«Σηκώθηκα απλώς ένα πρωί και έφυγα» θυμάται ο Dylan σε μια συ¬νέντευξη του το 1985. «Το σκεφτόμουν τόσο πολύ καιρό, που δεν μπορούσα άλλο... είχε έρθει η ώρα να φύγω». Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ο Dylan έφτιαξε τη βαλίτσα του, πήρε την κιθάρα του, βγήκε στην εθνική κι έκανε οτοστόπ. Έτσι, μέσα σε μια τυπική άγρια χιονοθύελλα της Μινεσότα, ξεκίνησε το ταξίδι που έμελλε να αλλάξει την πορεία της μουσικής.
Τα κατάφερε να φτάσει ως το Σικάγο. Σύμφωνα με κάποιους φίλους του, ο Dylan είχε ακούσει για την άνθιση της folk σκηνής στο Μάντισον του Ουισκόνσιν και αποφάσισε να δει ο ίδιος τι έτρεχε εκεί. «Το Μάντισον και το Σικάγο ήταν απλώς κάπου στο δρόμο μου» θυμάται. «Δεν ήταν αυτές οι πόλεις ο προορισμός μου. Θα τα κατάφερνα να φτάσω ως το Μάντισον ενδεχομένως την τάδε μέρα, το ίδιο ισχύει και για το Σικάγο. Δεν είχα σκοπό να μείνω σε κανένα απ' αυτά τα δύο μέρη ή σε κάποια άλλα όπου έτυχε να διανυκτερεύσω για μια δυο βραδιές».
Όσο βρισκόταν στο Μάντισον, ο Dylan πήγε με κάποιο φίλο να δει μια συναυλία του Pete Seeger. Μετά τον Guthrie, o Seeger ήταν ο τραγουδιστής με τη μεγαλύτερη απήχηση στην αμερικάνικη folk, ένας άνθρωπος που τον σέβονταν οι πάντες. Θύμα κι αυτός των μακαρθικών διώξεων της δεκαετίας του '50, είχε βρεθεί στη μαύρη λίστα μαζί με άλλους μουσικούς και καλλιτέχνες λόγω των αριστερών πολιτικών του απόψεων. Ωστόσο, ο Seeger εξακολούθησε να παίζει καθ' όλη τη δεκαετία, κυρίως στα πανεπιστήμια όπου μυούσε τους νέους ακροατές του στη λιτή ομορφιά της folk μουσικής. Επιπλέον, ήταν ο συνεχιστής της προσπάθειας του Guthrie για τη δημιουργία μιας μουσικής που θα είχε τη δύναμη να φέρει πολιτικές και οικονομικές αλλαγές.
Ο Dylan συγκινήθηκε ακούγοντας τα τραγούδια του Seeger. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Dylan Χάουαρντ Σούνις, «'Οταν ο Bob είδε τον Pete Seeger στη σκηνή να μιλάει για τον Woody Guthrie και να τραγουδάει τα τραγούδια του —κάτι που ο Seeger έκανε πάντοτε στις συναυλίες του—, αναζωπυρώθηκε η επιθυμία του να γνωρίσει τον Guthrie». Περίπου δύο εβδομάδες αργότερα, ο Dylan έφτασε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης και δεν ξανακοίταξε ποτέ πίσω• μόνο η γέφυρα του Μπρούκλιν τον χώριζε πια από το σπίτι του Guthrie.
*Ο Dylan γνώρισε την Baez λίγους μήνες μετά την άφιξη του στη Νέα Τόρκη. «Η Joan Baez ήταν μια πολύ επιβλητική τραγουδίστρια, με λεπτή φωνή σοπράνο, που τα κατάφερνε όμως και στις χαμηλές νότες» θυμάται ο Dylan. «Και είχε εντυπωσιακή εμφάνιση, ξέρεις, υπερφυσική. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά, κατάμαυρα, και ήταν εντελώς αφοσιωμένη στη folk».
