[Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από το Sonik]
Ποια άραγε είναι η ψυχολογία που σε οδηγεί να γράψεις μια αυτοβιογραφία; Νιώθεις ότι έχεις στερέψει δημιουργικά, ίσως έχεις λάβει και τα πρώτα τηλεγραφήματα από τον άλλο κόσμο («σας-περιμένουμε-προσεχώς-στοπ») και θέλεις να προλάβεις να καταθέσεις τον δικό σου απολογισμό, πριν αναλάβουν οι ...άτιμοι οι ιστορικοί; Ή, αντίθετα, είσαι στην κορφή της δημοφιλίας σου και θέλεις να το εκμεταλλευθείς όσο κρατήσει; Ή μήπως είσαι σε φάση κλεισίματος λογαριασμών και αναμέτρησης με το παρελθόν;
Όπως και να έχει, ο Iggy Pop δεν άφησε πολλά περιθώρια παρερμηνειών στη δική του περίπτωση. Ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του, η οποία κυκλοφόρησε το 1982 (και όχι 1980, όπως λέει η ...αλάθητη Wikipedia) ήταν I Need More. Και το ερώτημα προφανές: «από τι;»
Μπερδεμένα υπήρξαν τα 1980s για τον Iggy. Και αντιφατικά. Και δύσκολα. Μακριά πλέον από την αιχμή της πρωτοπορίας (έχετε συναντήσει κάποιον σύγχρονο καλλιτέχνη να αναφέρει στις επιρροές του τον Iggy των καιρών εκείνων;). Χρόνια με κοιλάδες και κορφές, εκκωφαντικές αποτυχίες, αλλά και ανέλπιστη επιτυχία. Ας είναι, σχετικά καθαρή την έβγαλε ο Iggy... Το παντοδύναμο τότε και ισοπεδωτικό mainstream της υπερβολής και του κιτς ευτέλισε έναν σωρό παλιούς ήρωες του παρελθόντος: λίγοι διάβηκαν εκείνα τα χρόνια αβρόχοις ποσί, πολλοί μετάνιωσαν αργότερα για τα τότε πεπραγμένα τους.
Η αυγή της δεκαετίας τον βρίσκει στη στέγη μιας καλής δισκογραφικής εταιρείας, της Arista. Οι εταιρείες όμως δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα προώθησης της τέχνης, θέλουν τα ταμεία τους να κουδουνίζουν· και η Arista είχε κατά κάποιον τρόπο στοιχηματίσει πάνω σε αυτό το ταλαντούχο μα ιδιόρρυθμο και ατίθασο αγόρι. Έλα όμως που το πουλάρι ο Αστραχάν αποδείχθηκε …μουλάρι! Και όπως έχει ευφυώς λεχθεί, στην προσπάθειά του να γίνει εμπορικός, ο Iggy έκανε ίσως τους πιο αντι-εμπορικούς δίσκους της καριέρας του.
Όπως για παράδειγμα το Soldier (1980), του οποίου οι συνθήκες ηχογράφησης έχουν μείνει στην ιστορία. Μπόλικοι οι συνεργάτες, ως συνήθως: ο πρώην Sex Pistols Glen Matlock, ο Ivan Kral που είχε δουλέψει με την Patti Smith, οι όχι ακόμη διάσημοι Simple Minds, τα ηνία της παραγωγής όμως κράταγαν το πρώην-ανδρείκελο (Stooge δηλαδή) James Williamson και φυσικά ο Bowie.
Τελικά σχεδόν όλοι τσακώθηκαν με όλους. Ο Williamson με τον Iggy («θέλεις να κάνεις τον δίσκο μου α-λα-Phil Spector; Ποιος είμαι; Κανένας crooner; Δεν μεγάλωσα ακόμη τόσο. Αυτά θα τα κάνω μετά το 2000!»), ο Bowie αποχωρεί αφού πρώτα γρονθοκοπηθεί με τον κιθαρίστα Steve New (σερσέ λα φαμ), γενικά ήταν μια ωραία ατμόσφαιρα και αυτό ...πέρασε και στον δίσκο. O Iggy εξαντλημένος στο εξώφυλλο (όπως και στους περισσότερους δίσκους του άλλωστε, διόλου περίεργο για τον άνθρωπο που δίδαξε ότι το ροκ είναι –και‒ πόζα), η ηλεκτρική κιθάρα ...τυχαία πολύ πίσω στην τελική παραγωγή, ένα αποτέλεσμα «παράξενο», πολυποίκιλο σε ύφος, με τον Iggy να πειραματίζεται με έναν σωρό διαφορετικά είδη, τους δε στίχους να αιωρούνται μεταξύ ελαφρότητας και αυτοσαρκασμού (“I'm Α Conservative”).
Δεν πρέπει να έσκισαν τα ρούχα τους από ενθουσιασμό οι μάνατζερ στην Arista, αλλά του έδωσαν μία ακόμη ευκαιρία: το Party συνεχίστηκε λοιπόν σε pop punk ρυθμούς το 1981. Στην απελπισία τους, οι άνθρωποι της εταιρίας θα του βάλουν από δίπλα για παραγωγό τον Tommy Boyce, τον άνθρωπο δηλαδή που έγραφε παλιότερα τραγούδια για τους Monkees (τους ποιους;;). Ο ίδιος ο Iggy θα πει αργότερα ότι αυτό ήταν το χειρότερό του άλμπουμ, και πράγματι μοιάζει κατά στιγμές να κάνει πλάκα και να αυτο-παρωδείται. Παρά ταύτα, ο δίσκος έχει κάποιες σπουδαίες αναλαμπές για τον φιλοπερίεργο ακροατή, όπως το δείγμα εξαιρετικού post-punk “Pumpin’ fFor Jill” και το δυνητικό χιτ “Bang Bang”. Η υπομονή της εταιρείας όμως εξαντλήθηκε κάπου εδώ και το κεφάλαιο Arista έκλεισε οριστικά...
