Για πολλούς, το τέλος μιας ομαδικής μουσικής πορείας έγινε το εφαλτήριο για την προσωπική τους φωταγώγηση. Για άλλους, πάλι, ήταν η θρύψη του καλλιτεχνικού οράματος. Αναπόφευκτα, μια ματιά σε μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές solo προσπάθειες πρώην μελών συγκροτημάτων περιλαμβάνει και τα δύο.
(αναδημοσίευση από το Sonik)
Οι επιτυχίες
Michael Jackson
Ο μπόμπιρας που έκλεβε την παράσταση με τους Jackson 5, το τελευταίο συγκρότημα-χρυσωρυχείο της Motown, έγινε ο αδιαφιλονίκητος pop star της δεκαετίας του ’80 και, χωρίς ενστάσεις, ένας από τους σπουδαιότερους της μουσικής ιστορίας. Στην ακμή του ήταν ένα μεγαθήριο που κατείχε το πιο ενισχυμένο οπλοστάσιο για να κυριαρχεί στα charts: η ασύλληπτη χορευτική ικανότητα, η άμεσα αναγνωρίσιμη φωνή, η εκπληκτική μουσική ευελιξία και οι τόνοι αστερόσκονης ήταν το αδιαπραγμάτευτο πακέτο της δισκογραφικής διαδρομής του. Ωστόσο, στη φρενήρη αυτή πορεία, δεν έλειψαν και οι απογοητευτικές στιγμές, όπως το Invincible (2001), που συνοδευόταν από σκάνδαλα για κακοποιήσεις ανηλίκων, φημολογίες περί χρεωκοπίας του και μια εν γένει κακή δημόσια εικόνα που τον συντρόφεψε μέχρι τον τραγικό του θάνατο.
Το Thriller. Δικαίως, ο Quincy Jones έπρεπε να φτύνει με καμάρι τον εαυτό του στον καθρέφτη, καθώς πήρε τα στοιχεία της προηγούμενης κυκλοφορίας του Jackson, Off The Wall, και τα εξευγένισε. Πώς; Τα rock και dance κομμάτια έρεαν καλύτερα, οι μπαλάντες λειάνθηκαν και, υπέρ πάντων όλων, ο Michael Jackson εμφανίστηκε απογειωτικά εκφραστικός. Δίπλα του, ο Paul McCartney για το ντουέτο στο “The Girl Is Mine”, ο Eddie Van Halen για το αποθεωτικό κιθαριστικό riff στο “Beat It” και ο Vincent Price για την ανατριχιαστική πρόζα στο ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ. Το 1984, το Thriller έφυγε από την απονομή των Grammy με το ρεκόρ των οκτώ βραβείων, έσπασε τις μέχρι τούδε ρατσιστικές μπάρες στην pop μέσω των απανωτών προβολών στο MTV, έγινε αιτία να καλέσει ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ τον Jacko στο Λευκό Οίκο και έγινε σημείο αναφοράς για εκατοντάδες μετέπειτα αστέρια της pop. Αυτά τα λίγα, δηλαδή.
Beyoncé
Από τις Destiny’s Child ήταν εκείνη που ξεχώρισε εξαρχής, μαζί με την ξαδέρφη της, Kelly Rowland, και τη Michelle Williams. Το ότι τα άλλα δύο εναπομείναντα μέλη των Destiny’s Child (LaTavia Roberson και LeToya Luckett) είχαν μηνύσει τον μάνατζερ του σχήματος, Mathew Knowles, ότι προωθεί την κόρη και την ανιψιά του προκαλεί μειδιάματα αν αναλογιστεί κανείς τη μετέπειτα ιλιγγιώδη πορεία ιδίως της Beyoncé. Το άστρο της έλαμψε από νωρίς και η απόφασή της το 2001 να ακολουθήσει solo καριέρα σήμανε την έναρξη της σταθερής ανόδου της προς την κορυφή, που συνεχίστηκε αδιάκοπα και μετά το επίσημο τέλος του γυναικείου συγκροτήματος το 2005. Το μέλλον της Beyoncé προβλεπόταν θριαμβευτικό. Μονοπώλησε τις κορυφές των charts στη νέα χιλιετία, κερδίζοντας με τη σέσουλα βραβεία Grammy και ανυψώνοντας περαιτέρω την εικόνα της, επαγγελματικά και προσωπικά, έχοντας δίπλα της τον Jay-Z.