Ο Dylan άρχισε να εμφανίζεται στις συναυλίες της Baez, κι εκείνη τον παρουσίαζε στους θαυμαστές της ως τη νέα σημαντική φωνή της μουσικής folk και έπαιζε μαζί του ένα δυο ντουέτα. Η Baez διαφήμιζε τον Dylan όπου βρισκόταν. Ήταν αποφασισμένη να δείξει στον κόσμο ότι είχε ανακαλύψει ένα ακατέργαστο διαμάντι, έναν τραγουδοποιό ο οποίος έγραφε τα πράγματα που θα ήθελε να μπορούσε να γράψει η ίδια. Σύμφωνα με την Baez, ο πιτσιρικάς που ανέβαινε στη σκηνή φορώντας εργατικά ρούχα και παλιές μπότες ήταν μια πολλά υποσχόμενη ιδιοφυΐα. Όπως αποδείχτηκε, είχε πέσει διάνα στην εκτίμηση της.
Η σχέση της Baez με τον Dylan εξελίχθηκε πολύ τους πρώτους μήνες του 1963 κι έφτασε στο αποκορύφωμα της εκείνο το καλοκαίρι. Στα τέλη Ιουλίου, εμφανίστηκαν μαζί στο Folk Φεστιβάλ του Νιούπορτ. Στη διάρκεια εκείνου του φεστιβάλ, η δημοτικότητα του Dylan αυξανόταν ώρα με την ώρα με γεωμετρική πρόοδο. Έπαιξε σε πολλές και διαφορετικές περιστάσεις: σε εργαστήρια, με μια ομάδα folk τραγουδιστών και με την Baez. Πολλοί ακροατές της folk είχαν ακουστά το όνομα του Dylan ή τον ήξεραν από το Freewheelin' Bob Dylan, λίγοι όμως τον είχαν δει να παίζει ζωντανά πριν από το Νιούπορτ. Ο Dylan δεν τους απογοήτευσε.
Εκείνη την εποχή πια, στη σκηνή της folk οργίαζαν οι φήμες ότι η Baez ήταν η καινούργια γυναίκα στη ζωή του Dylan. Οι φίλοι του στο Βίλατζ ισχυρίζονταν ότι η Ρότολο δεν ένιωθε άνετα να είναι απλώς «το κορίτσι του Bob Dylan» και την ενοχλούσε η φιλία του Dylan με την Baez. Τόσο η Ρότολο, όμως, όσο και ο Dylan αγνόησαν τις φήμες και συνέχισαν τη ζωή τους, παρά το γεγονός ότι είχαν αρχίσει να απομακρύνονται.
Ενώ τα τραγούδια του άφηναν να εννοηθεί ότι ο Dylan ήταν ένας συνειδητοποιημένος πολιτικός ακτιβιστής, στην πραγματικότητα ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική. Τον απασχολούσαν φυσικά τα πολιτικά ζητήματα, όπως η φυλετική ισότητα και η δικαιοσύνη, και ήταν βαθιά αντίθετος στον πόλεμο. Είχε κατέβει μάλιστα ως το Μισισιπί για να παίξει για τα μέλη της Φοιτητικής Συντονιστικής Επιτροπής κατά της Βίας (SNCC), ενισχύοντας την προσπάθεια τους να εγγράψουν μαύρους ψηφοφόρους στους εκλογικούς καταλόγους.
Τον Αύγουστο του 1963, ο Dylan βρέθηκε για πρώτη φορά σε δια¬δήλωση, όταν η Baez τον έπεισε να πάει μαζί της στην Ουάσινγκτον, σε μια μεγάλη πορεία για τα πολιτικά δικαιώματα. Όχι μόνο συμφώνησε να τη συνοδεύσει, αλλά δέχτηκε να παίξει μπροστά σε διακόσιες χιλιάδες ανθρώπους. Η Πορεία στην Ουάσινγκτον, όπως έγινε γνωστή αυτή η εκδήλωση, έμεινε στην ιστορία όχι μόνο λόγω του μεγέθους της, αλλά και επειδή εκεί εκφώνησε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον περίφημο λόγο του «Εχω ένα όνειρο», τον πιο σημαντικό λόγο στην ιστορία του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα. Το γεγονός ότι ο Dylan βρισκόταν πάνω στη σκηνή μαζί με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και άλλους ηγέτες του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα του προσέδιδε νέο κύρος. Ο Dylan και η Baez, οι Peter, Paul and Mary, η Odetta, η Mahalia Jackson και ο Harry Belafonte έπαιξαν μπροστά στο Μνημείο Λίνκολν, όλοι ενωμένοι στον αγώνα για αλλαγή.
Ήταν δύσκολο να κατατάξει κανείς το Bringing It All Back Home. Επρόκειτο για ένα rock άλμπουμ με folk αποχρώσεις; Ή μήπως για ένα folk άλμπουμ με rock επιρροές; Ο Dylan ήταν ένας folk τραγουδιστής που είχε ξεστρατίσει ή ένας ρόκερ ο οποίος, ξυπνώντας από μακρύ λήθαργο, είχε ανακαλύψει ξαφνικά την πραγματική του κλίση; Ή μήπως ήταν απλώς ένας ασυνήθιστα ταλαντούχος τραγουδοποιός και καλλιτέχνης, ο οποίος ακολουθούσε το ένστικτο του, εξελισσόταν και ανταποκρινόταν σε καινούργιες ιδέες και ερεθίσματα;
Ο σκηνοθέτης Ντ. Α. Πενμπέικερ, ελπίζοντας να ρίξει κάποιο φως σ' αυτά τα ερωτήματα, πρότεινε στον Dylan και τον Albert Grossman να φτιάξει ένα ντοκιμαντέρ από την προσεχή περιοδεία του πρώτου στην Αγγλία. Ένα χρόνο νωρίτερα, οι Beatles είχαν πρωταγωνιστήσει σ' ένα ψευδο-ντοκιμαντέρ με τίτλο Λ Hard Day's Night, το οποίο έφτασε την επονομαζόμενη Beatlemania σε καινούργια ύψη. Ο Πενμπέικερ κατα¬λάβαινε ότι θα ήταν δύσκολο να συλλάβει το φευγαλέο στιλ του Dylan στο σελιλόιντ, αλλά η ευκαιρία που του δινόταν να κινηματογραφήσει τον πιο μυστηριώδη καλλιτέχνη της pop ήταν μια προοπτική που δεν σκόπευε να αφήσει ανεκμετάλλευτη.
Παραδόξως, ο Dylan συμφώνησε με την πρόταση του Πενμπέικερ. Μία από τις εναρκτήριες σκηνές του Dont Look Back έγινε σύντομα κλασική και αποτέλεσε τον προάγγελο των σύγχρονων rock βιντεοκλίπ. Είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φιλμ, και ο Dylan, υπό την εκκωφαντική μουσική υπόκρουση του «Subterranean Homesick Blues», κρατάει πλακάτ με λέξεις και φράσεις κλειδιά από τους στίχους του τραγουδιού, τα οποία πετάει στη συνέχεια σαν να μην έχουν κανένα νόημα.Ο Dylan θυμόταν αργότερα το γύρισμα: «Με τριγύριζαν κάτι τύποι με κάμερες, αλλά ξέρεις, δεν ήταν όπως σήμερα, που όταν φτιάχνεις μια ταινία, έχεις συνεργείο και εξοπλισμό... Ύστερα από λίγο, ούτε που τους πρόσεχες αυτούς τους τύπους που σε παρακολουθούσαν συνέχεια με τις κάμερες... Δεν ήταν αναγκασμένοι να σταματάνε το γύρισμα. Έτρεχες εσύ, έτρεχαν κι αυτοί ξοπίσω σου. Έμπαινες σ' ένα δωμάτιο, έμπαιναν κι αυτοί... καταλαβαίνεις, από κάποια στιγμή και μετά, ξεχνάς την παρουσία τους».
Στην ταινία βλέπουμε να τον καταδιώκουν διάφοροι άγγλοι δημο¬σιογράφοι, πολλοί από τους οποίους φαίνονται να μην έχουν ιδέα για τον Dylan και τη μουσική του. Σε κάθε βλακώδη ερώτηση που του κάνουν, ο Dylan δίνει τρελές και ψεύτικες απαντήσεις, οι οποίες συχνά καταλήγουν σε εξωφρενικές σκηνές τρέλας. To Dont Look Back δείχνει επίσης πόσο διάσημος είχε γίνει πια ο Dylan. Οι φανατικοί θαυμαστές του τον κυνηγούσαν παντού, όπως έκαναν και με τους Beatles (τουλάχιστον, οι δικές τους κραυγές ήταν λιγότερο διαπεραστικές).
