30. THE DILLINGER ESCAPE PLAN: Dissociation
του Άγγελου Γεωργιόπουλου
Απόκοσμα αλυχτά, εύθραυστα φαλτσέτο, emo ψίθυροι, περιγραφικά spoken και δυναμικά καθαρά εναλλάσσονται διαρκώς με απόλυτη σύμπνοια στην ερμηνεία του Greg Puciato. Σε μια επιτηδευμένα πολύπλοκη κακοφωνία θορύβου με jazz rock περάσματα, νουάρ διάθεση και ηλεκτρονικά μοτίβα, που όμως καταλήγει στον ίσως πιο προσβάσιμο δίσκο στην ιστορία αυτής της μπάντας.
29. ΤΗΕ 1975: I Like It When You Sleep For You Are So Beautiful Yet So Unaware Of It
του Παναγιώτη Λουκά
Το 2ο άλμπουμ τους κουβαλάει τον τίτλο του «καλύτερου δίσκου του 2016» για το NME. Στα 73 λεπτά που διαρκεί, θα ακούσεις τραγούδια που ακροβατούν ανάμεσα σε indie rock/pop κολλητικές μελωδίες, οι οποίες σου μένουν από την πρώτη επαφή. Εκτός από τα γνωστά single “Love Me” και “Ugh”, ξεχωρίζει και το “The Sound”, που με τον synthpop ρυθμό του είναι κομμένο και ραμμένο για τα club. Μια κυκλοφορία που κέρδισε το στοίχημα τόσο από κριτικούς όσο και από το κοινό, χάρη σε απλά μα εθιστικά pop τραγούδια.
28. AND ALSO THE TREES: Born Into The Waves
του Χάρη Συμβουλίδη
Μελαγχολικό και «χειμωνιάτικο», φωλιάζει σε μια αισθητική που πια την παίζει στα δάχτυλα η βρετανική μπάντα, κάπου μεταξύ σκοτεινιασμένου new wave στις παρυφές της goth αισθητικής και folk μπαλάντας βγαλμένης από τα δάση της αγγλικής ενδοχώρας. Γιατί τώρα αγνοούνται τόσο επιδεικτικά οι And Also The Trees ενώ παίζουν πράγματα που βρίσκονται στην εναλλακτική επικαιρότητα (όπως συνέβη και με τους Apartments πέρυσι), είναι ένα ωραίο ερώτημα, διαφωτιστικό των καιρών μας, το οποίο όμως θα το απαντήσουν οι επόμενοι.
27. MITSKI: Puberty 2
του Άγγελου Κλειτσίκα
Είναι μία κυριολεκτική όσο και συμβολική, γλυκόπικρη όσο και αυτοσαρκαστική σπουδή πάνω στην καθημερινή πάλη για την εύρεση της ευτυχίας· αλλά και στη θλίψη ως δημιουργικό ένζυμο της προσπάθειας, στον ρόλο της αγάπης και της ερωτικής ζωής μέσα στο ζωοποιό αυτό κυνήγι. Η πένα της 25χρονης Mitski αναδεικνύεται εντυπωσιακά ρεαλιστική. Αποτυπώνει τόσο ευκρινώς και λεπτομερώς την πολυπλοκότητα των εσωτερικών, ανθρώπινων κυκλωμάτων, ώστε δείχνει ικανή να λύσει διπλά μπερδεμένους ψυχικούς κόμπους για τον ακροατή.
26. CHANCE THE RAPPER: Coloring Book [mixtape]
του Άρη Καζακόπουλου
Ίσως δεν είναι εύκολο εμείς οι λευκοί να νιώσουμε στο έπακρον μια δουλειά σαν το Coloring Book, πόσο μάλλον να την ακούσουμε βιωματικά. Το 3ο (και καλύτερο μέχρι στιγμής) self-released mixtape του ανερχόμενου ράπερ είναι τόσο βαθιά βουτηγμένο στη μαύρη παράδοση, ώστε σχεδόν κάνει τις επιρροές του περσινού άλμπουμ του Kendrick Lamar να φαίνονται μοντέρνες. Ο δίσκος βρίθει από αναφορές στην εκκλησιαστική μουσική των μαύρων πίσω στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, περιέχει φωνητικά από την παιδική χορωδία του Σικάγο, ενώ είναι γεμάτος από στιχουργικές αναφορές λατρείας στον Θεό. Και, παρόλα αυτά, δεν ακούγεται παρωχημένος.
