...δηλαδή την Πιο Επιδραστική Αμερικανική Μπάντα των ’80, την Πιο Κλαψομουνιάρικη Αλλά Και Λυρική Τετράδα Βρετανών Μουσικών, το Πιο Χύμα Και Ασυμβίβαστο Σύγχρονο Αμερικανικό Συγκρότημα (όπως φάνηκε κι από την πρόσφατη διένεξη του με την –πρώην πια- δισκογραφική του εταιρεία) και την Καλύτερη Μπάντα Που Ανέδειξε Η Σουηδία Μετά Τους ΑΒΒΑ. Ήτοι τους Pixies, τους Starsailor, τους BRMC και τους The Soundtrack Of Our Lives (TSOOL) αντίστοιχα.
Κι αν το 1964 ήταν η χρόνια του British Invasion στην Αμερική, το 2001 ήταν η χρόνια του Swedish Ιnvasion στην Βρετανία. The Hives, International Noise Conspiracy κι αυτοί εδώ κράτησαν ψηλά την κιτρινογάλανη σημαία με τον σταυρό στη μέση. Στην περίπτωση των Hives, αναρωτιέμαι τι αμαρτίες πληρώνω ως ακροατής και πρέπει να τους ανέχομαι, αλλά τέλος πάντων, θα κάνω το αυτί μου πέτρα και θα προχωρήσω στο παρασύνθημα. Η μπάντα σχηματίστηκε το καλοκαίρι του 1994 στο Γκέτεμποργκ, μάλλον την ίδια ώρα που ο νεαρός γράφων γιόρταζε το τέλος του σχολείου αναμένοντας τα αποτελέσματα των Πανελληνίων με διακοπές μακράς διάρκειας στην Κρήτη παρέα με εκατοντάδες άλλους Άγγλους που μεθυσμένοι τραγουδούσαν το τότε χιτάκι της εποχής Girls And Boys των Blur (τι; πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια από τότε;). Το συγκρότημα από το οποίο ξεπήδησαν ονομαζόταν Union Carbide Productions, ένα από τα καλύτερα της χώρας τότε που όμως ήταν εξαιρετικά βραχύβιο γιατί τα εσωσυγκροτηματιακά (sic) πλακώματα αποδείχτηκαν τελικά αρκετά δυνατά ώστε να λύσουν τους αρμούς της παρέας τους. Ο Ebbot Lundberg μαζί με τον Ian Person συνέχισαν την παρέα όμως: μαζεύονταν στο σπίτι του Ian – ο Ebbot αναζητούσε στέγη γιατί είχε χωρίσει με την τότε κοπέλα του με την οποία συγκατοικούσε, ξέρετε τώρα, κλασικές μαλακίες που κάνουμε εμείς οι άντρες όταν δεχόμαστε να συζήσουμε μαζί με την εκάστοτε κοπέλα μας - και άκουγαν με τις ώρες γκαραζάκια της δεκαετίας του 1960 και του 70, βαριά ψυχεδέλεια, boogie, Stooges, Captain Beefheart, MC5, Stones, Doors κι άλλα παρόμοια. Κάτω από πραγματικά αδιευκρίνιστες συνθήκες, απέκτησαν τη φήμη της cult μπάντας, σχεδόν χωρίς να έχουν κυκλοφορήσει κανένα δίσκο, στηριζόμενοι μόνο στις ζωντανές τους εμφανίσεις στην Αμερική και την Ευρώπη. Και οι προτάσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή: οι Sonic Youth βγήκαν και δήλωσαν εκστασιασμένοι με το συγκρότημα, ο Curt Kobain κάπου μεταξύ μπάφου και κόκας μουρμούριζε κάτι ακαταλαβίστικα για “την καλύτερη ευρωπαϊκή μπάντα”, οι Jesus Lizard συζητούσαν σοβαρά να τους πάρουν μαζί τους στο αμερικανικό σκέλος της περιοδείας τους και οι Monster Magnet άκουγαν τα demo και τα ακυκλοφόρητα κομμάτια τους την ώρα που έπαιζαν με τις τάπες των βαρελιών στο εργοστάσιο του Jack Daniels περιμένοντας το ουίσκι να ωριμάσει.
