*σταθερά, πολύ καλές προτάσεις για την τρέχουσα τζαζ παραγωγή (και όχι μόνο) μπορεί να αναζητήσει κανείς στο https://diskoryxeion.blogspot.com/ του Φώντα Τρούσα
LOUIS ARMSTRONG: Hot Fives And Sevens 1925-1930 [JSP, 2000]
Λοιδορήθηκε αρκετά ο Louis Armstrong σε κάποια φάση, καθώς θεωρήθηκε φιγούρα που βολεύτηκε στην αποδοχή των λευκών ελίτ της Αμερικής και δεν έκανε τίποτα για τη θέση των μαύρων –κάτι ανακριβές, γιατί ήταν ακριβώς αυτό του το στάτους ανάμεσα στους λευκούς που τον έκανε πανεθνικό πρωτοσέλιδο όταν μίλησε (1957).
Όπως και να έχουν τα πράγματα, ως μουσικός στάθηκε μέγας και είναι εν πολλοίς υπεύθυνος για ό,τι ονομάστηκε ως «Εποχή της Τζαζ» στον Μεσοπόλεμο. Γιατί; Η απάντηση βρίσκεται σε κάμποσα μέρη, αλλά λάμπει πρωτίστως σε αυτές τις ηχογραφήσεις που έγιναν σε πλάκες γραμμοφώνου 78 στροφών (κυρίως) με τα συγκροτήματα Hot Five και Hot Seven, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920. Η αποθέωση του ήχου που ταυτίστηκε με τη Νέα Ορλεάνη, με αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή την τρομπέτα του Armstrong.
BILLIE HOLIDAY: Lady Day - The Complete Billie Holiday On Columbia 1933/1944 [Legacy Recordings, 2001]
Ας είμαστε ειλικρινείς: οι πιουρίστες ποτέ δεν τη συμπάθησαν, εν μέρει γιατί την αποθέωσε κόσμος άσχετος με την τζαζ, εν μέρει γιατί θέλουν την τζαζ χωρίς φωνητικά, εν μέρει γιατί η καριέρα της υπήρξε ασταθής και μόνο σε νεότερα χρόνια μπήκε τελικά σε μια σειρά, μέσω κάποιων καλών συλλογών. Ωστόσο για όσους ξεκινούν το τζαζ ταξίδι, η Billie Holiday (κατά κόσμον Eleanora Fagan) ήταν, είναι και θα είναι μια σίγουρη άγκυρα. Και εδώ βρίσκεται στην καλύτερη φάση της καριέρας της, έχοντας εκείνη την ερμηνευτική ποιότητα που εύστοχα παρομοιάστηκε με την υφή του σατέν υφάσματος.
Αξίζει πάντως να ειπωθεί –έτσι για να σκάσουν οι καθαρολόγοι– ότι και μεταγενέστερα, όταν πια η φωνή της είχε καταστραφεί από τις καταχρήσεις, ήταν ικανή να αποτυπώσει απαράμιλλο συναίσθημα πίσω από το μικρόφωνο, όπως π.χ. συνέβη στο άλμπουμ του 1957 Songs For Distingué Lovers. Το επιβλητικό box set της Legacy με τα 10 CD είναι βέβαια πληθωρικό, παρά ταύτα αποτελεί μια πρώτης τάξης επιλογή, καθώς συνοδεύεται και από ένα booklet 116 σελίδων.
DUKE ELLINGTON: Never No Lament - The Blanton Webster Band 1940/1942 [RCA Bluebird, 2003]
Ένα κομβικό σημείο για την καριέρα του σπουδαίου Duke Ellington, στο οποίο ίσως έφτιαξε την πιο γόνιμη μουσική μιας μακράς και πολύ ενδιαφέρουσας πορείας, που κράτησε ως τη δεκαετία του 1970: αξίζει λ.χ. να τσεκάρει κανείς το γενναίο ξάνοιγμά του προς ό,τι λέμε σήμερα world music στο άλμπουμ του 1971 The Afro-Eurasian Eclipse (3 χρόνια πριν πεθάνει), όταν ελάχιστοι Δυτικοί καλλιτέχνες είχαν καν ιδέα για τέτοια πράγματα.