25. STURGILL SIMPSON: A Sailor's Guide To Earth
του Άγγελου Κλειτσίκα
Στο “Sea Stories” οι κιθάρες τηγανίζονται στο μπαρουτοκαπνισμένο λάδι που χρησιμοποιεί και ο Jack White, ενώ στο “Call To Arms” ο απολαυστικός συνδυασμός ορεσίβιου bluegrass, βρώμικου saloon funk και βαλτώδους ροκ απειλεί να σπάσει τη μέση σου από το αυθόρμητο κούνημα. Το επίκεντρο όμως του δίσκου δεν είναι άλλο από τη διασκευή στο “In Bloom” των Nirvana, το οποίο μετατρέπεται σε κοσμοπολίτικη country-soul μπαλάντα, επιβεβαιώνοντας το χάρισμα του Simpson να παίρνει κομμάτια άλλων και να τα κάνει αδιαπραγμάτευτα κτήματά του.
24. MYSTIK: Af Herrens Mystik... (Kapitel II)
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη
Η νεότερη προσθήκη στο δυναμικό της εκλεκτής Ancient Records ακούει στο όνομα Mystik, κυκλοφόρησε φέτος 2 συλλογές με ακυκλοφόρητο υλικό ηχογραφημένο σε διάστημα 6 ετών, και συνεχίζει την παράδοση που έχει η συγκεκριμένη εταιρία στην εξαιρετικά ποιοτική αναπαράσταση του ήχου των 1990s. Αντλώντας έμπνευση από τους πρώιμους Ulver και Satyricon, όσο και από τους Isvind και Setherial, το Af Herrens Mystik... (Kapitel II) αποτελεί ιδανικό καταφύγιο για όσους θα ήθελαν το ημερολόγιο να είχε σταματήσει δια παντός κάπου στη Σκανδιναβία του 1996.
23. FATES WARNING: Theories Of Flight
του Θανάση Μπόγρη
Αν και απόλυτος κριτής είναι μόνο ο χρόνος, το Theories Οf Flight θα μνημονεύεται όχι μόνο ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που έχουν βγάλει οι Fates Warning, αλλά και ως ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του τι εστί progressive metal. Μελωδικός, heavy, συναισθηματικός, prog, εμπνευσμένος, ποικιλόμορφος, ισορροπημένος και αψεγάδιαστος, ο δίσκος είναι μία από τις πιο γερές κυκλοφορίες του 2016.
22. PETER BRÖTZMANN & HEATHER LEIGH: Ears Are Filled With Wonder
του Βαγγέλη Πούλιου
Ένας ημίωρος αυτοσχεδιασμός, μία εξαιρετική άσκηση στη διαλεκτική κι ένας δίσκος που έχει, όντως, το σωστό όνομα: Ears Are Filled With Wonder. Σεσημασμένος ταραχοποιός της τζαζ ο Peter Brötzmann, δεν έχει καμιά διάθεση να εφησυχάσει, τώρα που το σώμα έπιασε πια τα 75. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν έβγαζε το ψωμί του για τα γερά του πνευμόνια· ανέκαθεν αυτό που μετρούσε περισσότερο ήταν εκείνο το ένστικτο της ελευθερίας και η αγωνιώδης τραχύτητα με την οποία το αναζητούσε –και συνεχίζει να το αναζητά, σχεδόν 50 χρόνια μετά από το ιστορικό Machine Gun.