Το 2003, το ντεμπούτο της, Dangerously in Love, ήταν αρκετό για να ξεπεράσει τη συνολική επιτυχία των Destiny’s Child, εφόσον την εγκαθίδρυσε ως διεθνή βασίλισσα της pop, της χάρισε πέντε βραβεία Grammy, 11 εκατομμύρια αντίτυπα, προτάσεις για κινηματογραφικούς ρόλους και δύο Νο1 στο Billboard, για τα “Crazy In Love” και “Baby Boy”, ενώ μέχρι σήμερα παραμένει το πιο μοσχοπουλημένο άλμπουμ της.
Justin Timberlake
Το πέρασμα από μια εξαιρετικά επιτυχημένη μπάντα, όπως οι ‘N Sync, σε μια προσωπική καριέρα, ήταν κίνηση ματ στην περίπτωση του Justin Timberlake. Στην προσπάθεια να αποτινάξει τον τίτλο του teen idol και να προωθηθεί με ένα περιτύλιγμα ωριμότητας, αφέθηκε στα χέρια της λουστραρισμένης παραγωγής των Neptunes και του Timbaland, ξεπατίκωσε (σχεδόν ξεδιάντροπα) το στυλ του Michael Jackson από την εποχή του Thriller και το 2002 σέρβιρε με το ντεμπούτο του, Justified (ευφυολόγημα!), ένα πακέτο σύγχρονης r&b, στιλάτης και σέξι, που εκτιμήθηκε δεόντως από κοινό και κριτικούς ανά τον κόσμο. Το άλμπουμ ανέβηκε στο Νο.2 του Billboard 200, με τα “Cry Me A River” και “Rock Your Body” να πλασάρονται ως μεγάλα hits στο Top 10 των Η.Π.Α. Η αρχή για μια εμπορική καριέρα είχε γίνει με τους καλύτερους όρους και, σύντομα, ο αντίκτυπος των ‘N Sync ξεπεράστηκε.
To 2006, με το FutureSex/LoveSounds απέδειξε ότι ήταν κάτι περισσότερο από ένας κουστουμαρισμένος ποζεράς με ακατάσχετη “uh-uh” και “ooh” σεξομανία. Ελισσόμενος πάνω στις εμπνευσμένες ιδέες του Timbaland, κόπιαρε τον ‘80s electro-funk ηδονισμό του Prince, τον οποίο εκτέλεσε εύστοχα, και παρέδωσε ένα άλμπουμ τεχνικά και στιχουργικά τόσο ανώτερο από το ντεμπούτο του, που κυριολεκτικά έχτισε την ξέφρενη συνέχεια τόσο της δικής του καριέρας όσο και του παραγωγού του. Όπως είχε πει ο ίδιος ο Justin σε συνέντευξή του στην εκπομπή Saturday Night Live: «με το άλμπουμ αυτό, κανείς δεν με ρωτούσε πλέον πότε θα επανενωθούν οι ‘N Sync, αλλά πότε θα κυκλοφορήσω το επόμενο. Εκεί κατάλαβα ότι τα είχα καταφέρει».
Robbie Williams
Τι κι αν σύσσωμα τα πρώην μέλη των Take That προσπάθησαν μετά τη διάλυσή τους να επικυρώσουν στο τόσο δα την αναγνωρισιμότητα του παρελθόντος, έστω με ένα εμπορικό single; Έφαγαν τη σκόνη του Robbie Williams, ο οποίος στέφθηκε επισήμως ως ο πιο επιτυχημένος καλλιτέχνης και πρώην μέλος boy band με πωλήσεις άνω των 70 εκατομμυρίων αντιτύπων διεθνώς, περισσότερες δηλαδή και από τις αντίστοιχες συνολικές των Take That. Το 1997, το δισκογραφικό ντεμπούτο του, Life Thru a Lens, θεωρήθηκε ένα από τα σημαντικότερα της δεκαετίας στη Μ. Βρετανία, καθώς συνόψιζε σε σχεδόν 52 λεπτά όλη τη μουσική ιστορία της χώρας: το glam-rock, το alternative, το soft-rock και την dance-pop. O Williams επέδειξε από νωρίς την πολυσυλλεκτική του προσωπικότητα, την οποία και επανέλαβε στο I’ve Been Expecting You, ένα χρόνο αργότερα. Με το Swing When You’re Winning το 2000 μεταμορφώθηκε ραγδαία σε ‘50s crooner, (κατά τη γνώμη μου) αντίστοιχης καλλιτεχνίας με αυτής των πατριαρχών του είδους, Frank Sinatra και Dean Martin. Δυναμικός και συναισθηματικός, αλλά πάνω απ’ όλα ένας χαμαιλέοντας που θα μπορούσε με την ίδια επιτυχία να είναι ηγέτης ‘70s glam rock κολλεκτίβας ή crooner της δεκαετίας του ΄50, συνέχισε να πιστοποιεί το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα ακόμα και στο Progress με τους Take That το 2010, που κρίθηκε ως μια από τις καλύτερες επανενώσεις.