...τα Slanted And Enchanted και Crooked Rain Crooked Rain των Pavement. Το 1996 κυκλοφορούν επιτέλους το ΕΡ "Homo Habilis Blues", αλλά το καλοκαίρι του 1997 ανακοινώνεται η αποχώρηση του ιδρυτικού μέλους Bjorn Olsson, ο οποίος αντικαθίσταται από τον Mattias Bärjed, ex- Nymphet Noodlers. Έτσι η σύσταση του γκρουπ σταθεροποιείται στα εξής άτομα :τον τραγουδιστή Ebbot Lundberg, τον υπέρβαρο frontman που ντύνεται με καφτάνια σαν αρσενική groupie της Grace Slick και που ακούγεται σαν ανιψιός του Roger Daltrey, ο Ian Person, φανατικός σκειτμπορντάς που μετά τα soundcheck ασχολείται με την συλλογή πανκ memorabilia, όπως η ματωμένη κιθάρα του Σιντ Βισιους, το κυλοτάκι της Νανσι Σπανγκεν και η τοστιέρα που έπαιρνε μαζί του ο Topper Heddon των Clash στις περιοδείες της μπάντας. Εκτός από τους δυο ξεσαλωμένους αυτούς τύπους στην ομάδα ανήκουν ο κιθαρίστας Mattias Bärjed, ένας τύπος που μόνο από το γεγονός ότι έχει όλους τους δίσκους των Bachman Turner Overdrive καταλαβαίνετε ότι δεν στέκει και πολύ στα συγκαλά του, ο Martin Hederos στα keyboards – ο γκομενιάρης του συγκροτήματος, ο οποίος φημολογείται ότι έχει αφήσει κι από ένα μικρό Heder-ακι σε κάθε πόλη ή λιμάνι που παίζουν -, ο μπασιστας Karl 'Kalle' Gustafsson, που ακόμη κι αν πέθαινε πάνω στη σκηνή από ηλεκτροπληξία κανείς δεν θα τον έπαιρνε πρέφα και τέλος ο ντραμερ Fredrik Sandsten, που πολύ θα ήθελε να μοιάζει στον Keith Moon, αν η εταιρεία τους τον άφηνε να σπάει τα ντραμς του μετά το πέρας των ζωντανών εμφανίσεων του, να φοράει τις μεμβράνες των τύμπανων για πέδιλα και να ντύνεται Χίτλερ και Γκέμπελς όπως το ίνδαλμα του.
Το πρώτο τους άλμπουμ "Welcome the Infant Freebase" προοριζόταν αρχικά να κυκλοφορήσει ως ένα box set με 50 κομμάτια, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι και τα 20 δεν μας χάλασαν καθόλου. Γιατί συλλάμβαναν όλο το πνεύμα της δεκαετίας του 1960 μέσα από το φίλτρο της σύγχρονης παραγωγής. Περιείχε ασφαλώς κι ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έγραψαν ποτέ, το Mantra Slider". Ήταν ελαφρά εκτός εποχής –μέσα στην λαίλαπα της brit pop, ακόμη κι ο γράφων το ανακάλυψε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του – αλλά αυτό ουδόλως απασχόλησε το γκρουπ, κυρίως γιατί το βρήκε απασχολημένο να ηχογραφεί το δεύτερο άλμπουμ του με τον πομπώδη τίτλο Extended Revelation for the Psychic Weaklings of Western Civilization και βάζω στοίχημα το σκαλπ μου ότι ο Καραφωτιας θα το εκθείασε και ο Θανοπουλος θα μπήκε στον πειρασμό να το ακούσει μόνο ελέω του τίτλου του. Οι Who έχουν την τιμητική τους εδώ και όλοι όσοι έχουν λατρέψει το Sell Out, τα Boris The Spider και A Quick One While He’s Away, την - δεύτερη - ροκ όπερα όλων των εποχών Tommy (κατακαημένοι Pretty Things, τι σας έμελλε να πάθετε…), το Saucerful Of Secrets των Pink Floyd, και τα psych-rock αριστουργήματα των Music Emporium, των Ultimate Spinach και των Gandalf, δεν πρόκειται να απογοητευτούν. Ειδικά εκείνο το "Serpentine Age Queen" δεν σε αφήνει στιγμή σε ησυχία…