21. CAR SEAT HEADREST: Teens Of Denial
του Άγγελου Κλειτσίκα
Το Teens Of Denial είναι ένα αλάνθαστο κροσέ, όπως αυτά του εξωφύλλου, στη γενιά που νόμιζε ότι ήταν «so fucking special» και τώρα –στα μέσα πια της 3ης δεκαετίας της ύπαρξής της– ζει μία παρατεταμένη (μετα)εφηβεία υπό την ευλογία των γονιών της, δεν ξέρει πώς να αγαπήσει και να αγαπηθεί, έχει κόμπλεξ ανωτερότητας και επικοινωνίας, μεθάει κάθε δεύτερο βράδυ με τα λεφτά του μπαμπά, έχει κάνει την κατάθλιψη καραμέλα, φλερτάρει στο Tinder και παίζει Pokemon Go. Το Teens Of Denial είναι ο ήχος του «ΓΚΟΥΠ!» όλων των 20κάτι που έπεσαν πρόθυμα στο κενό μεταξύ εφηβείας και ενήλικης ζωής.
20. THE BODY: No One Deserves Happiness
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη
Είναι σαφώς ένα χυδαίο άλμπουμ –χυδαίο με την έννοια του αποπνικτικά προσβλητικού προς οποιαδήποτε θετική συναισθηματική κατάσταση. Είναι ένας βούρκος μέσα στον οποίον πνίγεται η ελπίδα παρέα με την (αναφερόμενη στον τίτλο) χαρά. Τα πιο μεταλλικά σημεία αντλούν από την πηγή του funeral doom και του sludge, δημιουργώντας ένα ασαφές τοπίο με ζοφερή ατμόσφαιρα, ακόμη και στις στιγμές όπου τα φωνητικά ηνία αναλαμβάνει η βαθιά ανθρώπινη και ζεστή χροιά της Maralie Armstrong. Τα δε noise συρματοπλέγματα σε κομμάτια όπως το “For You” σφίγγουν ακόμη περισσότερο τη θηλιά, κόβοντας κάθε έννοια ροής. Τελμάτωση, με την έννοια της στασιμότητας μετά την καταστροφή.
19. FIRE!: She Sleeps, She Sleeps
του Βαγγέλη Πούλιου
Mια άσκηση των Fire! στην αφαίρεση και στην ποιητική δυναμική της μουσικής τους. Θα λέγαμε ότι μπαίνουμε μέσα σε μία διαλεκτική συνθήκη στην οποία και τα δύο μέρη είναι, κατά κάποιον τρόπο, παθητικά: εκείνος έχει πλέον χάσει τη βούληση που εμπεριέχεται στο ενέργημα της ομιλίας (αν και διατηρεί τη δυνατότητα της φωνής), εκείνη διατρυπάει την απόμακρη σιωπή, με τα μουσικά συμφραζόμενα να υπονοούν περισσότερο ότι το κάνει καθώς απορροφάται από αυτή, παρά σπάζοντάς την.
18. TEGAN AND SARA: Love You To Death
του Χάρη Συμβουλίδη
Οι Tegan And Sara διακρίνονται από μια απρόσμενη για τα (36) τους χρόνια νεανική διάθεση, η οποία καθορίζει τη ματιά τους στις υποθέσεις της καρδιάς, οδηγώντας σε ερωτοτράγουδα κομψά, τα οποία διατηρούν την απλότητα ενός εφήμερου καλοκαιρινού ρομάντσου, χωρίς να γλιστράνε στην απλοϊκότητα. Έτσι, με μια γλώσσα διατύπωσης από την οποία δεν λείπουν οι LGTB αναφορές, φτάνουν σε ένα repeat value που θα έκανε περήφανους τους Pet Shop Boys ή υποτιμημένες από την εναλλακτική κριτική μπάντες σαν τους Erasure, χωρίς ταυτόχρονα να εγκαταλείπουν την άλμπουμ λογική με την οποία γαλουχήθηκαν στα δικά τους indie folk χρόνια.
17. ETERNAL CHAMPION: The Armor Of Ire
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη
Λυρικό, μαχητικό, άξεστο και παραμυθένιο, το ντεμπούτο των Αμερικανών εκπέμπει αβίαστη ειλικρίνεια και epic metal ορμή, αποκρυσταλλώνοντας τον διάλογο μεταξύ οργής και ευαισθησίας, πολιτισμού και άγριας φύσης. Εξωτικά ονόματα, χιονοσκέπαστα τοπία και ανίερες σπηλιές, αγγίζουν συγγραφείς σαν τους Howard, Leiber, Lovecraft, αλλά και τον όχι-ακριβώς-pulp Michael Moorcock.
16. SUEDE: Night Thoughts
του Ανδρέα Κύρκου
Σχεδόν ανέλπιστα, οι Suede μας σερβίρουν μια τίμια και υπερ-στολισμένη εξτραβαγκάντσα. Το Night Thoughts καταφέρνει και επαναφέρει τη σκοτεινή θεατρικότητα στην οργανική χημεία της μουσικής του συγκροτήματος, με τρόπο που τους απογειώνει στα μελωδικά ύψη της νιότης τους –και της δικής μας. Απαρτίζεται από τα νεανικά όνειρα που συνθλίφτηκαν κάτω από το βάρος του μεσόκοπου άγχους (όσα δηλαδή περιγράφονται σε τραγούδια όπως το "When You Are Young”), από μια υπέροχα γλυκόπικρη αποτίμηση χαμένων προσωπικών μαχών, αλλά και από μια αποθέωση της υγιούς νοσταλγίας.
15. VIJAY IYER & WADADA LEO SMITH: A Cosmic Rhythm With Each Stroke
του Βαγγέλη Πούλιου
Μπορούμε μέσα στον δίσκο να αναγνωρίσουμε τις ξεχωριστές ποιότητες των δύο μαέστρων: την οξυδερκή και ανήσυχη μελωδικότητα του Iyer, τα φορτισμένα φυσήματα και τους ιδιότροπους χρονισμούς του Smith. Σε μια συνομιλία η οποία, συν τοις άλλοις, είναι απολύτως ισότιμη, με το παίξιμο του ενός να στηρίζει το παίξιμο του άλλου, χωρίς να διακρίνεται κάποιο ως δεσπόζον και κάποιο ως υποστηρικτικό (ή, ορθότερα, με τους όρους αυτούς να βρίσκονται σε μια διαρκή διαπραγμάτευση και να ανταποκρίνονται με ιδιαίτερη ευελιξία στην απαίτηση της κάθε περίστασης).
14. GOJIRA: Magma
του Μιχάλη Τσαντίλα
Είναι προφανές ότι, δημιουργώντας το Magma, οι Gojira βρέθηκαν στο σημείο από το οποίο πέρασαν κι άλλοι κάποτε: οι Mastodon πρόσφατα, οι Metallica παλαιότερα, οι Dream Theater κάπου ενδιάμεσα. Είτε το πούμε ωριμότητα, είτε επανεξέταση της πορείας και των προοπτικών, έρχεται κάποτε η στιγμή που κάθε σοβαρή καλλιτεχνική οντότητα θέλει να πάει κάπου αλλού. Και αυτό το «αλλού», για εκείνους που κινούνται στα όρια του ήχου, είναι σχεδόν πάντα υποχρεωτικό να βρίσκεται προς το «κέντρο»· προς κάτι που είναι, επομένως, πιο προσιτό –αν βέβαια επιθυμούν να παραμείνουν στην επικράτεια της τραγουδιστικής φόρμας.