Το 2002, το «χρυσό» συμβόλαιο με την ΕΜΙ για το αδιανόητο ποσό των 80 εκατομμυρίων, προκάλεσε ίλιγγο στους καλλιτεχνικούς κύκλους καθότι ήταν το υψηλότερο που υπογράφηκε ποτέ στη Μ. Βρετανία. H εκτίναξη της καριέρας του επιβεβαιώθηκε με το Escapology που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και έγινε έξι φορές πλατινένιο, σημειώνοντας πάνω από 6,5 εκατομμύρια πωλήσεις.
Neil Young
Το αστραφτερό μυαλό του μεγάλου τραγουδοποιού της americana δεν έχει μόνο αιώνια λιακάδα δημιουργικότητας, αλλά και σκοτεινές γωνίες με noise pop πειραματισμούς, synth pop εκλάμψεις και blues εμμονές. Από το 1968 που αποχώρησε από τους Buffalo Springfield, μέχρι και σήμερα, δεν σταμάτησε στιγμή να γράφει, να συνθέτει, να ηχογραφεί και να πραγματοποιεί συναυλίες, ώστε ορθά ανακηρύχθηκε ως ένας από τους πλέον σημαίνοντες καλλιτέχνες της γενιάς του, είτε από τα αμιγώς προσωπικά του άλμπουμ, είτε ως ιθύνων νους πίσω από την garage μπάντα των Crazy Horse. Αυτό που του δίνει το προβάδισμα της αντικειμενικής αισθητικής αξίας (σημ. σε σύγκριση με άλλους αντίστοιχους του είδους, όπως ο Bob Dylan) δεν είναι μόνο ο αδιανόητης έκτασης κατάλογος δισκογραφικών πονημάτων, αλλά και το αγνώστου όγκου ακυκλοφόρητο έργο που βρίσκεται ακόμη θαμμένο στα συρτάρια του.
Η δεκαετία του ’70 ήταν χρυσή στην περίπτωση του Neil Young, εφόσον είναι τίγκα στις πιο αξιόλογες ηχογραφήσεις του. Το After The Gold Rush (1970) θεωρείται μέχρι σήμερα ένα από τα κλασικά αριστουργήματά του, με ελεγειακή στιχουργία και μια θαυμάσια προσθήκη πιάνου δια χειρός του 17χρονου-και άγνωστου τότε-Nils Lofgren. Σε αντίθεση με το hard rock ύφος που είχε υιοθετήσει στο προηγούμενο άλμπουμ, Everybody Knows This Is Nowhere, το After The Gold Rush ήταν γεμάτο country-folk συναισθηματισμό που είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει εκ νέου μέσω της συνεργασίας του με τους Crosby, Still & Nash στο Déjà-Vu, λίγο πριν την κυκλοφορία του τρίτου προσωπικού του δίσκου.
Peter Hammill
Το ιδιάζον στην περίπτωση του Hammill, ήταν ότι η διάλυση των Van Der Graaf Generator το 1972 έγινε σε τόσο φιλικά πλαίσια, σε σημείο που τα υπόλοιπα μέλη τον στήριξαν στα τρία πρώτα solo άλμπουμ του (σημ. ο ντράμερ Guy Evans τον συνόδεψε και στο τέταρτο κατά σειρά). Τουτέστιν, είναι δύσκολο να εξετάσει κανείς την προσωπική πορεία του Hammill ξέχωρα από τους VDGG, συνυπολογίζοντας ότι τραγούδια που περιλήφθηκαν στα άλμπουμ του είχαν συλληφθεί αρχικά για το συγκρότημα, όπως το “Black Room” στο Chameleon in the Shadow Of The Night (1973) και το “A Louse Is Not A Home” στο Silent Corner and The Empty Stage (1974). Καθ’ όλη τη δισκογραφική του διαδρομή, ο Peter Hammill, όπως και στην VDGG εποχή, δεν υπήρξε ιδιαίτερα εμπορικός, ωστόσο ο αντισυμβατικός μουσικός χαρακτήρας του τον κατέταξε από νωρίς στις πιο εμβληματικές φιγούρες της art rock ιστορίας.
Ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις περιόδους πριν και μετά τους Van Der Graaf Generator είναι η θεματολογία καθεαυτή, εφόσον ο Hammill έγινε σαφώς πιο προσωπικά περιγραφικός στις solo κυκλοφορίες του. Xαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το Over (1977), μια μουσική καταγραφή του επώδυνου χωρισμού από την επί χρόνια σύντροφό του, Alice, με ξεσπάσματα οργής και ενοχής για την προδοσία (“Crying Wolf”) και το τραύμα που επουλώνεται δύσκολα (“Time Heals”). Και είναι αυτό το συναισθηματικό πετσόκομμα που έσταξε το αιθέριο έλαιο του ταλέντου του, καλύτερα από κάθε άλλη μουσική του έμπνευση.
Οι απογοητεύσεις
Paul McCartney
Δύσκολη εν προκειμένω η κατάταξη του Paul McCartney. Αφενός, διαθέτει μέχρι σήμερα μια ομολογουμένως εμπορική πορεία (και μάλιστα την πιο εμπορική από κάθε άλλο πρώην μέλος των Beatles), αφετέρου ακριβώς επειδή είναι αυτός που είναι, έθεσε με τους Beatles σαφώς πιο απαιτητικό αισθητήριο από αυτό που μας παρουσίασε στην solo καριέρα του. Ίσως ήταν η δυναμική που εξέπεμπε ως ντουέτο με τον John Lennon, που τον έβαλε στον παγκόσμιο χάρτη ως έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της pop. Στην μετα-Beatles εποχή, ωστόσο, παρότι είχε κερδίσει ήδη τον σεβασμό του κοινού, κυρίως λόγω προτέρου επικού βίου, τίποτα από ό,τι κυκλοφόρησε δεν στάθηκε επαρκώς στο ύψος των άριστων συνθέσεων του παρελθόντος. Δεν εννοούμε επ’ ουδενί ότι η προσωπική του πορεία ήταν του πεταματού! Πλην όμως, σε όλο της το φάσμα έλειπε η διευρυμένη παιδεία που είχε αποκτήσει από τα avant-garde ρεύματα και τη μελέτη τόσο της κλασικής όσο και της ανατολικής μουσικής, που τόσο δημιουργικά είχε αποστάξει στις θριαμβευτικές, καλλιτεχνικά μιλώντας, στιγμές των Beatles, όπως το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band.
Το Press To Play παρά τις αρχικές εκτιμήσεις για εμπορική επιτυχία, στάθηκε κατώτερο του προσδοκώμενου, παρά τον συρφετό ονομάτων που συνέρρεαν για την ηχογράφηση: Οι Pete Townsend, Phil Collins, Eric Stewart, Anne Dudley και Tony Visconti ήταν λίγα εξ αυτών. Παρά το γεγονός ότι ο Paul McCartney δούλευε ανέκαθεν καλύτερα όταν είχε συνεργάτες, το άλμπουμ αποδείχθηκε αδύναμο στο σύνολό του και θεωρήθηκε ακόμα και από τους οπαδούς του ένα από τα χειρότερα άλμπουμ της καριέρας του.
Roger Waters
Δε χωρά αμφισβήτηση για τα κολοσσιαία επιτεύγματα του Roger Waters ως κινητήρια δύναμη πίσω από τους Pink Floyd, άλλωστε στον ίδιο οφείλονται οι πιο δημιουργικές συνθέσεις τους. Εντούτοις, κατόπιν της διάλυσης του συγκροτήματος και μετά από τις απειλές, τις κατάρες και τις μηνύσεις στα υπόλοιπα μέλη επειδή τόλμησαν να συνεχίσουν χωρίς αυτόν, ο Waters απέτυχε με την προσωπική του πορεία να ανακτήσει τη χαμένη του αίγλη. Σε αντίθεση με το ντεμπούτο του, The Pros and Cons of Hitch Hiking (1984), μια εννοιολογική μουσική ανακύκλωση του έργου των Pink Floyd της δεκαετίας του ’70, που λόγω θεματικής απευθυνόταν καταλλήλως στους οπαδούς της μπάντας, η συνέχεια δεν διέθετε την φαντασία και την αναμενόμενη λυρική μαεστρία. Μόνο με την αφορμή της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου το 1990, που έδωσε το κίνητρο για το άλμπουμ The Wall: Live In Berlin και την άκρως επιτυχημένη περιοδεία που επήλθε, ανέβασε τις μετοχές του, τις οποίες παρά ταύτα δεν κατάφερε εν συνεχεία να εξαργυρώσει σε επιπλέον καλλιτεχνική αξία.