Η επόμενη νέα σελίδα θα γραφτεί στην Animal Records του κυρίου Blondie, Chris Stein: Zombie Birdhouse και το ημερολόγιο γύρισε στο 1982. Ο Iggy Pop δεν είναι και στα καλύτερά του, στις συναυλίες πλακώνεται με τους μουσικούς του, η ταραγμένη θεώρηση των πραγμάτων διαθλασμένη μέσα από αλκοόλ, ουσίες και καταχρήσεις περνά και στο άλμπουμ. Ένα αμήχανο στην προσπάθειά του να ακουστεί πειραματικό δημιούργημα, με βαριά επεξεργασμένες κιθάρες, tribal επιρροές, λίγες μελωδικές ιδέες και μια περήφανη δήλωση στο εξώφυλλο «ο δίσκος δεν περιέχει σύνθια» (κρατήστε το αυτό).
Σαν να χάσαμε όμως από το κάδρο τον David Bowie... Τρεις δίσκοι χωρίς τον αδελφικό φίλο μοιάζουν πολλοί και ο απογαλακτισμός σαν να μην πέτυχε και ιδιαίτερα. Ο Bowie όμως ήταν εκεί. Και με τη μεγάλη επιτυχία που έκανε με το “China Girl” (από τον «Ιδιώτη»), ουσιαστικά χρηματοδότησε έμμεσα την καλλιτεχνική συνέχεια και την ...ουσιαστική αποτοξίνωση του φίλου του.
Ήταν πολύτιμα τα χρόνια εκείνης της αγρανάπαυσης μέχρι το 1986. Πόσο μάλλον που βρέθηκε άλλη μία μεγάλη εταιρεία, η A&M, η οποία θα έδινε στον Iggy Pop μία ακόμη ευκαιρία. Και τούτη τη φορά θα την αρπάξει από τα μαλλιά. Ο Bowie έχει το απόλυτο κουμάντο στην κονσόλα, επιστρατεύεται ένας ακόμη Sex Pistol –ο Steve Jones αυτή τη φορά– και εγένετο Blah Blah Blah. Και επιτέλους: μονοψήφιος αριθμός στα charts, εξαψήφιος στις πωλήσεις. Δικαίωση ή μήπως «in your face» ειρωνεία της ιστορίας; Σίγουρα αφορμή για να βγουν τα αδέκαστα σπαθιά από τα θηκάρια με τις εύκολες κατηγορίες για ξεπούλημα...
Ήταν τότε που τον πρωτοάκουσα κι εγώ, στο μεγάλο του σουξέ “Real Wild Child” (διασκευή σε παλιό αυστραλέζικο rock ’n’ roll του Johnny O'Keefe). Μια χαρά ταίριαζε το κομμάτι στις συλλογές με τις άλλες επιτυχίες της εποχής, ο τύπος είχε και τη σκληρή γοητεία του επιβιώσαντα, του «ξέρεις τι έχω κάνει εγώ στη ζωή μου». Βέβαια, όταν αργότερα άκουσα τον Iggy των Stooges ή ακόμη κι εκείνον του Βερολίνου, αναρωτήθηκα κι εγώ «είναι ο ίδιος άνθρωπος, αυτός είναι ο διαβόητος νονός του πανκ; Τι συνέβη;» Ένα μικρό πρώιμο μάθημα για τη ζωή, τις αλλαγές της και τις ανθρώπινες ανάγκες...
Επέστρεψα με την παρούσα αφορμή στον δίσκο μετά από πολλά χρόνια και πραγματικά συνειδητοποίησα πόσο απόλυτα συντονισμένος ήταν με το κλίμα της δεκαετίας του 1980, πόσο φιλικός για το τότε μαζικό αυτί. Τόσο, ώστε σήμερα να ακούγεται εντελώς ξεπερασμένος. Είναι κι αυτά τα καταραμένα, αναπόφευκτα (τελικά!) σύνθια...
Η συνέχεια ήταν ενδεικτική του πώς ακριβώς προσέλαβε την επιτυχία και ο ίδιος ο Iggy. Με πνεύμα αυτοκριτικής, άφησε το ένστικτό του ελεύθερο, ο Steve Jones πήρε μεγαλύτερο ρόλο, ο Bill Laswell ανέλαβε την παραγωγή, η ηχογράφηση έγινε μέσα σε 3 εβδομάδες χωρίς πολλά-πολλά, με την κιθάρα σε ρόλο πρωταγωνιστή και πάλι, ακατέργαστη, τραχιά, απλή (κι ας μην ήταν ακριβώς όπως παλιά). Το Instinct (1988) μπορεί να έφτασε μέχρι την υποψηφιότητα για Grammy (στην κατηγορία Best Hard Rock/Metal!), να γνώρισε και μια σχετική επιτυχία, κυρίως λόγω κεκτημένης ταχύτητας, δεν ικανοποίησε όμως την εταιρεία, η οποία και του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι.
Ξανά-μανά τα ίδια, λοιπόν... Δεν ξεμπλέκεις όμως έτσι εύκολα από ένα wild child με τέτοια raw power…
Αφιέρωμα Iggy Pop, μέρος 1: From Jimmy to Iggy, 1947-1970
Αφιέρωμα Iggy Pop, μέρος 2: O Iggy Pop στα 1970s