13. THE AVALANCHES: Wildflower
του Άρη Καζακόπουλου
Ποντάρει στην ευφάνταστη, αποσπασματική παράθεση vintage μελωδιών και δεν αρκείται σε μια ασφαλή πλην στείρα στιλιστική αναμόρφωση του αναβιωμένου ήχου. Τολμάει να συνδυάσει τα ασυνδύαστα, επενδύει στο αναπάντεχο και εγκωμιάζει το απρόβλεπτο. Η ετερόκλητη αυτή φύση του αντικατοπτρίζεται κατ' εξοχήν στο πρώτο single "Frankie Sinatra": ένα κομμάτι που πατάει με το ένα πόδι στα blues και με το άλλο στο rap, έχει ως featured artist κατευθείαν από τα καταγώγια του εναλλακτικού hip hop τον Danny Brown και καταλήγει λίγο πριν το τέλος –ποιος θα το περίμενε;– σε απόσπασμα από τη Μελωδία της Ευτυχίας.
12. ANGEL OLSEN: My Woman
του Μιχάλη Τσαντίλα
Η Angel Olsen προχώρησε πολύ από τότε που τραγουδούσε το “If It's Alive, It Will”, ως αρχετυπική τραγουδοποιός. Και στο φετινό της άλμπουμ επιχειρεί να εμπλουτίσει τον ηχητικό κόσμο των τραγουδιών της, χτίζοντας πάνω σε όσα είχε καταφέρει προηγουμένως. Εδώ, λοιπόν, φαίνεται να έχει ακόμα καλύτερο έλεγχο των εκφραστικών μέσων της, να είναι πιο σίγουρη για το πού (και το πώς) θα πάει, χωρίς να χάνει όσα έκαναν τη φωνή της να βγαίνει αβίαστη, απολύτως εκφραστική και εξομολογητική. Το My Woman είναι δίσκος που εξελίσσεται μεθοδικά, κρατώντας για το δεύτερο μέρος του τα “Sister” και “Woman”, δύο κομβικές, μεγάλης διάρκειας συνθέσεις που υπαινίσσονται την συναισθηματική πολυπλοκότητα που ενίοτε κρύβεται πίσω από την απ(α)λότητα της γραφής της.
11. SAVAGES: Adore Life
του Βαγγέλη Πούλιου
Ήδη από το ντεμπούτο Silence Yourself οι Savages έχουν θέσει τις συντεταγμένες κι εδώ τις εμπλουτίζουν, εμβαθύνοντας στα όσα κάνουν όντως πολύ καλά. Οι αιχμές της μουσικής και η ένταση που τις διαποτίζει είναι τα κυριότερα από αυτά. Πλέον η μπάντα δείχνει να έχει βρει πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να διυλίσει τούτη την ένταση σε ολόκληρο το corpus της, κάνοντάς την ίσως πιο υπόρρητη αλλά ταυτόχρονα και λιγότερο στατική. Δίχως να αμελούν τη σημασία των εμφανών πυκνώσεων, φροντίζουν τη συνολική ηχητική τους αρχιτεκτονική, με τρόπο ώστε να αφήνεται πάντοτε ένα κρίσιμο κενό στους μεταξύ τους χώρους. Σ’ αυτό το κενό είναι που καλλιεργούν τις εντάσεις, κάνοντάς τις αντικείμενο συνεχούς κίνησης και διαπραγμάτευσης.
10. SOLANGE: A Seat At The Table
του Άρη Καζακόπουλου
Ο 3ος δίσκος της αποτελεί ένα σύνολο πρωτοκλασάτης R'n'B με υψηλή αισθητική αξία, σπάνιας (για τα τρέχοντα δεδομένα του είδους) οργανικότητας και πεντακάθαρης παραγωγής: σχεδόν νιώθεις το hi-hat να χτυπάει δίπλα σου σε κομμάτια όπως το “Junie” ή το καταπληκτικό “Cranes In The Sky” (αδιαφιλονίκητο highlight του δίσκου, παρεμπιπτόντως, τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά). Μια θεαματική εξέλιξη, η οποία καταφέρνει –πρακτικά για πρώτη φορά– να την βγάλει από τη σκιά της «αδερφής της Beyoncé».