Συχνά με απλές ιδέες ως εκκίνηση, έφερε επανάσταση στην τζαζ ενορχήστρωση, βρίσκοντας ευφυέστατες νέες διαδρομές. Η συλλογή αυτή απλώνεται σε 3 CD, έχει καλό remastering και συνοδεύεται από πολύτιμα, κατατοπιστικότατα κείμενα.
CHARLIE PARKER: BIRD - THE SAVOY ORIGINAL MASTER TAPES 1945/1948 [Savoy, 1988]
Αν και απομακρυσμένος πλέον από τον καιρό και τον ήχο του Louis Armstrong, ο Charlie Parker σταδιοδρόμησε κι αυτός σε μια εποχή που δεν ήξερε τον δίσκο βινυλίου 33 στροφών.
Γι' αυτό και ένα μεγάλο τμήμα της μουσικής που τον έκανε όνομα αναφοράς βρίσκεται συμμαζεμένο στο εδώ διπλό CD με τον remastered ήχο, το οποίο πραγματικά κεντράρει στις πιο εφευρετικές και ρηξικέλευθες στιγμές του κατά τη δεκαετία του 1940.
CHARLES MINGUS: Mingus Ah Um [Columbia 1959]
Η τζαζ ως έκφανση της γενικότερης μουσικής, μα και πολιτικής κουλτούρας των Αφροαμερικανών κατοίκων των Η.Π.Α.
Ο Mingus αναζητεί –και βρίσκει– το σημείο τομής του hard bop στυλ της εποχής με τα μπλουζ και με τα γκόσπελ τραγούδια των μαύρων εκκλησιών του Νότου, ενώ επικρίνει ανοιχτά την επίσημη επιμονή του ρατσισμού, που προσωποποιήθηκε τότε στον Κυβερνήτη του Άρκανσο, Orval E. Faubus.
ORNETTE COLEMAN: The Shape Of Jazz To Come [Atlantic, 1959]
Στη βάση αυτού του δίσκου, αναγνωρίζουμε τον Coleman ως γίγαντα της τζαζ. Όμως στην εποχή του είχε προξενήσει αντιδράσεις, με τους New York Times να θεωρούν τη μουσική του «θόρυβο» και τον Miles Davis να τον αποκαλεί «απατεώνα» –ανακάλεσε αργότερα.
Ο Αμερικανός σαξοφωνίστας έβλεπε απλά πολύ μακρύτερα ακόμα και από τους μεγάλους συγχρόνους του· και, με την πολύτιμη σύμπραξη των Don Cherry (κορνέτα), Charlie Haden (κοντραμπάσο) & Billy Higgins (τύμπανα), φιλοτέχνησε ένα μνημείο, το οποίο σήμερα ξέρουμε ότι άνοιξε τον δρόμο για τη free jazz. Αν ψάχνετε πιο ενδελεχή πληροφόρηση για τον Coleman, θα βρείτε εδώ ένα εξαίσιο άρθρο με την υπογραφή του Βαγγέλη Πούλιου, ενώ πατώντας εδώ μπορείτε να θυμηθείτε την ανταπόκριση του Γιώργου Μιχαλόπουλου από την αθηναϊκή του εμφάνιση στο Παλλάς, τον Ιούλιο του 2008.
MILES DAVIS: Kind Of Blue [Columbia 1959]
Γιορτάζει παρεμπιπτόντως τα 60 φέτος αυτή η εμβληματική κυκλοφορία, η οποία άσκησε τεράστια επιρροή τόσο στη «μαύρη» μουσική των 1960s, όσο και στις pop/rock εξελίξεις της ίδιας της δεκαετίας –διόλου τυχαία, παραμένει μέχρι σήμερα ο πιο μοσχοπουλημένος δίσκος της τζαζ ιστορίας.
