Οι Ιταλοί είναι ιδανικά πιο απατεώνες, αλλά και εξαιρετικά πιο δημιουργικοί από εμάς ως λαός, παρά τα της δήθεν «κοινής φάτσας-ράτσας». Συνεπώς, όταν ακούς τον ‘70s ιταλό camp rocker Ivanno Fossati να ισχυρίζεται ότι η μπάντα του παίζει ροκ και αυτό το ροκ είναι λίγο bambino και λίγο… latino, αλλά τέλος πάντων αυτό δεν έχει καμία σημασία, διότι στο τέλος της μέρας είναι… «rock», τότε αντιλαμβάνεσαι ότι το ροκ καταρχήν δεινοπαθεί σε γλώσσες και διαλέκτους πέραν της αγγλικής.
Kαι όσο και αν –κατά περίπτωση‒ το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι που ενθουσιάζει τους ιθαγενείς, τελικά κάθε άλλο παρά άτοπο και μικρόνοο είναι το να αναζητάς τη γνήσια ροκ ταυτότητα ακόμη και στη χρήση της μητρικής της –αγγλικής, φυσικά‒ γλώσσας. Διότι η άρνηση της ύπαρξής της καταλήγει σε μάλλον ευτράπελα αποτελέσματα, που εθνικοποιώντας το ροκ κατά το δοκούν, το αφήνουν έρμαιο σε γλωσσοπλάστες, επίδοξους ποιητές, φιλοσόφους «της οκάς» και μπαλανταδόρους του συρμού.
Ο υπογράφων, στα χρόνια του Millennium, από προσωπικό βίτσιο ορμώμενος, υποχρέωνε Ιταλούς και Ιταλίδες να «μεταλάβουν» μεγάλες ποσότητες ελληνόφωνου ροκ, διότι παρά την κατρακύλα των 90s, συνέχιζε να πιστεύει με πάθος σε αυτό. Αυτή η «επιστημονικά τεκμηριωμένη» έρευνα απέδειξε ότι οι πάντες εντυπωσιάζονταν από έναν και μόνο δίσκο και σχεδόν γελούσαν με οτιδήποτε άλλο: νικητές πάντοτε αναδεικνύονταν τα Μωρά Στη Φωτιά. Στις Τρύπες τους ενοχλούσε η φωνή του Αγγελάκα, ωσάν να καταλάβαιναν την βαριά νεαπολίτικη προφορά (όχι μακριά από την φλωρεντίνικη των δικών τους Litfiba). Στους Metro Decay εύλογα άκουγαν αγγλικά, χωρίς βέβαια να πιάνουν νόημα. Στους Panx Romana δήλωναν ευθύς εξαρχής ότι τα τραγούδια των Ramones έχουν μεταγλωτιστεί σε πολλές γνωστές γλώσσες.
Εκτός από την παθιασμένη νιουγουειβίστικη - θεατρική ερμηνεία του Στέλιου «Σαλβαδόρ» Παπαϊωάννου, η μετέπειτα πορεία των ΜΣΦ δείχνει ότι ποτέ η συνθετική του άποψη δεν απομακρύνθηκε από την ουσία της γνήσιας ροκ ταυτότητας, ενώ την ίδια στιγμή τραγούδησε πάντα σε καθαρά και σωστά ελληνικά. Παρά ταύτα, επενδύεις τα τραγούδια του με αγγλικούς στίχους και παρουσιάζονται απολύτως έτοιμα. Αντίθετα, η «Ταξιδιάρα Ψυχή», παρότι παιδί του σωλήνα γνωστού post punk anthem, δύσκολα επαναμεταφράζεται στη μητρική της γλώσσα. Το «Λιωμένο Παγωτό», που εξέφρασε όντως ιδανικά την ελληνόφωνο άποψη για ένα απενεχοποιημένο mainstream rock, εν είδει Sundays, αν το μεταφράσεις θα σαπίσει προτού ακόμη λιώσει, σαν πολυκαιρισμένο jingle διαφημιστικού. Το ότι ο Γιάννης Αγγελάκας κατέληξε να αποθεώνει τις ελληνικές εώς παραδοσιακές φόρμες και δρόμους στη μετέπειτα προσωπική του πορεία, καθώς και το ότι ο Παύλος Παυλίδης, πλησίασε ακίνδυνα στον καθαυτό κορμό του ελληνικού τραγουδιού, δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο.
Το ελληνόφωνο ροκ, όπως και το ιταλόφωνο, είναι βαθιά στιγματισμένο από το ελληνικό και ιταλικό τραγούδι αντίστοιχα. Αμφότερα το αποφεύγουν συνειδητά και σθεναρά στη φάση κάθε άγριας νεότητας, αλλά στο τέλος δεν αρνούνται είτε μια απλή επαφή, είτε μία τελική σύζευξη. Το γερμανόφωνο ροκ ακούγεται σχεδόν πάντοτε αστείο, εκτός από εξαιρετικές βαρυμεταλλικές και βιομηχανικές εμφανίσεις αυτού, όπου όμως το βίαιο της γλώσσας εξυπηρετεί το αντίστοιχο της ηχητικής πρόθεσης, και αν μη τι άλλο σκοπός των Rammstein ή των Einstürzende Neubauten δεν είναι η πηγαία ροκ έκφραση, ενώ σε kraut παραδοξότητες τηρεί δεύτερο ρόλο, συντονιζόμενο με την όλη αύρα διανόησης. Οι Τούρκοι Replikas post-ροκίζουν καλύτερα από δεκάδες βορειοευρωπαίους συναδέλφους τους, η αρμονία της τούρκικης γλώσσας στη μουσική τους, όμως, βρίσκει πατήματα σε ανατολίτικα μουσικά περάσματα και ανεξίτηλες oriental σφραγίδες στον ήχο τους.
Το παράδειγμα του Διονύση Σαββόπουλου ατυχώς, μάλλον, επιστρατεύεται όταν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι το ροκ μπορεί να μιλάει ελληνικά. Ο Σαββόπουλος, ακόμη και στις ουκ ολίγες εξαιρετικές του στιγμές, χρησιμοποίησε τη ροκ φόρμα, ως τον «Δούρειο Ίππο», που του επέτρεψε να εξέλθει αλώβητος από τον στυγνό φορμαλισμό που του είχε παραδοθεί προς υποταγή από «Χατζιδάκια-Θεοδωράκια». Και τα κατάφερε. Αλλά ως εκεί. Ο σπουδαίος Ιταλός τραγουδοποιός Fabrizio De Andre κατάφερε να αναμετρηθεί με την παραδοσιακή τραγουδιστική φόρμα της χώρας του στα ίσα και χωρίς να υποδηθεί τον «ροκά», οργισμένο ή μελαγχολικό. Ο συντοπίτης του Renato Zero, αντίθετα, υποδύθηκε για χρόνια τον Ιταλό David Bowie, ενίοτε με εμπορικό αντίκρυσμα που μεταφράστηκε ακόμη και ως Zeromania, το έργο που άφησε πίσω του, όμως, ουδέποτε είπε κάτι σε μη ιταλόφωνους ‒ αλλά και στους τελευταίους μάλλον ελάχιστα λέει σήμερα.
Θα τους βρούμε παντού στον κόσμο, αλλά στη Γαλλία θα βρούμε μάλλον τον ικανότερο όλων. Είναι άδικο, βέβαια, να αποτιμήσουμε τελικά τον Johnny Hallyday ως απλά τον Γάλλο Elvis Presley, αλλά είναι και άστοχο να παραβλέψουμε αυτή τη βασική του ιδιότητα. Οι rock ‘n’ roll μεταφράσεις του ενισχύουν τις υποψίες ότι η αγγλική γλώσσα αποτελεί καθαυτό συστατικό στοιχείο του είδους και ότι κάτι τέτοιο δεν αλλάζει από τις κατ’ εξαίρεση επιτυχημένες αντικαταστάσεις της. Καθώς, δε, τα τραγούδια των Beatles, του Presley, των Stones κ.α., τυγχάνουν αποδόσεων σε δεκάδες διαφορετικές γλώσσες, ακόμη και ο πιο ανυποψίαστος ακροατής κατανοεί ότι το αρχετυπικό “She loves You Yeah Yeah Yeah” είναι σημαντικό να παραμένει πάντα τέτοιο (Ι Marinos – “She Loves You” - Ιταλία), εκθέτοντας ανεπανόρθωτα όποιον το μεταγλωτίζει (Nancy Holloway – “Elle T’ Aime” - Γαλλία).