9. FRANK OCEAN: Blond
του Ανδρέα Κύρκου
Το άλμπουμ στοχεύει σε ένα υπόγειο μούδιασμα· όχι για να ρίξει σε κατατονία τη διάθεση του ορεξάτου ακροατή, μα για να πετύχει μια συνολική «ζαλάδα» σαν αίσθηση. Η απόλαυσή του μεγιστοποιείται, λοιπόν, όταν συντονιστείς με το ζαλισμένο σύμπαν του, το οποίο μπορεί να μοιάζει πλαδαρό, αλλά αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα καλής κατασκευής και όχι δυστοκίας στο στούντιο. Μινιμαλιστικές trip hop πινελιές, παράξενα φωνητικά εφέ και ηλεκτρονικοί ήχοι ντύνουν το νεφελώδες όραμα του περιπετειώδους soulman, του οποίου το μεγαλύτερο προτέρημα είναι η άρνησή του να χωρέσει σε απλές περιγραφές.
8. ORANSSI PAZUZU: Värähtelijä
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη
Λειτουργεί ως μια παχιά ομίχλη παραισθησιογόνας επίδρασης, με αιχμές τη δυσοίωνη ρυθμικότητα, τα εθιστικά σε βαθμό επικίνδυνο τζαζ περάσματα και τη διαστημική αίγλη των πλήκτρων προώθησης προς το άπειρο. Το φινλανδικό συγκρότημα προσπαθεί να διογκώσει τον ζωτικό χώρο του black metal, πιέζοντας τα όρια όλο και πιο πίσω. Εδώ, βουτώντας βαθιά στη συνθετική και εκτελεστική προσέγγιση της ηλεκτρονικής space ψυχεδέλειας των 1970s.
7. BEYONCÉ: Lemonade
του Άρη Καζακόπουλου
Αποποιείται τον ρόλο της φτασμένης σταρ και λειτουργεί σοφά και διορατικά, ποντάροντας σε ένα υψηλότερο καλλιτεχνικό προφίλ. Απαρνείται αρκετά, προκειμένου να επενδύσει σε έναν δίσκο διαχρονικό, σε μια κατάθεση ουσίας. Ξεμπροστιάζει τον γάμο της, τσαλακώνει την εικόνα της, ρισκάρει την αίγλη της, θυσιάζει τη σιγουριά της δοκιμασμένης συνταγής. Γνωρίζει την επιρροή της και θέλει να τη στρέψει προς τη σωστή κατεύθυνση. Φανερώνει την ανάγκη να εκφράσει κάτι, να αφήσει ένα αποτύπωμα. Πόσοι της συνομοταξίας της διατηρούν ακόμα την υγιή αυτή καλλιτεχνική ανησυχία;
6. BON IVER: 22, A Million
του Μιχάλη Τσαντίλα
Ο μόχθος και η αποστολή του Justin Vernon είχε εξ αρχής να κάνει με την Ομορφιά, νο μάτερ γουάτ. Είτε κλεισμένος σε μια καλύβα στα δάση του Wisconsin με μόνη συντροφιά την κιθάρα του, είτε κλειδαμπαρωμένος σε κάποιο στούντιο, μπουρδουκλωμένος με καλώδια και κουμπιά, ένα πράγμα πάλευε: την αποκρυστάλλωση του ανεμοδαρμένου από έξωθεν καταιγίδες έσω κόσμου του, τη μετατροπή του κάρβουνου σε διαμάντι. Μπορώ να καταλάβω γιατί τούτο το πόνημα χαρακτηρίστηκε «δύσκολο» και «πειραματικό», από μερίδα του τύπου. Υπάρχει πράγματι εδώ μια διάθεση για «λέρωμα» από τη μεριά του, και μια εξέχουσα τάση για χρήση της μοντέρνας τεχνολογίας –vocoder, θόρυβοι και τα τοιαύτα. Νομίζω πάντως ότι, τελικά, κάτω από τα εφέ λάμπει αψεγάδιαστος ο χαρακτήρας της τέχνης του.
