Ο Elton John που έφτασε στο Αββαείο του Γουέστμινστερ το μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου 1997, δεν φόραγε κανένα από τα φαντασμαγορικά του κοστούμια και δεν είχε τίποτα από την εξτραβαγκάντζα που συχνά συνόδευε τις ζωντανές του εμφανίσεις. Ήταν επίσης οριστικά απομακρυσμένος από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, τα οποία ναι μεν τροφοδότησαν rock 'n' roll ιστορίες που ακόμα προξενούν ενθουσιασμό, μα τον είχαν φέρει στο χείλος της αβύσσου ως άνθρωπο και καλλιτέχνη. Ήταν για την ακρίβεια τόσο σοβαρός, μετρημένος και καλοχτενισμένος, ώστε άνετα τον πέρναγες και για μέλος του Αγγλικανικού κλήρου.
Είχε έρθει βέβαια πρωτίστως ως φίλος, για τον τελευταίο αποχαιρετισμό προς την πριγκίπισσα Νταϊάνα, η οποία είχε χαθεί λίγες μέρες πριν σε ένα πολύκροτο τροχαίο ατύχημα, μόλις στα 36 της χρόνια. Εκείνος ήταν πλέον 50 ετών, όμως την ήξερε από τα 21 της· δεν τα πήγαιναν πάντα καλά, εντούτοις η φιλία τους κράτησε. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο Elton John γνώριζε πολύ καλά ότι, καθήμενος στο πιάνο για να παίξει μια τροποποιημένη στιχουργικά εκδοχή (από τον ίδιο τον Bernie Taupin) του "Candle In The Wind" ως ύστατο χαίρε, παρίστατο ως ένας βρετανικός θεσμός.
{youtube}1o9rLDCfO6o{/youtube}
Έτσι τον αντιμετώπιζε πρωτίστως η ίδια η βασιλική οικογένεια –και επρόκειτο για μια βασιλική κηδεία (όχι κρατική), με παγιωμένα χαρακτηριστικά τελετουργίας. Έτσι τον έβλεπαν βέβαια και οι περίπου 32.000.000 κάτοικοι της χώρας, οι οποίοι παρακολούθησαν τη νεκρώσιμη ακολουθία στο BBC. Και έτσι ακριβώς αποτυπώθηκε και για τους 2,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους που υπολογίζεται ότι έκατσαν στις τηλεοράσεις τους ανά την υφήλιο, εκφράζοντας ένα παγκόσμιο κύμα συγκίνησης για το χαμένο «Ρόδο της Αγγλίας». Δεν είναι τυχαίο που το "Candle In The Wind '97" έλαχε εκστατικής υποδοχής όταν βγήκε στα δισκοπωλεία. Πίσω στα 1973, ήταν ένα επιτυχημένο τραγούδι από το εμβληματικό Goodbye Yellow Brick Road. Τώρα, μετατράπηκε σε πολυπλατινένιο νούμερο 1 σε 20 χώρες, το οποίο καταγράφηκε στα ρεκόρ Γκίνες ως το δεύτερο πιο μοσχοπουλημένο single στη δισκογραφική ιστορία (33.000.000 αντίτυπα) μετά το "White Christmas" του Bing Crosby (1942).
Οι ερμηνείες αυτής της υπερεθνικής συγκίνησης, πολλαπλές. Αρκετή πάντως και η σημειολογία της ίδιας της παρουσίας του Elton John: τραγουδώντας ένα από τα δικά του κομμάτια στην κηδεία της Νταϊάνα ανάμεσα στον εκκλησιαστικά καθιερωμένο Μπαχ και στο κατεστημένο "God Save The Queen", έγινε ορόσημο για μια χαλαρότερη και σίγουρα πιο συναισθηματική έκφανση της βρετανικής «επισημότητας». Η οποία θα ήταν απλά αδιανόητη στον καιρό της Αυτοκρατορίας, μα έδειχνε να ταιριάζει γάντι στη νεότερη κοινωνία που είχε στο μεταξύ προκύψει. Έναν χρόνο μετά (1998), η Ελισάβετ η Β΄ θα τον έχριζε σερ. Επισήμως, λόγω του φιλανθρωπικού του έργου, που, πράγματι, δεν είναι μικρό. Δύσκολα πάντως θα αρκούσε, αν για τον οποιονδήποτε λόγο είχε αποτύχει στο Γουέστμινστερ.
Τη δεκαετία του 1990, ο Elton John υπήρξε πολλά πράγματα. Όλα, όμως, τα έκανε κινούμενος πάνω στον ίδιο άξονα θεσμικότητας που επέδειξε στην κηδεία της Νταϊάνα. Λειτούργησε δηλαδή και κινήθηκε ως ένας ισχυρός, παγιωμένος θεσμός.