Επικρατεί, δε, και πλασάρεται ανοήτως η εντύπωση πώς επιλέγουν την αγγλική γλώσσα αυτοί που δεν έχουν και κατι σπουδαίο να πουν. Ουδέν σπουδαιότερο μένει να ειπωθεί, όμως, από το εμβληματικό “She Loves You” ή έστω από ένα ορθό-κοφτό “You Really Got Me” και όποιος επιλέγει την μητρική του για να πει κάτι παραπάνω από αυτά, έρχεται για να φλυαρήσει και όχι για να ροκάρει. Συνεπώς όσοι εντός συνόρων βαυκαλίζονται ότι κατέχουν ποιητικές αλήθειες και εκστομίζουν βαρυσήμαντες φιλοσοφίες επιλέγοντας τη μητρική τους γλώσσα, ας κοιτάξουν μπας και κουρδίσουν έστω και μια φορά διαφορετικά τις κιθάρες τους, που ακούγονται το ίδιο βαρετές εδώ και δεκάδες χρόνια. Στη χώρα μας η σύζευξη ποίησης και τραγουδιού, όσο εξαιρετικά αποτελέσματα έχει δώσει σε κάποιες περιπτώσεις, άλλο τόσο κακό έχει κάνει σε πλείονες άλλες, αποπροσανατολίζοντας το αυθύπαρκτο της μουσικής σαν τέχνη και παρασύροντας αυτήν σε δήθεν υπέρτερα ιδεώδη.
Υπάρχουν δύο τουλάχιστον περιπτώσεις που έχοντας αξιοποιήσει ιδανικά τις φθογγικές ικανότητες της αγγλικής γλώσσας εις βάρος των νοημάτων, έχουν και εκ του αντιστρόφου αποδείξει ότι σου επιτρέπεται η αγγλόφωνη ροκ έκφραση ακόμη και όταν εκ των πραγμάτων δεν μπορείς να εκφραστείς γνησίως και πλήρως στα αγγλικά. Και μάλιστα από αγγλόφωνα γκρουπ! Οι σκωτσέζοι Cocteau Twins και οι αμερικάνοι Obituary, παρότι δεν μοιράστηκαν ποτέ τίποτε σε αισθητικό επίπεδο, εν τούτοις αντιλήφθηκαν με σχεδόν ιδιοφυή τρόπο, ότι τόσο η αιθέρια και ονειρική pop, όσο και το ωμά ισοπεδωτικό death metal εξυπηρετούνται ιδανικά από άναρθρες, σκόρπιες και νοηματικά ανεπαρκείς κραυγές, που δένουν αρμονικά ή βίαια (αντίστοιχα) με τα ηχητικά τεκταινόμενα. Προσοχή: αμφότεροι τραγουδούν στα αγγλικά, απλώς το ό,τι λένε δεν βγάζει κανένα νόημα (έγραψαν βέβαια και στίχους με νόημα, αλλά οι καλύτερες στιγμές τους είναι μάλλον... χωρίς λογική ερμηνεία).
Το γεγονός ότι ακραίες ηχητικές εκφράσεις όπως το black metal κρατούν γερά θεμέλια σε γλώσσες όπως η νορβηγική, δεν πρέπει σίγουρα να αποσυνδεθεί από το ότι σπάνια καταλαβαίνει κάποιος το τί θέλει να πει ο black metal αοιδός. Διότι από την άλλη μεριά το καθαρόαιμο παραδοσιακό heavy metal που απαιτεί και επιτάσσει ηρωικά και εκτεταμένα sing along, νιώθει μάλλον άβολα εκτός αγγλόγλωσσου περιβάλλοντος. Το παράδειγμα των Εξόριστων του Δημήτρη Κατή, στα καθ’ ημάς, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ο κανόνας λέει πάντως ότι ακόμη και αυτοί που ξεκινούν πατριωτικά, αργά ή γρήγορα καταλήγουν στην αγγλική γλώσσα, διότι έστω και αν ελάχιστοι κατανοούν το νόημα, ακόμη και αυτό το ενδεχόμενο κατανόησης προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα μαζικής αποδοχής. Η «διεθνής καριέρα», που μεταξύ μας έχει καταντήσει… αστείο, είναι ο κανόνας της pop/rock έκφρασης και επ’ αυτού απευθυνθείτε ασφαλώς στους Σουηδούς.
