Πίσω στο 2015, το εγχώριο κοινό είχε χάσει τους Insomnium, λόγω των σοβαρών οικογενειακών προβλημάτων που αντιμετώπισε τότε ο τραγουδιστής τους. Τώρα, όμως, οι Φινλανδοί δίνουν διπλό ραντεβού σε Θεσσαλονίκη (Σάββατο 24/3, Principal) και σε Αθήνα (Κυριακή 25/3, Piraeus 117 Academy, με έξτρα support τους «δικούς μας» Caelestia). Και μαζί τους έχουν μάλιστα τους Tribulation: μια σκληρή μπάντα από εκείνες που αρέσουν και στο ευρύτερα rock ακροατήριο, που έλαβε ένα γενναίο 8άρι από το Pitchfork το 2015 για τον τρόπο με τον οποίον ένωσε τους Misfits με τους Iron Maiden και τους Type O Negative στο καταπληκτικό The Children Of The Night. Όπως πολύ σωστά γράφει το συνοδευτικό δελτίο Τύπου, έχουμε εδώ ένα support που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι headliner.
{youtube}P9AGQ_U0w2w{/youtube}
Οι καταβολές ωστόσο των Tribulation βρίσκονται –όπως και των Insomnium– στο melodeath που ανέπτυξαν στα μισά της δεκαετίας του 1990 σουηδικές μπάντες σαν τους At The Gates, Dark Tranquillity και In Flames· στυλ που σήκωσε πολλές συζητήσεις και προξένησε κραδασμούς και αντιδράσεις, ιδίως ανάμεσα σε όσους θεωρούσαν ασυμβίβαστα με τον χαρακτήρα του όποιου ακραίου metal τα μελωδικά riffs της βρετανικής new wave εποποιίας και τις progressive rock αναπτύξεις. Η συζήτηση αναζωπυρώνεται πού και πού, γεγονός όμως είναι ότι δημιουργήθηκε τότε ένας ορίζοντας που στηρίχτηκε ενεργά από πολύ κόσμο σε διεθνές επίπεδο, επιτρέποντας την άνθιση μιας ολόκληρης σκηνής, η οποία σιγά-σιγά βρήκε τον δρόμο της ακόμα και προς τη mainstream επιτυχία, αποτελώντας (στις μέρες μας) ένα δυνατό εμπορικό χαρτί.
Οι πιο αυστηροί κριτές, βέβαια, βρίσκουν ότι η δημιουργικότητα αυτού του νέου ορίζοντα εν πολλοίς εξαντλήθηκε από τα 3 προαναφερόμενα σχήματα και από μερικούς ακόμα που ακολούθησαν το κήρυγμά τους στα 1990s και στις αρχές του 21ου αιώνα. Η δημοφιλία ωστόσο του είδους επέτρεψε την ύπαρξη συγκροτημάτων-επιγόνων, τα οποία, άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερο, εμπλούτισαν και παράλλαξαν την κλασική συνταγή, συντηρώντας έτσι το ενδιαφέρον τόσο για το είδος, όσο και για τις δικές τους καριέρες.
Στην αφρόκρεμα αυτών των διαδόχων συγκαταλέγονται και οι Insomnium, οι οποίοι ξεκίνησαν την πορεία τους το 1997 από τη μικρή πόλη Joensuu της ανατολικής Φινλανδίας και θεωρούνται σήμερα από τους κύριους εκφραστές της μουντάδας και της μελαγχολίας εκείνης που πολλάκις έχει συνδεθεί με τη σκληρή μουσική παρακαταθήκη του σκανδιναβικού Βορρά. Ας δούμε λοιπόν, χρονολογικά, πώς έφτασαν σε ένα τέτοιο το επίπεδο.
In The Halls Of Awaiting (Candlelight, 2002)
Στην αρχή της καριέρας τους οι Φινλανδοί γονατίζουν ακόμα στα σουηδικά melodeath τοτέμ. Συμπεριφέρονται έτσι ως νήπια, τα οποία «παίζουν» με τις μουσικές ιδέες των In Flames του The Jester Race (1996), όσο ο τραγουδιστής τους Niilo Sevänen προσπαθεί να μιμηθεί τον Mikael Stanne των Dark Tranquillity.