Αδιαφορώντας λοιπόν για το αν η μουσική του θα πέρναγε στα νεότερα ακροατήρια ή για το πόσο θα βαριόταν στο εξής ο Τύπος δίχως τις φοβερές διηγήσεις που ήταν συνυφασμένες με τους παλιούς του εθισμούς, μετατράπηκε σε εθνικό gay θείο της Βρετανίας, προβάλλοντας μια ώριμη «σοφία» και έναν πράο, ευγενή χαρακτήρα, που δεν είχε σε τίποτα πια να κάνει με τους κωλοπαιδισμούς των 1970s κόντρα στον David Bowie, στους Rolling Stones ή και στον κόσμο όλον, ενίοτε. Άλλωστε η θεά Τύχη φαινόταν να είναι μαζί του και μάλιστα με το καλημέρα: μπορεί το (θαυμάσιο) "Sacrifice" να άνηκε στο άλμπουμ του 1989 Sleeping With The Past, ήταν όμως μπαίνοντας στο 1990 που στρογγυλοκάθισε στην κορυφή των βρετανικών charts. Και είχε ασφαλώς μια υπέρλαμπρη καριέρα ως τότε ο Elton John, μα νούμερο 1 στην πατρίδα δεν είχε φτάσει ποτέ άλλοτε –οι Αμερικάνοι τον είχαν τιμήσει περισσότερο.
Το άλμπουμ Duets (1993) αποτέλεσε επιστέγασμα αυτής της νέας φιλοσοφίας, βρίσκοντας τον Elton John στον ρόλο του επιφανή οικοδεσπότη, να «χτυπάει» τη χριστουγεννιάτικη αγορά με ένα τρικ που την ίδια ακριβώς περίοδο δοκίμαζε και ο Frank Sinatra (βρέχει καντάρια θεσμικότητας και μόνο που γράφω το όνομά του). Και ήρθε κόσμος και κοσμάκης να τραγουδήσει –φίλοι παλιοί, αλλά και νέοι. O George Michael είπε μαζί του το "Don't Let The Sun Go Down On Me" σε ζωντανή εκτέλεση και η κορυφή των βρετανικών charts υποκλίθηκε βαθιά, για ακόμα μία φορά. Ο Leonard Cohen του έκανε ντουέτο στο "Born To Lose", η Πρώτη Κυρία της country Tammy Wynette τραγούδησε δίπλα του περί "A Woman's Needs", η K.D. Lang της πρόσφατης "Constant Craving" δόξας τον σιγόνταρε στο "Teardrops" και η RuPaul έστειλε το drag στο ευρωπαϊκό mainstream μπαίνοντας απολαυστική σφήνα στο "Don't Go Breaking My Heart" (Βρετανία #7, Η.Π.Α. #92). Μικρή σημασία είχε αν ο δίσκος ήταν μια άνιση και ενίοτε χλιαρή υπόθεση.
Το τελευταίο άλλωστε πράγμα που φάνηκε να απασχολεί τον Elton John στη δεκαετία του 1990, ήταν οι δίσκοι. Πέραν του Duets, δηλαδή, τρεις έβγαλε όλους κι όλους, στους οποίους προσθέτουμε συνήθως το soundtrack για την περίφημη ταινία κινουμένων σχεδίων Lion King (1994) και τις μιούζικαλ φιλοδοξίες γύρω από την όπερα Aida του Τζουζέπε Βέρντι. Περισσότερο δε από κάθε τι άλλο, η εμπλοκή του στο Lion King έμοιαζε με καλά υπολογισμένη κίνηση για να αποκτήσει το τρόπαιο που έλειπε εμφατικά από τη συλλογή του: το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού.
Και εδώ που τα λέμε, αν είσαι αειθαλώς αγαπητός καλλιτέχνης στην Αμερική –όπως παρέμενε ο Elton John– αν έχεις τις ευλογίες ενός κολοσσού σαν τη Disney και ευτυχείς επιπλέον να μπλέξεις με μια ταινία που άρεσε στην εποχή της (σε μικρούς και μεγάλους), η υπόθεση Όσκαρ έμοιαζε με κλοπή εκκλησίας. Δεν χρειάστηκε λοιπόν παρά μια ρουτινιάρικη μπαλάντα σαν το "Can You Feel Τhe Love Tonight" (Η.Π.Α. #4, Βρετανία #14, Αυστραλία #9, Γαλλία #1, Καναδάς #1, Γερμανία #14) για να στείλει το χρυσό αγαλματάκι στα χέρια του. Η είσοδος έπειτα στο Rock 'N' Roll Hall Of Fame στάθηκε απλά το κερασάκι σε μια ήδη γκράντε τούρτα. Και τη θυμόμαστε βασικά λόγω της έκπληξης που έκανε ο Axl Rose των Guns N' Roses, αποκαλύπτοντας καθώς τον εισήγαγε ότι έγινε τραγουδιστής λόγω του "Bennie And The Jets". Το "November Rain" εξηγήθηκε έκτοτε με περισσότερη διαύγεια.