Κάθε, πάντως, που μιλάμε για μη αγγλόφωνους που επιχειρούν στην αγγλική γλώσσα, αμείλικτο πέφτει στο τραπέζι το ζήτημα της σωστής, λάθος ή και ‒ενδεχόμενα‒ αστείας προφοράς. Διότι, παρότι οι Σουηδοί το έχουν το… “fluently”, Έλληνες, Ιταλοί, Ισπανοί κ.α. επιμένουν να μιλούν και να ακούν κάθε γλώσσα σαν τη δική τους. Στην εγχώρια ροκ κατάσταση έχουμε έρθει αντιμέτωποι με τραγελαφικές περιπτώσεις, αλλά και με περιπτώσεις όπου η ορθότητα γραμματικής και συντακτικού υποτάσσεται στον παραπάνω κανόνα, που πιστά ακολουθούμε όλοι όσοι όσοι δεν έτυχε να κάνουμε Αγγλία ή Αμερική για κάποια χρόνια, με ισχυρό παράδειγμα αυτό των Last Drive.
Το να αφαιρέσεις τους αγγλικούς στίχους από τους Last Drive, απλά και μόνο αναζητώντας σωστή προφορά, θα ήταν ανόητο, όχι μόνο εκ του αποτελέσματος της μουσικής τους μετά από 30 χρόνια, αλλά και διότι θα αγνοούσες το ότι οι γλωσσικές ροκ διάλεκτοι έδωσαν πολλές φορές ικανό χώρο σε λάθος προφορά και άρθρωση, ακόμη και όσων ομιλούν την αγγλική ως μητρική. Κοινώς, αν ο Hendrix τραγουδούσε αγγλικά της Οξφόρδης, σε τι θα είχε να κάνει αυτό με την ανατρεπτική του άποψη για το πώς παλεύεις με τις κιθάρες; Ομοίως, παρότι συνήθως την απεχθανόμαστε, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η reggae όσο εισβάλλει με διάφορους τρόπους στο ροκ, παρέχει περιθώρια ανοχής σε ζητήματα παιχνιδίσματος με την εκφορά της γλώσσας.
Ασφαλώς λοιπόν και δεν είναι απαγορευτική η χρήση άλλης από την αγγλική γλώσσα στην ροκ μουσική. Γενικώς, δηλαδή, δεν είναι τίποτε απαγορευτικό στη μουσική, και όποιος υποστηρίζει το αντίθετο είναι τουλάχιστον ανόητος. Είναι όμως εξαιρετικά σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνες, που η χρήση μιας άλλης γλώσσας προσθέτει, παρά αφαιρεί, στην περιβόητη ουσία της ροκ ταυτότητας. Όταν, μάλιστα, η καλή γνώση της γλώσσας έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την φλυαρία, το τελικό πηλίκο πέρα από το μηδέν αγγίζει τα όρια της σαχλαμάρας. Και αν με αφελείς προθέσεις η συμπαθής Laura Pausini, διασκευάζοντας το άσμα του τίτλου, προσπαθεί και αυτή ανεπιτυχώς να μας πείσει ότι το συγκρότημα της ροκάρει, σε ένα δυσανάλογα εγχώριο αντίστοιχο η μεγαλομανία του Σταμάτη Κραουνάκη κατέληξε να μας «διδάσκει» ανοησίες περί του τί είναι ροκ, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες ότι εντός συνόρων το ροκ και η αυθαίρετη ελληνόφωνη κατάχρηση αυτού έχει καταντήσει όντως το άλλοθι των επιτηδευμένα διαφορετικών, που εντυπωσιάζοντας αδαείς αναζητούν πλαστές μουσικές ταυτότητες.
(αναδημοσίευση από το Sonik)