ΙΑΝ ΡΑΝΚΙΝ – ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΙΜΑΤΟΣ
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κονταξάκη
(σελ. 528, τιμή 18,00 €)
Σειρά: Αστυνομικό

[…]Δύο μοιραίοι πυροβολισμοί, ένας τραυματισμός. Όχι…Τρεις μοιραίοι πυροβολισμοί… «Όχι».

Συνειδητοποίησε ότι είχε προφέρει δυνατά τη λέξη. Δύο μοιραίοι πυροβολισμοί, ένας τραυματισμός. Και στο τέλος ένας τελευταίος μοιραίος πυροβολισμός. Το αίμα να τινάζεται στους τοίχους και στο πάτωμα. Αίμα παντού. Αίμα που έχει τις δικές του ιστορίες να πει…[…]

Ένα φρικτό φονικό σε ιδιωτικό σχολείο βόρεια του Εδιμβούργου: θύματα δύο δεκαεφτάχρονα αγόρια, θύτης ένας μοναχικός άνθρωπος, πρώην στρατιωτικός. Ένας άντρας που στο τέλος στρέφει το όπλο στον εαυτό του… Κανένα μυστήριο… πέρα απ’ το γιατί.

Ο επιθεωρητής Ρέμπους, λόγω του στρατιωτικού παρελθόντος του, καλείται να αποκρυπτογραφήσει την προσωπικότητα του δολοφόνου, αλλά έχει πάλι μπελάδες: θεωρείται ύποπτος για το φόνο ενός κακοποιού που παρενοχλούσε τη φίλη και συνεργάτιδά του Σίβον Κλαρκ. Ο κλοιός κλείνει ολοένα γύρω από τον ιδιόρρυθμο επιθεωρητή, που πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ ο δολοφόνος του σχολείου τον στοιχειώνει καθώς ανακαλύπτει πως όλα τα θύματα συνδέονταν μαζί του μέσα από ένα πλέγμα μυστικών και ενοχών σε μια υπόθεση στιγματισμένη από το αίμα…

Ο Ίαν Ράνκιν γεννήθηκε στη Σκοτία το 1960 και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και αρκετά απ’ αυτά έχουν μεταφερθεί στη μικρή οθόνη. Έχει τιμηθεί με τα βραβεία Gold Dagger και Chandler-Fullbright, ενώ το 2004 τιμήθηκε με το Edgar Allan Poe Award για το μυθιστόρημά του Οι αναστημένοι. Ζει στο Εδιμβούργο, είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορούν επίσης τα έργα του: Οι καταρράκτες, Οι αναστημένοι, και Επικίνδυνες αποστολές στο Εδιμβούργο για τον επιθεωρητή Ρέμπους.

Δεν υπήρχαν μπαμπούλες εκεί έξω, όμως κι οι ιππότες ήταν λιγοστοί, με σκουριασμένη πανοπλία ή όχι. Πήγε στην τραπεζαρία και κοίταξε τις σημειώσεις της για την υπόθεση. Ήταν τοποθετημένες φύρδην μίγδην ― όλα όσα της είχαν δοθεί την πρώτη μέρα. Αναφορές, αυτοψίες, εργαστηριακά αποτελέσματα, φωτογραφίες του τόπου εγκλήματος και των θυμάτων. Περιεργάστηκε τα δύο πρόσωπα, τον Nτέρεκ Ρένσο και τον Άντονι Τζάρβις. Ήταν όμορφοι και οι δύο, μ’ έναν γλυκερό τρόπο. Το διαπεραστικό βλέμμα του Τζάρβις μαρτυρούσε μια υπεροπτική ευφυΐα. O Ρένσο έδειχνε να έχει πολύ λιγότερη αυτοπεποίθηση. Ίσως ήταν θέμα κοινωνικής τάξης ― ίσως φαινόταν η ανατροφή του Τζάρβις. O Άλαν Ρένσο πρέπει να ήταν περήφανος που ο γιος του ήταν φίλος του γιου ενός δικαστή. Γι’ αυτό δεν στέλνεις τα παιδιά σου σε ιδιωτικό σχολείο; Θέλεις να γνωρίσουν τους σωστούς ανθρώπους, ανθρώπους που μπορεί να φανούν χρήσιμοι στο μέλλον. Ήξερε συναδέλφους της, που δεν έπαιρναν όλοι τους καλούς μισθούς της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, που έκαναν οικονομίες για να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία στα οποία δεν είχαν ποτέ οι ίδιοι την ευκαιρία να πάνε. Πάλι θέμα κοινωνικής τάξης. Αναρωτήθηκε για τον Λι Χέρντμαν. Είχε κάνει στο στρατό, στις ΕΑΥ… υπό τις διαταγές ανθρώπων που είχαν πάει στα σωστά σχολεία, που μιλούσαν τα σωστά αγγλικά. Nα ήταν άραγε τόσο απλό; Είναι δυνατόν το μοναδικό του κίνητρο για την επίθεση να ήταν ο φθόνος του για την ελίτ;Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο… Θυμήθηκε τα ίδια της τα λόγια προς τον Ρέμπους και έβαλε τα γέλια. Αν δεν υπήρχε μυστήριο, τότε γιατί ανησυχούσε; Γιατί χτυπιόταν; Τι δεν την άφηνε να τα κάνει όλα στην άκρη και να χαλαρώσει;