{youtube}6jDHIQE_BJ8{/youtube}
Παρά ταύτα, μέσα στη στεγνή και βαβούρικη παραγωγή ξεπετάγονται εδώ κι εκεί στιγμές που σε εκπλήσσουν: τα Amorphis riffs του "Dying Chant", οι όμορφες μελωδίες που γεννά η κιθάρα του Ville Friman στο "Shades Of Deep Green" και το ανέλπιστα συγκροτημένο "The Elder", το οποίο στέκει ως το καλύτερο τραγούδι αυτής της συγκομιδής. Μένεις λοιπόν με την εντύπωση ότι υπάρχει εύφορο έδαφος για περισσότερα. [5,5]
Since The Day It All Came Down (Candlelight, 2004)
Η μπάντα προσπαθεί εδώ να βρει τον δικό της βηματισμό, πλάθοντας μια φινλανδική ας την πούμε εκδοχή μελωδικού death. Οι Dark Tranquillity γεφυρώνονται έτσι με δόσεις από Amorphis, ενώ αναπτύσσεται και ευχέρεια για πιο αργά μέρη, εμποτισμένα σε μια ατμοσφαιρική μελαγχολία με (λογικό) πρότυπο τους Opeth της εποχής, άρα και με ανοιχτό το πεδίο προς τις progressive rock επιρροές των τελευταίων.
{youtube}fQ9oUkD9PoE{/youtube}
Η κιθάρα του Ville Friman παίρνει συχνά τα ηνία της διαδρομής και αποδεικνύεται παράγοντας σταθερού ενδιαφέροντος μέσα στα σκαμπανεβάσματα των συνθετικών ιδεών και κόντρα στα φωνητικά του Sevänen, που ακόμα ηχεί μονολιθικός στο πώς χρησιμοποιεί τα growls του. Το αποτέλεσμα προκύπτει άνισο, χωρίς μάλιστα κάποιο τραγούδι που να ξεχωρίζει όπως λ.χ. το "The Elder" στο ντεμπούτο. Αυτό όμως το άλμπουμ είναι το πρωτόλειο αμόνι όπου σφυρηλατήθηκε τελικά ό,τι κάμποσοι μουσικόφιλοι έχουν αγαπήσει στους Insomnium. [5]
Above The Weeping World (Candlelight, 2006)
Ο δίσκος με τον οποίον ξεκίνησαν να κολλάνε διάφοροι με τους Insomnium έχει να διηγηθεί μια ιστορία γνήσιας underground επιτυχίας, αφού διαδόθηκε στόμα-με-στόμα οδηγώντας τους ανέλπιστα στο #9 των φινλανδικών charts και σε διεθνώς διθυραμβικές κριτικές, εκεί που πριν δεν υπήρχαν πουθενά. Χωρίς υπερβολή, στάθηκε για μια 2η γενιά fans του μελωδικού death metal στυλ ό,τι και το Is This It των Strokes (2001) για τα indie kids των zeros.
{youtube}7u-a-WVO6FM{/youtube}
Όπως όμως και στην περίπτωση του Is This It, έτσι κι εδώ έχεις μια υπόθεση στην οποία χαμογέλασε το τάιμινγκ. Δεν υπάρχει δηλαδή κάτι πραγματικά σπουδαίο στο Above The Weeping World, παρά τη δουλειά που έχει ρίξει η μπάντα σε εκείνο το μίγμα Opeth και melodeath που λάνσαρε στο Since The Day It All Came Down, παρά το φλερτ τους με την ποίηση του Eino Leino και του Francis William Bourdillon, παρά τη βελτίωση του Sevänen και το σταθερό ενδιαφέρον της κιθαριστικής δουλειάς του Friman. Είναι ένα απλά καλό άλμπουμ, που όμως βασίζεται περισσότερο στην επιμελώς φιλοτεχνημένη παραγωγή του Samu Oittinen, παρά στη φαντασία τραγουδιών σαν τα συζητημένα "Change Of Heart" και "Mortal Share". [7]
Across The Dark (Candlelight, 2009)
Θα μπορούσε να έχει βγει από τα ίδια sessions με το Above The Weeping World, με ό,τι καλό και ό,τι κακό συνεπάγεται κάτι τέτοιο –με τη διαφορά πως μερικά φωνητικά είναι πλέον καθαρά και πως έρχονται και διάφοροι καλεσμένοι, σαν π.χ. τον Jules Näveri των Enemy Of The Sun.