Με εκλεκτούς συνοδοιπόρους (John Coltrane & Cannonball Adderley στα σαξόφωνα, Bill Evans στο πιάνο), ο Miles Davis αφήνει πίσω του το bebop και αναζητεί μια καινούρια γλώσσα, σε γκρούβες πιο χαλαρές.
ERIC DOLPHY: Out To Lunch! [Blue Note, 1964]
Ως το Out To Lunch!, ο Καλιφορνέζος Eric Dolphy λογιζόταν κυρίως ως βιρτουόζος μουσικός, αν και είχε δείξει ότι ήταν πολύ περισσότερα κυκλοφορώντας το Conversations το 1963.
Εδώ πάντως φανέρωσε μια απροσδόκητη δημιουργική πνοή, σπρώχνοντας τις νεόκοπες free τζαζ ανησυχίες προς μια απόκοσμα ατμοσφαιρική μα συνάμα ρυθμική κατεύθυνση, που δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο από όσα είχαν ακουστεί ως τότε. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει αυτό το όραμα, καθώς πέθανε μόλις 4 μήνες μετά, στα 36 του χρόνια.
ELLA FITZGERALD & THE BUDDY BREGMAN ORCHESTRA: Sings The Cole Porter Songbook [Verve, 1956]
Μπορεί η Billie Holiday να είναι Η Φωνή όταν μιλάμε για γυναίκες ερμηνεύτριες στην τζαζ και η Sarah Vaughan να μπαίνει συχνά σφήνα όταν μιλάμε για «τις καλύτερες», όμως εδώ η Ella Fitzgerald είναι απλώς ασυναγώνιστη, δένοντας μοναδικά με τα τραγούδια του Cole Porter. Μια τεράστια στιγμή για το λεγόμενο «american songbook».
JOHN COLTRANE: A Love Supreme (Impulse!, 1965]
Ο λόγος που μια μαύρη εκκλησία στην Αμερική άρχισε να τον λατρεύει ως άγιο (δεν είναι τρολιά) και που σαξοφωνίστες σαν τον Kamasi Washington απολαμβάνουν σήμερα hype ανάμεσα σε τζαζοάσχετους με μούσια και μουστάκια, που ακούνε indie και Kendrick Lamar.
Η τζαζ εδώ γίνεται όχημα βαθύτερων πνευματικών αναζητήσεων και αγγίζει τη θρησκευτική εμπειρία, με έναν τρόπο που πολλοί ακροατές στην ιστορία έκριναν ως οριακό.
THE PETER BRÖTZMANN OCTET: Machine Gun [FMP, 1968]
Μισό αιώνα και βάλε μετά την ηχογράφησή του, παραμένει ένα ενοχλητικό άκουσμα, ικανό να ξεσηκώσει αντιδράσεις.
Πήγασε βέβαια από το πώς προσέλαβε το ευρωπαϊκό underground το free jazz κάλεσμα που ήρθε από την Αμερική, όμως η δύναμη και η αταξινόμητη ευφυΐα με την οποία μετασχηματίστηκε εδώ, μετέτρεψε τον δίσκο σε ισχυρότατο μανιφέστο. Αρκετά λοιπόν από τα πράγματα που ακούμε σήμερα στη free jazz παραμένουν στον ορίζοντα που έθεσε το Machine Gun –όπως και άλλοι, μεταγενέστεροι, δίσκοι του Brötzmann.
JAN GARBAREK QUARTET: Afric Pepperbird [ECM, 1970]
Άλμπουμ κομβικότατης σημασίας στην αναζήτηση του Manfred Eicher για μια εναλλακτική προσέγγιση στην τζαζ από αυτήν του αμερικανικού Παραδείγματος.