5. ANOHNI: Hopelessness
του Άγγελου Κλειτσίκα
Θα περίμενε κανείς πως, εν έτει 2016, ένας δίσκος ευθύβολης και δριμείας διαμαρτυρίας απέναντι σε γεωπολιτικά, κοινωνικά και κυβερνητικά ζητήματα θα ακουγόταν ξεπερασμένος. Όμως η Anohni δεν έχει διάθεση για γραφικό, καταγγελτικό λόγο. Η μουσική επίσης διάλεκτος που χρησιμοποιεί δεν είναι αυτή της δακρύβρεχτης, πιανιστικής μπαλάντας, αλλά της οργισμένης, υπερσύγχρονης electro pop.
Το αποτέλεσμα; Ένα παραδόξως μα αναγκαία προσβάσιμο άλμπουμ, με εξαιρετική παραγωγή από τους Oneohtrix Point Never & Hudson Mohawke, το οποίο «ουρλιάζει» 2016. Και περιέχει ποπ με εικονοπλαστική κριτική, ικανή να εγείρει προβληματισμούς για μια χώρα που, αναπόφευκτα, έχει μάθει να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή της σε 9/11 σύστημα μέτρησης.
4. RADIOHEAD: A Moon Shaped Pool
του Άρη Καζακόπουλου
Είναι αρκετοί όσοι γκρίνιαξαν, δηλώνοντας απογοητευμένοι για την απουσία της «φλόγας» που διέκρινε το συγκρότημα στην πρώτη του περίοδο. Το A Moon Shaped Pool προφανώς και δεν συγκρίνεται με κανένα από τα 3 αριστουργήματα των Radiohead. Είναι όμως ένας δίσκος υπεράνω κάθε φυσιολογικής προσδοκίας, ένας δίσκος ηχητικής αρτιότητας, με λεπτομέρειες οι οποίες επιβάλλουν συνθήκες απομόνωσης και σιωπής προκειμένου να λάμψουν.
Το όλο ηχητικό περιβάλλον αποτελεί όαση καλής αισθητικής και αρμονικής συνύπαρξης αναλογικού και ψηφιακού στοιχείου, που λειτουργεί ως ενοποιημένο σύνολο. Και είναι αναγκαίο να δοθεί έμφαση στην παραγωγή, όχι τόσο στο πλαίσιο μιας τυπικής περιγραφής του τεχνικού κομματιού, αλλά επειδή ο τρόπος με τον οποίον ηχεί το κάθε τι σε αυτές τις καταπληκτικές ηχογραφήσεις είναι κι ένα βασικό κλειδί για την ενεργοποίηση των συναισθημάτων του ακροατή.
3. NICK CAVE & THE BAD SEEDS: Skeleton Tree
του Ανδρέα Κύρκου
Τα κομμάτια του Skeleton Tree ξεκίνησαν να γράφονται σε διαφορετικές συνθήκες, αλλά στην πορεία απόκτησαν χαρακτήρα επιτάφιας συνοδείας. Σίγουρα εξυπηρετούν την ανάγκη του Cave να επικοινωνήσει τον χαμό του ανήλικου γιου του, με τον μόνο τρόπο τον οποίον διαισθάνεται αποδοτικό: με το να γίνει δηλαδή ο ίδιος ένα καλλιτεχνικό όχημα και να κατατάξει σε τραγούδια το δυσβάστακτο κενό που αφήνουν οι αγαπημένοι όταν φεύγουν («nothing really matters when the one you love is gone»).
Με συνεργάτη τον Warren Ellis, ακολουθεί τον δρόμο της ευγένειας και της κομψότητας –όπως ο Sufjan Stevens με το περσινό Carrie & Lowell– και δεν τραγουδάει σαν «καμένος» από τη μοίρα, μα ως ένας άνθρωπος που θέλει να εξωραΐσει τη λύπη του και να την περάσει στην αιωνιότητα.