{youtube}3yY6R_1MXd0{/youtube}
Η παραγωγή του Samu Oittinen οδηγεί σε έναν φορτωμένο μεν, μα συχνά εντυπωσιακό ήχο, που οπωσδήποτε ευνοεί το επίπεδο μουσικής δεξιοτεχνίας στο οποίο φτάνει εδώ η φινλανδική μπάντα, εμφανές σε κομμάτια σαν το "In The Woods" και το "Down With The Sun". Συνολικά όμως έχεις πάλι την αίσθηση ότι ο παράγοντας σύνθεση αφήνεται ως τελευταίος τροχός της άμαξας και ότι υπάρχει μια αίσθηση επανάληψης στο τι σου δίνουν οι Insomnium, με την έννοια ότι τα κομμάτια ακολουθούν μια στάνταρ φόρμουλα, αποφεύγοντας το οποιοδήποτε ρίσκο. [6]
One For Sorrow (Century Media, 2011)
Το πρώτο τους πολυεθνικό άλμπουμ βρήκε ορισμένους fans να επαινούν το πιο ώριμο επίπεδο της γραφής των Φινλανδών κι άλλους να διαμαρτύρονται για ένα στημένο συνονθύλευμα από blast beats και επίπεδες κιθάρες. Υπάρχει αλήθεια και στα δύο αυτά άκρα, πάντως: από τη μία, πράγματι έχουμε μια πιο ώριμη εκδοχή των Insomnium εδώ, με την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους να γίνεται εμφανής και να στεφανώνεται από τη συμμετοχή του ινδάλματος Mikael Stanne (Dark Tranquillity) στο εκρηκτικό "Weather The Storm" (αρχικά single, μπήκε όμως στην ειδική έκδοση).
{youtube}xdCSJaQjfXw{/youtube}
Από την άλλη, το γκρουπ κινείται και πάλι συντηρητικά, αποφεύγοντας ό,τι θα μπορούσε να το βγάλει από μια ομολογουμένως περίτεχνη εκτελεστικά ζώνη ασφαλείας, που όμως την ίδια στιγμή δείχνει να έχει γίνει και «ταβάνι» δημιουργικότητας. Έτσι, όσο κι αν θαυμάζεις διάφορα πράγματα, έχεις τη δυσάρεστη αίσθηση ότι αν κατά λάθος βάλεις το One For Sorrow στη θήκη του Across The Dark μπορεί και να μην καταλάβεις τη διαφορά –παρεκτός και πήρες την ειδική έκδοση με το "Weather The Storm". [6,5]
Shadows Of The Dying Sun (Century Media, 2014)
To άλμπουμ που τους άνοιξε τις πύλες της κεντροευρωπαϊκής αγοράς φτάνοντας στο #2 της Φινλανδίας, στο #23 της Σουηδίας και στο #18 της Γερμανίας, καθιστώντας τους περιφερειακή δύναμη. «Business as usual» θα μπορούσε να είναι μια σκληρή κριτική, αφού επί της ουσίας πάλι στα αυγά τους κάθονται, στοχεύοντας σε ακόμα καλύτερα τεχνικά χαρακτηριστικά (παραγωγή φίνα με την υπογραφή του Teemu Aalto, ήχος με επικό feeling, δυσθεόρατο πια εκτελεστικό επίπεδο που ξεχωρίζει αισθητά στον χώρο τους).
{youtube}5DjmQXtZUx4{/youtube}
Θα ήταν ωστόσο η μισή αλήθεια, γιατί στην πορεία όλων αυτών οι Insomnium γράφουν ένα από τα καλύτερα κομμάτια τους ("Ephemeral") και συνεισφέρουν μερικά ακόμα ευπρόσωπα δείγματα του στυλ που τους καθιέρωσε (π.χ. "The Primeval Dark", "While We Sleep"). Αν και μικρό, είναι ένα ξεκάθαρο βήμα μπροστά. [7]
Winter's Gate (Century Media, 2016)
Με θαυμαστή για τα δεδομένα τους αίσθηση οικονομίας (40 λεπτά διάρκεια), οι Insomnium τραγουδούν μια 7μερή saga για μια ομάδα Βίκινγκς που αψήφησαν τη βαρυχειμωνιά και σάλπαραν να βρουν ένα μυθικό νησί στον ωκεανό ανοιχτά της Ιρλανδίας. Και φτάνουν έτσι όχι μόνο στο μέχρι στιγμής εμπορικό τους αποκορύφωμα (πρώτο νούμερο 1 στην πατρίδα, #19 στη Γερμανία), μα και στο καλύτερο άλμπουμ της καριέρας τους.
Σφιχτό, με θαυμάσια κιθαριστικά riffs και θαρραλέα prog υφή, με ροή εξαιρετική και καθαρό από ανούσιες επαναλήψεις, το Winter's Gate είναι ένας άγριος και μαζί μελωδικός δίσκος, κλασικός για να ακούγεται τις κρύες νύχτες του χειμώνα (όσο κλισέ κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο). Και επιτέλους ικανοποιεί και όσους σταθερά αιτούνταν όλα αυτά τα χρόνια από τους Φινλανδούς να ξεμακρύνουν, λίγο έστω, από τη ζώνη ασφαλείας τους. Λόγω μάλιστα της παραγωγής του Dan Swanö, δεν ήταν λίγοι όσοι αισθάνθηκαν ότι ξανάζησε εδώ κάτι από το εμβληματικό Crimson των Edge Of Sanity (1996). [8]
{youtube}tmeHvNKkAK8{/youtube}