Με το Radio K.A.O.S. (1987) ο Waters βρέθηκε σε πιο μπερδεμένα pop μονοπάτια, τα οποία-κρίνοντας εκ του αποτελέσματος-δεν κατάφερε να χειριστεί δεόντως. Ανοργάνωτο στη δομή και κραυγαλέο στην θεματική του, έδειχνε πως έγινε περισσότερο από ανάγκη στο όνομα του πειραματισμού και λιγότερο βασισμένο σε μια κεντρική ιδέα που μπορούσε να λειτουργήσει πρακτικά. Το άλμπουμ αποτέλεσε μια αντανάκλαση της μονομανίας του δημιουργού του και, ως εκ τούτου, απογοήτευσε.
Brian Wilson
Μετά από αριστουργήματα που δημιούργησε με τους Beach Boys, όπως το Pet Sounds και το ανολοκλήρωτο Smile, η δεκαετία του ΄70 ήταν το έναυσμα για τον κατήφορο του Brian Wilson, τόσο καλλιτεχνικά με τη σταδιακή αποχώρησή του από το συγκρότημα, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Τα μπλεξίματα με ναρκωτικά και τα νευρολογικής φύσεως προβλήματα τον οδήγησαν στο περιθώριο, από το οποίο προσπάθησε να βγει το 1988 με το ομώνυμο ντεμπούτο του. Εξαιρουμένου του “Love and Mercy” που σιγόνταρε το αρχικό hype γύρω από την επιστροφή του, οι πανηγυρισμοί τέλειωσαν πρόωρα, δίχως τον πολυπόθητο εμπορικό αντίκτυπο. Η απογοήτευση ενισχύθηκε με την τραγική ειρωνεία της επιτυχίας “Kokomo” των Beach Boys που, την ίδια περίοδο, έμπαινε στην κορυφή των μουσικών καταλόγων. Παρά τις ακόλουθες προσπάθειες να επιστρέψει δυναμικά στη μουσική βιομηχανία, ο Wilson κινήθηκε στη μετριότητα, παράγοντας ελλιπείς και κοινότοπες συνθέσεις.
Εξίσου άσαρκο, όπως όλη η solo δισκογραφική του παρουσία, το Gettin’ In Over My Head, το 2004, ίσως να είχε καλύτερη απήχηση εάν είχε κυκλοφορήσει μια άλλη χρονιά, και αυτό καθότι συνέπεσε χρονικά με την παράλληλη επανέκδοση του μισοτελειωμένου pop διαμαντιού των Beach Boys, Smile, 37 χρόνια μετά την αρχική του σύλληψη, επισκιάζοντας έκτοτε κάθε προσωπική του μουσική προσπάθεια.
Miles Kane
Ήταν όταν έφυγε από τους Rascals και δημιούργησε την πλούσια συμφωνική pop των Last Shadow Puppets με τον Alex Turner των Arctic Monkeys, που ο Miles Kane ανακάλυψε την ταυτότητά του ως οραματιστής του retro-alternative. Βρίσκοντας τη θέση του κάπου ανάμεσα σε Oasis, Paul McCartney και Scott Walker, και αφού ο Alex Turner αποφάσισε να ασχοληθεί με τα δικά του, το 2011 ο Kane κυκλοφόρησε το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, Colour Of The Trap, κινούμενος στις οικείες του βρετανικές φόρμες, με σπιρτάδα και έμφαση στις λεπτοδουλειές, όπως στο μαινόμενο hit “Come Closer”. Ο Τύπος περίμενε εναγωνίως την ακόμα πιο δυναμική συνέχεια, που -εν τοιαύτη περιπτώσει- ήρθε μεν, δεν ακούμπησε δε.
Σύμφωνα με το νόμο της δυναμικής που διέπει τη μουσική βιομηχανία, ό,τι ακολουθεί μετά από ένα επιτυχημένο ντεμπούτο είναι συνήθως είτε κατακερματισμός είτε μια χλιαρή επανάληψη. Μετά το ομολογουμένως καλό ξεκίνημα που έκανε με το ντεμπούτο του, o Kane επαναλαμβάνεται το 2013 στο Don’t Forget Who You Are. Οι μετρήσεις από ‘60s pop, ‘70s glam και ‘90s brit-pop προσφέρονται ξανά, πλην όμως δυσανάλογα, αποδυναμώνοντας την εντυπωσιακή έκταση των φωνητικών του και στήνοντας εν τέλει ένα κακοραμμένο mod κουστούμι, ανίκανο να σταματήσει τους ψιθύρους ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός» και ότι δε θα ήταν πουθενά χωρίς τους Last Shadow Puppets.