...Αφού περιόδευσαν μαζί με τους Hurricane #1 (o Αndy Bell τους είχε κοζαρει από την αρχή… ) και τους κουλούς και πανασχετους Kula Shaker κλείστηκαν ξανά στο στούντιο τέλη ’99, αρχές 2000 για να ξεκινήσουν ηχογραφήσεις για αυτό που έμελλε να είναι το αριστούργημα τους. Ο Φεβρουάριος του 2001 με βρίσκει στην Αγγλία να παλεύω κάτω από αντίξοες συνθήκες όχι μόνο με το μεταπτυχιακό μου αλλά και με την αγγλική τηλεόραση η οποία περνώντας προφανώς μια φάση σχιζοειδούς διαταραχής επέμενε να παίζει κάθε δέκα λεπτά το τρισάθλιο Butterfly των ύπων-εκείνων-με-τα-πολλά-τατουάζ-πως-τους-λενε-μωρέ; Το "Behind the Music" έκανε αρχικά εντύπωση για το εκπληκτικό του εξώφυλλο, ένας θρίαμβος της rock σημειολογίας, βγαλμένος από τις ένδοξες μέρες της Hipgnosis. Το περιεχόμενο του ασφαλώς δεν ήταν κατώτερο. Ο εγχώριος μουσικός τύπος μιλάει πια ανοιχτά για έναν από τους δίσκους της χρονιάς. "T.S.O.O.L are the best post-everything six piece space rock band in the history of the eardrum", κάγχασε το NME δίνοντας του ένα εννιαρακι και το πιο φιλικά και μουσικά προσκείμενο Mojo χαρακτήρισε την μπάντα “Δώρο από τον Θεό”. Το πρώτο κομμάτι του άλμπουμ, το "Sister Surround" ανακηρύχθηκε Σινγκλ του Μήνα από το Radio 1, ο Jools Holland τους κάλεσε λίγες μέρες μετά να παίξουν στο στούντιο του Later, ο Noel Gallagher χαρακτήρισε το "Behind the Music" τον “καλύτερο δίσκο της τελευταίας εξαετίας” (Νοελ, που πήγε η παροιμιώδης σου αλαζονεία; Αν αυτός είναι ο καλύτερος δίσκος της τελευταίας εξαετίας, τότε το Masterplan και το Be Here Now τι θέση κατέχουν στο προσωπικό σου Τοπ 10;) και τους κάλεσε να ανοίξουν τις καλοκαιρινές συναυλίες των Oasis στην Ευρώπη.Το άξιζαν, δίχως άλλο. Γιατί το "Behind the Music" περιείχε δυναμίτες :πέραν από το Sister Surround, ήταν και το εισαγωγικό ”Infra Riot” με το σιτάρ να σπάει την μονοτονία και να δίνει στον ήχο μια hippy χροιά, ήταν το “Broken Imaginary Time”, σαν ο Thom Yorke να ανέλαβε τα φωνητικά μέρη στους Moody Blues εποχής Every Good Boy Deserves Fudge, ήταν το μελωδικό αλα-Cream ξέσπασμα του Mind The Gap με την επιβλητική του μπασογραμμη και το Mellotron να βάζει sixties πινελιές, το “21st Century Rip Off”, που όπως λέει και το όνομα του επρόκειτο για μια –διόλου φτηνή – κόπια του “20th Century Boy” των T Rex, με πολυεπίπεδη παραγωγή, πλήθος ακουστικών κιθάρων και creepy ατμόσφαιρα, το Nevermore με ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα πιανιστικα ριφακια της χρονιάς εκείνης και το Keep The Line Movin’, η πιο καλόγουστη αντιγραφή του Μπιτλικου Come Together.
Το τέλος εκείνης της χρονιάς βρήκε τους Soundtrack of Our Lives να κατέχουν περίοπτες θέσεις σε πολλές από τις λίστες με τα καλύτερα του 2001. Ακόμη και τα συνήθως συντηρητικά και σφιχτοκώλικα Rolling Stone και Billboard το συμπεριέλαβαν στα δικά τους best of the year, αν και φαντάζομαι ότι ειδικά για το δεύτερο πρέπει να έλαβαν χώρα πλήθος διαπλεκόμενων. Θυμάμαι ότι και στη δική μου λίστα κατείχε την θέση Νο5, πίσω από το Is This It, το Pleased To Meet You, το Love Is Here και το ομώνυμο των Black Rebel Motorcycle Club. Περισσότερο απ’ όλα χαίρομαι που θα τους δω από κοντά γιατί κατάφεραν κάτι δύσκολο για τα Τσαβαλικά δεδομένα: να κρατήσουν τόσο την προσοχή μου καθ’ όλη την διάρκεια του Behind The Music, όσο και το συναίσθημα της προσμονής μου για το επόμενο τους άλμπουμ σε πολύ υψηλά επίπεδα. Σε λίγες μέρες θα γνωρίζουμε αν θα κάνουν την απειλή του Mind The Gap “Cause we’re taking over / If you’ve got nothing to say / Yes, we’re taking over / And we might as well blow you away” πραγματικοτητα.