κεντρική φωτογραφία: Ken Regan
Έχει άλυτο ζήτημα με την πορεία και την εξέλιξη του Bob Dylan, ο Μάρτιν Σκορσέζε. Ο Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης κινηματογράφησε για πρώτη φορά τον θρυλικό τραγουδοποιό στο αξεπέραστο The Last Waltz (1978), όταν ο Dylan είχε ανέβει στη σκηνή σαν καλεσμένος στην αποχαιρετιστήρια συναυλία των The Band. Η δεύτερη φορά ήταν στο υπέροχο και άκρως διαφωτιστικό ντοκιμαντέρ No Direction Home (2005) –μια τετράωρη σπουδή χαρακτήρα, στην οποία ο φακός εξερευνούσε τον Dylan των πύρινων, μεσσιανικών folk χρόνων, στην καρδιά των τραγουδιών διαμαρτυρίας, φτάνοντας μέχρι και το ατύχημά του με μοτοσυκλέτα (1966), οπότε και έπαυσε τις ζωντανές εμφανίσεις. Οι συναυλίες άρχισαν όμως ξανά στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Και το ντοκιμαντέρ Rolling Thunder Revue: A Bob Dylan Story που βγήκε αυτή τη βδομάδα στο Netflix, επιστρέφει σε εκείνη τη σημαδιακή τουρνέ (1975/1976).
«Δεν θυμάμαι τίποτα από το Rolling Thunder Revue» λέει ο Dylan στην κάμερα, «συνέβη πριν καν γεννηθώ». Σε μια άλλη σκηνή, κοιτάζει την Joan Baez στα μάτια και κάνουν μια προσπάθεια να αναλύσουν την ταραχώδη και αταξινόμητη σχέση τους, 10 χρόνια μετά την προδοσία του (1965), όταν την άφησε σύξυλη κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας στη Βρετανία. Σε αυτήν τη σκηνή, ο Dylan –με ολίγον σαδιστικό ύφος (γνωρίζει άλλωστε ότι η Baez θα έκανε τα πάντα για εκείνον)– αφήνει να εννοηθεί ότι, αν η τραγουδοποιός δεν είχε παντρευτεί, τότε ίσως και να κατέληγαν μαζί. Η Baez του θυμίζει βέβαια ότι είχε παντρευτεί πρώτος. Και η απάντησή της, σχεδόν τον σοκάρει. Ίσως να το είχε ξεχάσει. Ή μπορεί να το θυμόταν εντελώς διαφορετικά. Δεν είμαστε και απόλυτα σίγουροι αν βλέπουμε ντοκουμέντο ή προβαρισμένο διάλογο. Γενικά ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι με τον Dylan μπροστά στην κάμερα, από την εποχή του Don’t Look Back ακόμη (1967).
Τα πολλαπλά alter ego τροφοδοτούν τον τεράστιο εγωισμό του Dylan και η αλήθεια με τον μύθο δεν διαχωρίζονται ποτέ. Αυτή και μόνο η σκηνή αποδεικνύει ότι είναι αδύνατον να βασιστείς στις αφηγήσεις του τραγουδοποιού για να αξιολογήσεις την ιστορία του. Αν μη τι άλλο, το ίδιο μαρτυράει και το ατελείωτο κουβάρι από βιβλία, βιογραφίες και χιλιόμετρα αρθρογραφίας. Όλα μένουν κρυμμένα κάτω από τη σκόνη, τα πάντα έχουν αλλοιωθεί (βολικά) και τα περισσότερα χάνονται σε ένα γενικότερο μυστήριο. Έξυπνα, λοιπόν, ο Σκορσέζε μας λέει ότι δεν θα κάνει δημοσιογραφική έρευνα για να έρθει κοντά σε κάποια «αλήθεια», αλλά θα αφηγηθεί «a Bob Dylan Story». Μια υποκειμενική ιστορία, δηλαδή, σαν μέρος της προφορικής παράδοσης· σαν παλιό ημερολόγιο που αν θες το πιστεύεις, αλλιώς απλά παρακολουθείς την αφήγηση.
Το 1975 ο Dylan πήρε μαζί του δύο κινηματογραφικά συνεργεία, με σκοπό να τραβήξουν μέρος της περιοδείας Rolling Thunder Revue. Ως αποτέλεσμα ήρθε κατόπιν το τετράωρο φιλμ Renaldo and Clara (1978): ένα καλλιτεχνικό ψευδο-ντοκιμαντέρ αμφιβόλου αξίας, γύρω από ένα καταραμένο love story μουσικών, με ψυχεδελικό μοντάζ και συναυλιακές σκηνές. Ήταν η εποχή που ο Dylan προσπαθούσε να κερδίσει τη σύζυγό του Sara –η οποία τον είχε εγκαταλείψει– αλλά ταυτόχρονα βρισκόταν ξανά κοντά με τη Baez, η οποία είχε χωρίσει 2 χρόνια νωρίτερα.
Είναι δύσκολο να καταλάβεις αν υπάρχει στρατηγική, αν πρόκειται για καλά οργανωμένο χάος ή αν εντοπίζεται κάποιο καλλιτεχνικό όραμα πίσω από όλα αυτά. Σε κάθε περίπτωση, το Rolling Thunder Revue βρήκε τον εξαιρετικά προσεκτικό και αποστασιοποιημένο Dylan να απολαμβάνει για πρώτη φορά το χάος και την αναρχία γύρω του. Στις εικόνες της τουρνέ μοιάζει να θέλει να αποδεσμευτεί από τις αγκυλώσεις της φήμης και του πλούτου, αρπάζοντας μία τελευταία ευκαιρία να ξαναγράψει μουσική στης οποίας τις φλέβες να κυλάει αίμα· αλλιώς, να αφεθεί στον ρόλο της καμένης ιδιοφυΐας που στο εξής θα είναι για πάντα η σκιά του νεαρού εαυτού του, δέσμιος της ανάμνησης του τροβαδούρου με τη φυσαρμόνικα στο στόμα και την ακουστική κιθάρα στα χέρια, ο οποίος ξεστόμιζε στίχους που έκαναν μια ολόκληρη γενιά να πίνει νερό στο όνομά του.
Ο Σκορσέζε, πάλι, δεν νοιάζεται να αναδείξει τα εντυπωσιακά πλάνα στη μονταζιέρα. Αντιθέτως, θέλει να πει μια ιστορία γύρω από έναν μουσικό που σέρνει πίσω του δυο-τρεις ντουζίνες παρατρεχάμενων, όπως σέρνονται τα άχρηστα τενεκεδένια κουτάκια πίσω από τις λιμουζίνες των νεόνυμφων στις Η.Π.Α. Στα πλάνα του συνωστίζονται έτσι ατάλαντοι ποιητές, ψωνισμένοι hipsters, ανόητες groupies που πίστευαν ότι επειδή δεν είναι στο όχημα των Black Sabbath ή των Led Zeppelin και ακολουθούν τον «ποιητή» αυτομάτως αποκτούν κάποιο παράσημο διανόησης, κινηματογραφιστές χωρίς όραμα και φελλοί που είδαν φως και μπήκαν.
Το κουφάρι του χίπικου κινήματος ήταν το μαύρο σύννεφο της αποχής, με το αίμα να μην έχει στεγνώσει στο Altamont. Τότε εμφανίστηκαν άλλωστε και οι πρώτες σοβαρές ενδείξεις κούρασης του rock, 20 χρόνια από τη γέννησή του, με τις δεινοσαυρικές μπάντες και τους αυτάρεσκους super stars, όσους απόκτησαν αμύθητες περιουσίες πριν κλείσουν τα 30. Ο πεσιμισμός στην Αμερική μετά την αποτυχία κάθε επαναστατικού ρεύματος, γίνεται εμφανής στα εξωτερικά πλάνα του Rolling Thunder Revue. Τη στιγμή που συμβαίνουν όσα βλέπουμε στη Νέα Υόρκη, λίγους δρόμους παρακάτω βρίσκεται ο ίδιος ο Σκορσέζε, ο οποίος γυρίζει το βιτριολικό, υπαρξιακό έπος του Taxi Driver (1976), με τον Ντε Νίρο σε ρόλο εξολοθρευτή άγγελου της αθωότητας, σε ένα καλβινιστικής ηθικής ντελίριο βίας. Ο Σκορσέζε έψαχνε απαντήσεις, σε εκείνη τη φάση. Ο Dylan, από την άλλη, θεωρούσε ότι γεννήθηκε με τις απαντήσεις στο κεφάλι του –και ίσως μας έκανε τη χάρη να δώσει μερικά στοιχεία, ώστε να τις ανακαλύψουμε κι εμείς.
Έτσι, σε κανένα πλάνο δεν βλέπουμε τον Dylan να απευθύνεται στην κάμερα με ειλικρίνεια. Πουθενά δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει σαν άνθρωπος την αυλή που τον ακολουθούσε. Κάπου μόνο φαίνεται να νιώθει συμπόνοια για την Patti Smith, όταν υπομένει ένα ακατανόητο παραλήρημά της (σε μια στιγμή που η Smith είναι εμφανώς τριπαρισμένη). Και ενώ είχε σίγουρα σεβασμό για τον ποιητή Alan Ginsberg, κανείς δεν κατάλαβε γιατί τον πήρε μαζί του στη συγκεκριμένη περιοδεία. Όπως κανείς δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο ρόλος του συγγραφέα Σαμ Σέπαρντ και τι ακριβώς του ζητήθηκε να κάνει.