[…]

O Ρέμπους έτριψε το μέτωπό του απαλά με το γαντοφορεμένο χέρι του. Ένιωθε ότι η απάντηση ήταν κοντά, τόσο κοντά που σχεδόν τη γευόταν. Ξανασηκώθηκε για να πάει στην κουζίνα και ν’ ανοίξει το ψυγείο. Βρήκε φαγητό. Ένα κλειστό πακέτο τυρί, μερικές φέτες μπέικον κι ένα κουτί αυγά. Φαγητό νεκρού ανθρώπου, σκέφτηκε, δεν είναι σωστό να το φάω. Προτίμησε να πάει στο μπάνιο. Δεν έκανε τον κόπο ν’ ανάψει το φως. Έμπαινε αρκετό απ’ την ανοιχτή πόρτα.

Ποιος ήταν ο Λι Χέρντμαν; Ένας άνθρωπος που είχε εγκαταλείψει καριέρα και οικογένεια για να πάει στο βορρά. Ξεκίνησε τη δική του ατομική επιχείρηση, έπιασε ένα δυάρι. Εγκαταστάθηκε κοντά στην ακτή, όπου τα σκάφη του θα του χάριζαν ένα μέσο διαφυγής όποτε το χρειαζόταν. Καμιά στενή σχέση. O Μπρίμσον έμοιαζε να είναι ο μοναδικός του φίλος κοντά στην ηλικία του. Προτιμούσε μια παρέα εφήβων… Επειδή δεν θα του έκρυβαν τίποτα. Επειδή ήξερε ότι μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους. Επειδή θα τους εντυπωσίαζε. Αλλά όχι οποιαδήποτε παιδιά, έπρεπε να είναι παρίες, έπρεπε να είναι απ’ την ίδια πάστα… O Ρέμπους σκέφτηκε ότι και ο Μπρίμσον είχε ατομική επιχείρηση και ελάχιστους ή καθόλου δεσμούς. Περνούσε όσο χρόνο ήθελε σε απόσταση από τον κόσμο. Επίσης πρώην στρατιωτικός.

Ξαφνικά άκουσε ένα χτύπο. Πάγωσε, προσπαθώντας να εντοπίσει από πού ακούστηκε. Από τον κάτω όροφο μήπως; Όχι. Απ’ την εξώπορτα. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα.

[…]

Άφησε το πρόσωπό του να πέσει στα χέρια του, κρύβοντας το φως, μυρίζοντας το δέρμα των γαντιών αναμεμειγμένο με τις αναθυμιάσεις από το ποτήρι με το ουί-σκι, καθώς οι χορευτές τριγύρναγαν στο μυαλό του.

Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, το δωμάτιο ήταν μια θολούρα. Πρώτα ξεχώρισε την ταπετσαρία, αλλά έβλεπε κηλίδες αίματος στο μυαλό του, σαν τις κηλίδες της σχολικής αίθουσας.

Δύο μοιραίοι πυροβολισμοί, ένας τραυματισμός.
Όχι… Τρεις μοιραίοι πυροβολισμοί…
«Όχι».
Συνειδητοποίησε ότι είχε προφέρει δυνατά τη λέξη. Δύο μοιραίοι πυροβολισμοί, ένας τραυματισμός. Και στο τέλος ένας τελευταίος μοιραίος πυροβολισμός.
Το αίμα να τινάζεται στους τοίχους και στο πάτωμα.
Αίμα παντού.
Αίμα, που έχει τις δικές του ιστορίες να πει…
Είχε βάλει το τέταρτο ουίσκι χωρίς να το σκεφτεί και είχε φέρει το ποτήρι στα χείλη του, πριν προλάβει να σταματήσει τον εαυτό του. Το άδειασε προσεχτικά στο μπουκάλι και έβαλε το πώμα. Μέχρι που επέστρεψε το μπουκάλι στο πρέκι του τζακιού.
Το αίμα έχει τις δικές του ιστορίες να πει…

Σήκωσε το τηλέφωνό του. Δεν περίμενε να βρει κανέναν στο αστυνομικό εργαστήριο τέτοια ώρα, παρ’ όλα αυτά τηλεφώνησε. Ποτέ δεν ξέρεις… Κάποιοι ίσως είχαν τις δικές τους μικρές εμμονές, τα δικά τους μικρά αινίγματα να λύσουν. Όχι επειδή το απαιτούσε η υπόθεση, ή έστω από αίσθημα επαγγελματικής περηφάνιας, αλλά λόγω δικής τους, προσωπικής ανάγκης. Δυσκολεύονταν, όπως και ο Ρέμπους, να παραμερίσουν τη δουλειά. Πλέον δεν ήξερε αν αυτό ήταν καλό ή κακό ― απλώς ήταν. Το τηλέφωνο χτυπούσε, αλλά δεν το σήκωνε κανείς.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured