Υπακούοντας νοερά σε εκείνο το διαφημιστικό ρητό που έγινε σλόγκαν, για τον Λουμίδη και τους καφέδες, αποφεύγω γενικά να γράφω για punk θέματα.
Όχι γιατί έχω κάτι με το punk. Ίσα-ίσα, επειδή το θεωρώ κομβικής σημασίας κύτταρο στην όλη rock 'n' roll υπόθεση, προτιμώ συνήθως να διαβάζω περί punk από ανθρώπους που ίδρωσαν και ξεσηκώθηκαν μαζί του.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο αγγλοσαξονικός μουσικός Τύπος (και ο ελληνικός) κορέστηκε από γραφιάδες που πίνουν νερό στο όνομα ενός εξελικτικού σχήματος το οποίο άρχισε με το garage rock, κορύφωσε στο punk και θρυμματίστηκε κατόπιν στα υποείδη της εναλλακτικής έκφρασης, διαμορφώνοντας ό,τι σήμερα θεωρείται «indie μυθολογία». Η άτυπη αυτή επιβολή έσπρωξε στο περιθώριο ό,τι αντιμετωπίστηκε ως τζιζ (τις σκληρές κιθάρες, το progressive) ή ό,τι απλά δεν γινόταν αντιληπτό (την τζαζ), με τελευταίο χρονικά κακώς κείμενο τα ειρωνικά σχολιάκια γύρω από τη συγκίνηση που επέδειξε το ελληνικό Facebook για τον θάνατο του Tom Petty.
Έχω ξαναγράψει ότι κάποια στιγμή πρέπει να τελειώνουμε με την αντίληψη που αντιμετωπίζει με στυλ «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς» όσους μπορεί να αγάπησαν περισσότερο τη Donna Summer από τους Buzzcocks ή τους Judas Priest από τους Smiths. Εξακολουθώ πάντως να προτιμώ να διαβάζω περί punk από τέτοιους γραφιάδες. Κι όμως, βρίσκομαι τώρα να υπογράφω ένα κείμενο για τον Joe Strummer, ο οποίος πέθανε τέτοια μέρα πριν 15 χρόνια. Μόλις στα 50 του, όχι «καταραμένος» και κατεστραμμένος από τα πάθη του, όπως ίσως τον ήθελαν οι διαμορφωτές της rock 'n' roll μυθολογίας, αλλά από καρδιά.
Αντιφάσεις;
Μάλλον όχι, απαντάω στον εαυτό μου, καθώς στο μέχρι τώρα ταξίδι στη μουσική πάντα με τράβαγαν οι καλλιτέχνες που λειτουργούσαν ως γεφυροποιοί. Δεν ένιωσα ποτέ το κάλεσμα της «φυλής» και σίγουρα δεν χαρακτηρίστηκα ποτέ από τη «so fucking special» νοοτροπία των indie kids, που τη βρίσκω και νοσηρή αν θέλετε την άποψή μου, και γιατί αμφισβητώ το «special» της υπόθεσης, αλλά και γιατί διαφωνώ με την ευκολία με την οποία πυροβολείται όποιο ίνδαλμα αρχίσει να γεμίζει τον Λυκαβηττό (παλιότερα) ή το Gagarin (στις μέρες μας). Αντιθέτως, με παρακινούν σταθερά όσοι καλλιτέχνες αποδεικνύονται ικανοί να κοινωνήσουν τους κώδικες και την αλήθεια τους σε επίπεδα μη-κοινοτικά, δημιουργώντας τους δεσμούς εκείνους που μπορεί να φέρουν δίπλα-δίπλα σε μια συναυλία εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Και ο Joe Strummer, ήταν ένας από αυτούς.
Ίσως περιμένετε να διαβάσετε κάπου εδώ για τον Joe Strummer τον punk επαναστάτη, ο οποίος με τους Clash παρέδωσε το πιο ηχηρό μήνυμα εκείνης της βρετανικής νεολαίας που ασφυκτιούσε σε μια μεταβατική κοινωνικά χώρα, γενόμενος, πώς το έγραψε μια εφημερίδα του Νησιού; «ο John Lennon της γενιάς του». Αλλά εγώ θέλω να σας γράψω για τον Joe Strummer τον απίστευτο ζογκλέρ, ο οποίος εξαρχής μπόρεσε να πατήσει σε δυο βάρκες ταυτόχρονα και να καθοριστεί από αυτήν την ασταθή ισορροπία.
Εξαρχής, γιατί Joe Strummer δεν υπήρξε ποτέ –John Mellor ήταν το όνομα και το Strummer πρόσφερε, εκτός από καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, και την ευκαιρία μιας άλλης περσόνας. Χάρη στην οποία ο γιος ενός διπλωμάτη καριέρας (σας ορκίζομαι ότι πήγα να γράψω «της Βρετανικής αυτοκρατορίας» κάπου εδώ) και μιας νοσοκόμας μεγαλωμένης στα σκωτσέζικα highlands μπόρεσε να εκφράσει πιο πειστικά από όλους την κοχλάζουσα οργή των λονδρέζικων φτωχογειτονιών που συμπιέζονταν από την Πετρελαϊκή Κρίση, τον θυμό μιας νεολαίας που δεν έβλεπε μπροστά της κανένα ρόδινο μέλλον, την ανάγκη του rock 'n' roll να συνδεθεί ξανά με τη νεανική λάμψη, αντί να αποτελεί όλο και πιο αποκλειστική υπόθεση των Genesis. Και μην προτρέξει κανείς εδώ: δεν έχω ίχνος απαξίωσης για τους Genesis του Peter Gabriel.
Ναι, «ο γιος του διπλωμάτη» μίλησε για την άδικη διανομή του πλούτου πιο πειστικά και από τους Sham 69, που ήδη από τότε προσπάθησαν να ορθώσουν το δικό τους street punk ως πιο αξιόπιστο ταξικά. Σε μια χώρα που ακόμα και σήμερα σε «κόβει» σε τάξη ανάλογα με τη λέξη που θα χρησιμοποιήσεις όταν πεις «με συγχωρείτε, πάω στην τουαλέτα», με μόνο ίσως χειροπιαστό εφόδιο διασύνδεσης με το ευρύτερο zeitgeist τον αδερφό του, ο οποίος αυτοκτόνησε αφού πρώτα δοκίμασε να στεγάσει τα αδιέξοδά του στην ανατέλλουσα εκείνα τα χρόνια ομπρέλα του βρετανικού φασισμού, το National Front.
Την ίδια στιγμή ο Strummer καταχωρείται και ως ο άνθρωπος που μπόλιασε πιο επιτυχημένα από τον καθένα το βρετανικό punk με τους reggae και ska ήχους της Τζαμάικα, που είχαν γίνει αγαπητοί στη νεολαία των εργατικών συνοικιών χάρη στους μετανάστες που έρχονταν από την (αγγλόφωνη) Καραϊβική: με πρώτο ευτυχές δείγμα την εξαιρετική διασκευή στο "Police And Thieves" (1977) και με αποκορύφωμα το άλμπουμ London Calling (1979), που έχει τέτοιους ρυθμούς να δονούν τις αφηγήσεις των τραγουδιών για τον ρατσισμό, την υπερκατανάλωση, τα ναρκωτικά στους δρόμους.
Όσοι τώρα αντιλαμβάνονται το punk με τη στενή πολιτική αντίληψη, προτάσσοντας το κατά τη γνώμη τους «μήνυμα» σε βάρος της συνολικής μουσικής έκφρασης μιας συγκεκριμένης γενιάς, λοιδόρησαν έκτοτε σταθερά τους Clash, οι οποίοι την έκαναν για την Αμέρικα, αφήνοντας (λέει) τους συμπατριώτες τους να βράζουν στη χύτρα της Μάργκαρετ Θάτσερ. Φυσικά, όσοι δεν αντιμετωπίζουν τους Clash ως παράρτημα του εγχώριου αριστερού κόμματος που προτιμούν, ξέρουν καλά ότι το punk είχε πια εξαντλήσει τη δυναμική του και χαιρετίζουν την απόφαση του Strummer να ψάξει για νέες rock 'n' roll γαίες.