Όλο αυτό έμοιαζε λοιπόν με ένα ματαιόδοξο εγχείρημα του Dylan στο οποίο όλοι οι καλοί χωρούσαν, χωρίς διακριτούς ρόλους και δίχως κανένα όραμα: στην τουρνέ κυριαρχούσε ένα γενικό «ελάτε στην παρέα μας και τα βρίσκουμε μετά». Να έτσι και η Joni Mitchell να πει δυο τραγούδια (να λυσσάξει η Baez), να και η έφηβη Σάρον Στόουν, να κάνει την όμορφη και να την χαζεύουμε. Βάλε με τον νου σου τώρα...
Το Rolling Thunder Revue θα μπορούσε να είναι κωμικοτραγικό. Ένα τσίρκο, που θα έκανε τα μέλη των Spinal Tap να μοιάζουν με απόφοιτους της Οξφόρδης. Αλλά για κάποιον λόγο, διασώθηκε. Και ο λόγος αυτός είναι η μουσική. Από το "One More Cup Οf Coffee" μέχρι το "Hurricane", στην περιοδεία εκείνη ακούστηκε σπουδαία μουσική. Μέχρι τότε, οι συναυλίες του Dylan χαρακτηρίζονταν ως κοινωνικές εμπειρίες νεανικής επανάστασης ή ως μετριότατες folk προσπάθειες –σπανίως ως κάτι ενδιάμεσο. Εδώ, όμως, έπαιξε σαν αληθινός μουσικός. Τραγούδια όπως το “Isis”, το “It Ain’t Me Babe” και το “The Lonesome Death Οf Hattie Carroll”, ποτέ δεν ακούστηκαν πιο συγκλονιστικά. Tα άλμπουμ Blood Οn Τhe Tracks (1975) και Desire (1976), τον έφεραν ξανά στον θρόνο του.
Ο Dylan υπήρξε πάντα ένας ανόρεχτος πολεμιστής για δικαιοσύνη στη δεκαετία του 1960, εξελισσόμενος σε ανήσυχο rock hipster στις αρχές των 1970s. Πλέον, λοιπόν, δεν είχε άλλον ρόλο να ενσαρκώσει. Έπρεπε να μαζέψει ορδές ανθρώπων γύρω του, να νιώσει λαμπρός προφήτης ξανά, να προσπεράσει κάθε κίνδυνο για writer’s block (οι συνθήκες ήταν ιδανικές για να το πάθει) και να τα βρει με τους δαίμονές του. Ήθελε π.χ. να θέλει την Joan Baez, αλλά χωρίς να μπορεί την έχει. Την έβλεπε να μυείται πρώτη φορά στα ναρκωτικά, την έβλεπε να μεταμφιέζεται σε Dylan –σε μια ντροπιαστική απόπειρα να τον πλησιάσει– και το ευχαριστιόταν. Ήθελε ο κόσμος να λατρεύει τα παλιά του τραγούδια, αλλά να λέει μόνο τα καινούρια. Ήθελε να φοράει μάσκα, μα να λέει την αλήθεια. Ήθελε να είναι μέρος μιας κοινότητας, ήθελε όμως και να μπορεί να το λήξει όποτε επιθυμούσε, χωρίς συναισθηματική ευθύνη και εμπλοκή.
Από αυτό επομένως το «Bob Dylan story», δεν θα μάθουμε τίποτα καινούριο: δεν υπάρχει εδώ το υλικό που θρέφει τις βιογραφίες. Πρόκειται για ένα κολάζ από σκόρπιες μνήμες, ανόθευτη rock μυθολογία, μπόλικη αυταρέσκεια και υλικό αρχείου το οποίο θα μπορούσε εύκολα να μείνει στο συρτάρι, αλλά τώρα που ήρθε στο φως, δεν μπορείς να μην το παρακολουθήσεις με ενδιαφέρον. Ο Dylan δεν εγκατέλειψε ποτέ το Rolling Thunder Revue, όπως μας λένε, με κλείσιμο του ματιού, οι εκατοντάδες ημερομηνίες συναυλιών στους τίτλους τέλους. Εκεί που τελειώνουν, αρχίζει και η εποχή που ο τραγουδοποιός βρήκε τον Θεό και μπήκε στη χριστιανική του φάση. Ήταν το σημείο όπου ο Dylan έπαψε να εμπνέει κουλτούρες ολόκληρες και έμεινε πελαγωμένος μέσα στην ίδια την εικόνα του, με την ειδωλοποίηση του ιερού παρελθόντος να τον κατατρέχει μέχρι σήμερα.
Αυτή λοιπόν η υπαινικτική ματιά στη ζωή ενός μουσικού που τόλμησε για λίγο να ξεπεράσει τη μονόχνοτη φύση του, αξίζει τον κόπο. Έστω κι αν δεν πρόκειται για σπουδαίο ντοκιμαντέρ. Ακόμη άλλωστε κι αν ο Dylan έγραψε την ιστορία του, η ιστορία του Dylan δεν θα πάψει να γράφεται ποτέ.
{youtube}EbE8_KSP8d8{/youtube}