Στους κριτικούς ουδέποτε άρεσε ο Elton John της δεκαετίας του 1990. Δεν είχαν κάτι δραματικά κακό να του σούρουν –όπως είχε συμβεί στη δεκαετία του 1980, με πληθώρα αφορμών εδώ που τα λέμε– όμως έπλητταν. Βαρέθηκαν με το The One (Ιούνιος 1992), δεν ψήθηκαν με το προαναφερόμενο Duets (Νοέμβριος 1993), κάγχασαν με το soundtrack του Lion King (Απρίλιος 1994), χασμουρήθηκαν στο Made In England (Μάρτιος 1995) και στο The Big Picture (Σεπτέμβριος 1997), δεν ξέραν τι να γράψουν για το Aida (Μάρτιος 1999), αδιαφόρησαν για το soundtrack της κωμωδίας του Albert Brooks The Muse (Αύγουστος 1999).
Δεν είχαν άδικο, τουλάχιστον όχι πολύ. Στη δεκαετία του 1990 συνέβαιναν πράματα και θάματα –η εποποιία της electronica, το grunge, η brit pop, οι Radiohead, η Björk, οι Prodigy. Και ο Elton John αντιπρότεινε συντηρητικές μπαλάντες με μεσήλικη φλόγα και στανταρισμένα πιανάκια, φτιαγμένες για έναν ισορροπημένα επίπεδο κόσμο μακριά από όλα αυτά τα κοσμογονικά, ο οποίος σε τίποτα δεν έμοιαζε με το βρετανικό σύμπαν που κατέγραφε λ.χ. το Trainspotting (1996). Έναν κόσμο ωστόσο που τον λόγιζε και τον υποδεχόταν ως ήρωά του, δίνοντάς του την άνεση να μπαίνει στα 10 πρώτα της Βρετανίας ερμηνεύοντας ντουέτο με τον Luciano Pavarotti.
{youtube}85B_REWeNcM{/youtube}
Τώρα πάντως που κατέκατσε η σκόνη της μανιασμένης επικαιρότητας, είναι ίσως καιρός να κάνουμε μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση. Και να επισημάνουμε ότι ο Elton John της δεκαετίας του 1990 μας έκανε όντως λιγάκι να βαρεθούμε, πάντοτε όμως κρατώντας ένα επίπεδο, από το οποίο ξέπεσε μόνο στις πιο μωροφιλόδοξες στιγμές της Aida. Η δε φινέτσα της κατασταλαγμένης αναπόλησης στο "The One" και η αρχοντιά του "Believe" τα καθιστούν δύο πραγματικά καλές στιγμές, οι οποίες αντέχουν ακόμα σε ραδιοφωνικότητα 20+ χρόνια μετά. Είναι χαρακτηριστικό –και δίκαιο, εν τέλει– το περσινό σχόλιο ενός ανώνυμου χρήστη του YouTube κάτω από το επίσημο βιντεοκλίπ του "The One", που επισημαίνει ότι, χρόνο με τον χρόνο, αυτό το τραγούδι γίνεται όλο και καλύτερο.
Μέρος βέβαια της όλης θεσμικότητας, ήταν και η ορατότητα του πραγματικού Elton John. Ο νεαρός που κάποτε δεν μίλαγε για τις ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις μη και θίξει το συντηρητικό ακροατήριο στις μεσοδυτικές Η.Π.Α. και τα μάσαγε έπειτα πετώντας τη μπάλα στην αμφισεξουαλικότητα, αισθανόταν άνετα να εμφανίζεται δημόσια με τον David Furnish, σύντροφό του από το 1993 και μετά (και πλέον σύζυγό του, με τον οποίον έχουν και δύο γιους).
Ήταν λοιπόν μια βαρετή δεκαετία τα 1990s για τον Elton John;
Για αρκετούς από όσους ρίχτηκαν στην πιο περιπετειώδη μουσική των 1990s, μάλλον ναι. Για πολλούς εκεί έξω, όσους συνέχισαν να στέλνουν τους δίσκους του στα 5 πρώτα της Βρετανίας και στα 10 πρώτα της Αμερικής, μάλλον όχι. Για εκείνον, δε, σίγουρα όχι. Γύρισε επιτυχώς σελίδα στη ζωή και στην καριέρα του, έπιασε όλους τους στόχους που έθεσε εντός ενός σκληρού κατεστημένου και μεταμορφώθηκε επιτυχώς στον Elton John που λίγο-πολύ όλοι αγαπάμε σήμερα.
{youtube}ABSXJiYQFuI{/youtube}