Το Afric Pepperbird έδωσε σχήμα, αλλά και νόημα, σε ό,τι αργότερα θα ονομάζαμε «ήχο της ECM», παντρεύοντας τον τζαζ αυτοσχεδιασμό με μια λόγιων καταβολών σκανδιναβική κουλτούρα, φέρνοντας δίπλα-δίπλα τον Albert Ayler με το νορδικό φολκλόρ.
THE MAHAVISHNU ORCHESTRA: The Inner Mounting Flame [Columbia, 1971]
Μπορεί ο John McLaughlin να πρωτάκουσε το κάλεσμα του fusion δουλεύοντας με τον Miles Davis στα τέλη των 1960s, όμως ήταν εκείνος που αποκρυστάλλωσε και απογείωσε τον όρο με την κολεκτίβα των Mahavishnu Orchestra, μπλέκοντας τη βιρτουοζιτέ της τζαζ και την περιπέτεια του αυτοσχεδιασμού με τις ηλεκτρικές εκκενώσεις της πιο βαριάς εκδοχής του rock.
Στα χρόνια τους δεν έλειψαν οι επικρίσεις, όμως πλέον απορρίπτονται ως βεβιασμένες κρίσεις όσων δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν το τι κόμιζε ο δίσκος στο τραπέζι. Είναι άλλωστε ένα άλμπουμ που εξακολουθεί να εντυπωσιάζει ακόμα και όσους έχουν αλλεργία στο fusion.
KEITH JARRETT: The Köln Concert [ECM, 1975]
Λένε ότι κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος να ακούσει τι θα έπαιζε ο Keith Jarrett σε εκείνο το περίφημο (πια) κονσέρτο του στην Κολονία –ούτε καν όσοι τον είχαν ήδη θαυμάσει στο Facing You το 1970. Άλλωστε είναι γνωστή η ιστορία: παραλίγο να μην παίξει ποτέ, καθώς δεν είχε βρει το πιάνο της αρεσκείας του.
Όμως η σχεδόν υπνωτική ποιότητα των ρυθμικών του αυτοσχεδιασμών και η καθαρτική φύση αυτών των 66 λεπτών έγραψε ιστορία, που πήρε μαζί της και το όνομα της ECM.
SUN RA: Lanquidity [Philly Jazz, 1978]
Μοναδική φιγούρα από κάθε άποψη, έφτιαξε μια ολότελα δική του τζαζ, που είχε το βλέμμα καρφωμένο στο διαγαλαξιακό άπειρο και στην αρχαία Αίγυπτο (πολλές φορές ταυτόχρονα).
Καθείς έχει και έναν διαφορετικό αγαπημένο δίσκο απ' όσους τον ακολουθήσαμε, η δική μου επιλογή είναι αυτή. Για μια συνολικότερη αποτίμηση, ο Βαγγέλης Πούλιος έχει και πάλι συνεισφέρει στις σελίδες μας ένα άρθρο αναφοράς (εδώ).
JOHN ZORN: Naked City [Elektra/Nonesuch, 1989]
Ο δίσκος που έκανε τον John Zorn το δυνατότερο σημείο αναφοράς στην τζαζ που πρωταγωνιστεί και στις δικές μας ημέρες.
Απαράμιλλο δείγμα ενός υγιούς μεταμοντερνισμού, έφερε στο είδος πράγματα από μουσικούς κόσμους που έμοιαζαν πολύ μακρινοί (κοφτό grindcore, surf κιθάρες, τη νεοκλασική αισθητική των κινηματογραφικών soundtracks της εποχής), ενοποιώντας τα με τη βοήθεια της καταπληκτικής κιθάρας του Bill Frisell και των φρενιασμένων φωνητικών του Yamatsuka Eye. Σε ένα αποτέλεσμα που ακόμα ακούγεται σαρωτικό, 30 χρόνια μετά τη σύλληψή του.
{youtube}ylXk1LBvIqU{/youtube}