2. LEONARD COHEN: You Want It Darker
της Τάνιας Σκραπαλιώρη
Σε μια χρονιά που εξελίχτηκε σε δρόμο της απώλειας για τη μουσική μας πραγματικότητα, ο θάνατος του Leonard Cohen φαντάζει ίσως η περισσότερο αναμενόμενη –λόγω της ηλικίας του– στο πλαίσιο της «φυσικής» τάξης των πραγμάτων. Εκείνο που δεν ήταν ωστόσο αναμενόμενο είναι το ήσυχο μεγαλείο του τελευταίου του δίσκου.
Το You Want It Darker συναρπάζει με την αρτιότητα της δομής και του περιεχομένου του, με τη διαύγεια ενός 82χρονου κατά τη δισκογραφική διαδικασία, η οποία καταλήγει στο απόσταγμα της εμπειρίας, του ταλέντου και των ιστοριών του. Και είναι κι εκείνο το "I’m Ready My Lord’’ που σου σηκώνει την τρίχα, στέλνοντας έτσι κατευθείαν και ανεπιφύλακτα το κύκνειο άσμα του Cohen στις λίστες με τα καλύτερα του 2016.
1. DAVID BOWIE: Blackstar
του Χάρη Συμβουλίδη
Απαντήσεις πάντως πολύ συγκεκριμένες, μην περιμένετε. Και για μένα, αυτή είναι και η μεγαλύτερη δύναμη του άλμπουμ. Το πώς κυλάει δηλαδή από έναν Bowie που δείχνει να έπαθε Scott Walker ή που τριπάρει σε δομές έτοιμες για ακομπλεξάριστη συνομιλία με τη μοντέρνα πλευρά της σύγχρονης τζαζ –που δεν αγαπήθηκε ποτέ πραγματικά από το ποπ/ροκ κοινό, παρά την καταλυτική παρουσία του Miles Davis– σε έναν Bowie ο οποίος ναι μεν δεν ποιεί πια rock 'n' roll, μα ενίοτε τραγουδάει με έναν τρόπο αν μη τι άλλο αναγνωρίσιμο σε όσους εντρύφησαν στο Station To Station και σε λοιπά 1970s μεγαλεία. Ίσως το σημαντικότερο, πάντως, να είναι το πόσο απολαμβάνει ο ίδιος το ταξίδι: αποτυπώνεται γλαφυρά στις ερμηνείες, βοηθώντας τις (μαζί βέβαια με τη στούντιο τεχνολογία, ας μην τρέφουμε αυταπάτες εδώ) να ξεπεράσουν τις αναπόφευκτες ουλές του χρόνου πάνω στις φωνητικές του χορδές.
«Everybody knows me now», λέει κάπου στη μέση του δίσκου, «I've got nothing left to lose». Και ξέρετε, το εννοεί. Ο ενθουσιασμός του, η δίψα να ξεφύγει πρωτίστως από το δικό του παρελθόν, η ανάγκη να δει το πώς μπορεί να μοιάζει το αύριο τώρα που ο δικός του χρόνος ίσως να τελειώνει, ξύπνησαν ξανά μέσα του το θηρίο του μεγάλου καλλιτέχνη, οδηγώντας τον σε έναν εξαιρετικό δίσκο· αλλά και σε μια σπουδαία χειρονομία, rock 'n' roll στην ουσία της, κι ας μην επικαλείται πια τη μορφολογία αυτού. Γιατί πολλοί αναρωτιούνται για τη Ζωή στον Άρη, πολλοί γοητεύονται στην προοπτική, μα λίγοι θα πάρουν ένα διαστημόπλοιο να πάνε εκεί και να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο.
(σημείωση: η κριτική στο Blackstar γράφτηκε πριν τον θάνατο του Bowie και την αποκάλυψη του συγκλονιστικού του masterplan)
{youtube}y-JqH1M4Ya8{/youtube}