τους hipsters να είναι ανώδυνοι στο κοινωνικό σώμα. Εξού και μεγάλοι ή μικρότεροι οίκοι μόδας, ποπ «είδωλα», δισκογραφικές εταιρείες και βιομηχανίες τεχνολογίας υιοθέτησαν και προώθησαν το στυλ τους. Ένα μοντέλο στις προθήκες των καταστημάτων αρκούσε για να αφομοιώσει, να εγκολπώσει το σχήμα των hipsters και να το επηρεάσει καθοριστικά. Η επίδραση μάλιστα που άσκησε ο χώρος της λαϊκής μόδας στο σώμα των hipsters, στάθηκε καταλυτική: καταστήματα στο Λονδίνο, τα οποία πουλάνε ρούχα σε πανέρια αντί ευτελούς τιμής, άλλαξαν τις σχεδιαστικές τους γραμμές και επέβαλαν σε έναν φτωχό ή μικρομεσαίο πληθυσμό τη χωρίς αιχμές εικόνα του hipster.
Μπορεί επομένως οι hipsters να έχουν ως όχημα την απροσδιόριστη «νοσταλγία», ωστόσο αποτελούν απλά το «θήραμα» επικοινωνιακών στρατηγικών. Πολιτικά ασπάζονται τον φιλελευθερισμό (στην Αθήνα ντύνουν τα δέντρα με πλεκτά), κοινωνικά προέρχονται κυρίως από τη μεσαία τάξη και πολιτιστικά ακούνε γενικώς και αορίστως indie, με την ασφάλεια που παρέχει ο χρόνος. Αρκετοί θέτουν το ερώτημα εάν η μουσική που φτιάχνουν καλλιτέχνες ντυμένοι hipsters έχει αυτόνομο χαρακτήρα, εάν στέκεται όρθια στον παραγόμενο χείμαρρο. Αλλά ας θέσουμε το ερώτημα αλλιώς: θα μπορούσαν οι hipsters να φτιάξουν την ίδια μουσική, εάν δεν ήταν hipsters; Αναμφίβολα ναι. Ακριβώς επειδή οι hipsters είναι η «φυλή» των δανείων και της ιδιοποίησης.
* προσαρμοσμένη αναδημοσίευση ενός άρθρου από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Sonik
{youtube}uDRLW748j68{/youtube}