Σήμερα, το Dont Look Back συγκαταλέγεται στα πιο σπουδαία ντο¬κιμαντέρ της pop μουσικής. Ο Dylan πάντως δεν φάνηκε ιδιαίτερα ενθουσιασμένος. «Μην το παίρνετε και πολύ στα σοβαρά» είπε σε μια συνέντευξη στα τέλη της δεκαετίας του '70. «Δεν ήταν αντιπροσωπευτικό αυτού που συνέβαινε τη δεκαετία του '60. Δεν ήμουν πράγματι σταρ εκείνη την εποχή, όπως ούτε σήμερα είμαι. Ήταν φανερό πως ήμουν πολύ μπερδεμένος τότε και δεν ήξερα ποιος ήταν ο στόχος μου».
TO ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΟΥ BOB DYLAN
Με κείμενο του Ρόμπερτ Σαντέλι
Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου, Νίκη Προδρομίδου
(σελ. 64, τιμή 42,00 €)
ΣΚΛΗΡΟΔΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΣΕ ΚΑΣΕΤΙΝΑ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΑΡΙΘΜΟ ΑΝΤΙΤΥΠΩΝ
Σειρά: Ειδικές εκδόσεις
ISBN: 960-375-830-2
Το Λεύκωμα του Bob Dylan αποτελεί απόκτημα για τη συλλογή κάθε μουσικόφιλου. Πρόκειται για μια έξοχα εικονογραφημένη βιογραφία, η οποία μας βοηθάει να κατανοήσουμε την πιο μεστή και αποφασιστική δεκαετία (1956-1966) της συναρπαστικής σταδιοδρομίας του Bob Dylan.
Mε τις συνεντεύξεις, τις φωτογραφίες αρχείου, τις αναπαραγωγές χειρογράφων και τα άλλα σπάνια ντοκουμέντα που πρόσφεραν συλλέκτες απ’ όλο τον κόσμο, το βιβλίο αυτό συνιστά κομμάτι της ιστορίας του rock’n’ roll. To λεύκωμα καλύπτει μια ουσιώδη περίοδο της ζωής του τραγουδοποιού, την άφιξή του στη Νέα Υόρκη το 1961 και την ανάδειξή του σε μία από τις πιο ξεχωριστές φωνές της εποχής του, με τραγούδια όπως το «Blowin’ in the Wind» και το «Like a rolling Stone» – οι χειρόγραφοι στίχοι των οποίων περιέχονται στο βιβλίο.
Συνοδεύεται από CD στο οποίο περιλαμβάνονται συνεντεύξεις του Bob Dylan – συγκεκριμένα από την πρώτη του ραδιοφωνική συνέντευξη, τον Οκτώβριο του 1961, ως τις πρόσφατες συνεντεύξεις που έδωσε για το ντοκιμαντέρ του Μάρτιν Σκορσέζε No direction home: Βοb Dylan. Το ντοκιμαντέρ, το οποίο συνδέεται άμεσα με το βιβλίο, θα προβληθεί στην Ελλάδα στο πλαίσιο του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας (στις 22/9/2005 και στις 24/9/2005), ενώ θα κυκλοφορήσει σε DVD στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2005 από την εταιρεία διανομής ODEON. Το soundtrack του ντοκιμαντέρ κυκλοφορεί από τη Sony BMG.
Μια μοναδική έκδοση, η οποία κυκλοφορεί σχεδόν ταυτόχρονα σε Ελλάδα και Αμερική, φτιαγμένη με πολλή προσοχή και απαράμιλλη αισθητική φροντίδα, η οποία αποτελεί αληθινό φόρο τιμής σ’ έναν μοναδικό αμερικανό καλλιτέχνη.
Ο Ρόμπερτ Σαντέλι είναι διευθυντής του προγράμματος Experience Music Project (EMP), στο Σιάτλ της Ουάσινγκτον, και έφορος της έκθεσης Bob Dylan’s American Journey, 1956-1966, η οποία εγκαινιάστηκε στο EMP τον Νοέμβριο του 2004 και θα περιοδεύσει στα μουσεία όλου του κόσμου. Ο Σαντέλι έχει συνεισφέρει στη δημιουργία πολλών βιβλίων, ενώ υπήρξε συνεργάτης εντύπων όπως το Rolling Stone και το Downbeat. Είναι πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μουσείων Μουσικής των ΗΠΑ.