Απέδειξε μάλιστα ότι μια χαρά πολιτικός μπορούσε να ηχήσει και μέσω ενός άλμπουμ σαν το Sandinista (1980) και μια χαρά να γράψει και τραγούδια σαν τα "Rock Τhe Casbah" και "Should I Stay Or Should I Go", που οι 16άρηδες μιας άλλης δεκαετίας θα είχαν ως παντιέρες μιας rock ταυτότητας –ναι, και στην Αθήνα– άσχετα με το πόσο σιγουράκια έγιναν στη συνέχεια, προσδίδοντας rock άλλοθι σε clubs και ραδιόφωνα που μόνο τέτοια δεν ήταν/είναι. Είναι ένα μεγάλο και ωραίο κεφάλαιο οι Clash μετά το punk, όσο κι αν ο επίλογος με το Cut The Crap (1985) ήχησε πικρός. Μπορούμε πλέον να το πούμε ευθαρσώς, with all due respect, ότι ήταν χάλια.
Στο σημείο αυτό το μουσικογραφικώς ορθό θα ήταν μάλλον να σας πω για τον Joe Strummer ως συντηρητή ενός θρύλου, κοτσάροντας το επίθετο «τίμιος» γύρω από τη δράση του με τους Mescaleros ή με τους Latino Rockabilly War πιο πριν. Θα προτιμήσω ωστόσο και πάλι το μουσικογραφικώς λοξό, για να σας πω ότι η μάλλον σποραδική δημιουργική παρουσία του Strummer από τη διάλυση των Clash (1986) ως το Streetcore των Mescaleros (2003), που δεν πρόλαβε να δει στα δισκοπωλεία, δεν εμπεριείχε καμία νέα περιπέτεια –πιο περιπετειώδες στιγμιότυπο ήταν που για κανάν χρόνο αντικατέστησε τον Shane MacGowan στους Pogues.
Προσωπικά, πάντως, δεν σταμάτησα να παρακολουθώ τη διαδρομή, την οποία βρήκα αληθινά συνεπή προς τον άνθρωπο που είχε πια γίνει ο Strummer, καθώς καταλάγιασε η φλόγα της νιότης. Εκείνον δηλαδή τον τύπο που, ενώ δεν άλλαξε μυαλά και σκεπτικό για τον κόσμο, έμαθε να χαίρεται την ιδιότητα του «ήρωα» που πολλοί του απέδιδαν, να ακούει περισσότερο Blondie και Dexy's Midnight Runners χωρίς να αισθάνεται κομπλεξικά και να εκτιμά τις ατέλειωτες, ήσυχες στιγμές που περνούσε με τη Luce (τη γυναίκα του) στο αγρόκτημά τους στις εξοχές του Somerset, μακριά από τις ζυμώσεις του αστικού πεδίου που κάποτε έθρεψαν τα τραγούδια του.
15 λοιπόν χρόνια μετά από εκείνον τον αποχαιρετισμό, ακόμα έτσι κρατάω τον Joe Strummer στη μνήμη μου: πρωτίστως ως έναν δημιουργό που σε όλες του τις φάσεις σου άφηνε ένα πεδίο να τον προσεγγίσεις ακόμα κι αν βρισκόσουν εκτός της «κοινότητας» που τον ανέδειξε· πρωτίστως ως εξέχοντα γεφυροποιό και ύστερα, ναι, ό,τι άλλο επιτάσσει η punk rock μυθολογία και ό,τι άλλο αγαπάτε εσείς τα παιδιά του (όποιου) alternative.
{youtube}AL8chWFuM-s{/youtube}