Το ερχόμενο Σαββατοκύριακο θα έχει ενδιαφέρον. Διοργανώνεται στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών ένας κύκλος εκδηλώσεων υπό τον γενικό τίτλο Αυτοσχεδιάζοντας στη Στέγη, με θέμα –προφανώς– τον αυτοσχεδιασμό και αντικείμενο τρεις συναυλίες/περφόρμανς κι ένα διεπιστημονικό συμπόσιο. Το τελευταίο τιτλοφορείται Ηχηρές Δυνατότητες: Αυτοσχεδιασμός και Κοινοτική Δράση και θα κληθεί να διερευνήσει όχι μόνο την έννοια και τις εξελίξεις του αυτοσχεδιασμού στη μουσική πράξη (ή και στις τέχνες γενικότερα), αλλά και τη χρησιμότητά του στις «νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής δράσης». «Τους τρόπους», δηλαδή, «με τους οποίους καλλιτεχνικές πρακτικές με ισχυρό αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα μπορούν να συμβάλλουν στην εγκαθίδρυση και τη διατήρηση υγιών κοινοτήτων και να έρθουν αντιμέτωπες με διαφόρων ειδών ηγεμονίες», όπως μας πληροφορεί το ενημερωτικό φυλλάδιο της Στέγης. Ενδιαφέρουσα θεματική, ιδίως σε μια εποχή στην οποία μοιάζουμε να έχουμε στερέψει από φαντασία σε σχέση με το πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.
Όσον αφορά τις συναυλίες/περφόρμανς, ο κύκλος ξεκινά την Παρασκευή με τους Medea Electronique και ολοκληρώνεται την Κυριακή με την εμφάνιση του πολυεθνικού τρίο των Glue. Αναμφισβήτητα. Όμως. το επίκεντρο θα βρίσκεται στη συναυλία του Σαββάτου, με τον Αμερικανό τρομπετίστα Wadada Leo Smith να φιλοξενείται στην κεντρική σκηνή. Διευθύνοντας ένα από τα γκρουπ τα οποία χρησιμοποιεί ως πλατφόρμες εργασίας, τους Golden Quartet (δηλαδή τους Anthony Davis/πιάνο, John Lindberg/κοντραμπάσο και Pheeroan akLaaf/τύμπανα), ο Smith θα παρουσιάσει το έργο του Ten Freedom Summers. Ευκαιρία λοιπόν για κάτι που μοιάζει με ρετροσπεκτίβα, για μια περιήγηση, αν προτιμάτε, στην πλούσια καριέρα του σπουδαίου μουσικού.
{youtube}uSBPAGykoz0{/youtube}
Γεννημένος τον Δεκέμβρη του 1941 στο Leland, στο Δέλτα του Μισισίπι, ο Leo Smith ξεκίνησε να παίζει μουσική εξασκούμενος αρχικά στα τύμπανα και στο γαλλικό κόρνο. Στην ηλικία των 12 αφοσιώνεται στην τρομπέτα, βλέποντας ευθύς εξαρχής τον εαυτό του ως συνθέτη. Όπως αφηγείται ο ίδιος: «ήξερα μόνο 3 ή 4 νότες, οπότε ξεκίνησα με αυτές. Μετά άνοιξα ένα βιβλίο που είχε μέσα και τις υπόλοιπες, τις πήρα και άρχισα να τις τοποθετώ εδώ κι εκεί. Έφτιαξα ένα κομμάτι για 4 τρομπέτες και σκέφτηκα πως αφού εγώ είχα γράψει τη μουσική, τότε θα πρέπει να είμαι συνθέτης».
Σταδιακά ο Smith εντάσσεται σε διάφορα σχήματα –από σχολικές μπάντες, σε διάφορα rhythm n blues συγκροτήματα τοπικής εμβελείας– ενώ βρίσκει την ευκαιρία να ακολουθήσει τον μπλουζίστα Little Milton σε κάποιες από τις περιοδείες του. Εκείνη όμως η δημιουργική περιέργεια της παιδικής του ηλικίας δεν τον είχε εγκαταλείψει και η ιδιότητα του συνθέτη (που τόσο πρώιμα είχε ανακαλύψει ότι είχε) θα άρχιζε να ξεδιπλώνεται μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν ο Leo Smith εγκαθίσταται πλέον στο Σικάγο.
Το 1967 γίνεται μέλος της περίφημης AACM (Association for the Advancement of Creative Musicians), μιας οργάνωσης προοδευτικών μουσικών, αφοσιωμένων αφενός στην ανάδειξη της σημαντικότητας και της ποικιλομορφίας της μουσικής κληρονομιάς των μαύρων Αμερικανών και αφετέρου στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. Μέλη της AACM εκείνη την εποχή ήταν λ.χ. ο πιανίστας Muhal Richard Abrams, ο τρομπετίστας Phil Cohran, ο βιολιστής Leroy Jenkins, ο σαξοφωνίστας Anthony Braxton και σύσσωμοι οι Art Ensemble Of Chicago· μουσικοί δηλαδή που –ο καθένας με τον τρόπο του– έβλεπαν την τζαζ μέσα στην ιστορική της προοπτική, αναγνωρίζοντας επιπλέον αυτήν την απειρία των δυνατοτήτων που άνοιγε ο δίχως προαπαιτούμενα αυτοσχεδιασμός.
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο ιδεών εντάσσεται λοιπόν και ο Leo Smith. Από τότε μέχρι σήμερα, αυτά τα δύο στοιχεία –η ιστορικότητα και η διερεύνηση νέων δυνατοτήτων– αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του έργου του. Παράλληλα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, αρχίζει να αναπτύσσει κι ένα δικό του σύστημα μουσικής σημειογραφίας (το ονόμασε Ankhrasmation), το οποίο δεν στοχεύει στην τονική ακρίβεια της παραδοσιακής σημειογραφίας, αλλά σε πιο ευέλικτες ποιότητες· όπως το ύφος, η χροιά, ο τονισμός ή η διάρκεια ενός σημείου. Ένα δείγμα της φαίνεται εδώ δίπλα, μέρος μιας σύνθεσης μέσα από τον δίσκο Luminous Axes (Tzadik, 2002).
Επιστρέφοντας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, στεκόμαστε στο 1969, οπότε ο Leo Smith συμμετέχει σε μια σημαντική ηχογράφηση. Είναι το 3 Compositions Of New Jazz του Anthony Braxton –με το κουαρτέτο να συμπληρώνεται από τους Muhal Richard Abrams και Leroy Jenkins. Πρόκειται για έναν εμβληματικό δίσκο της ελεύθερης τζαζ της εποχής, έναν ύμνο στη δημιουργική αποδόμηση και στην ευφάνταστη χρήση των ενορχηστρωτικών εργαλείων. Πρόκειται επίσης και για μία από τις πρώτες ηχογραφήσεις του Smith. Ακολουθεί η σύνθεση την οποία συνεισέφερε στο δίσκο (για τις άλλες δύο το credit πηγαίνει στον Braxton), το “The Bell”:
{youtube}sDETHcU_anc{/youtube}
Με την αλλαγή της δεκαετίας, οι τέσσερείς τους μαζί με τους Richard Davis και Steve McCall θα δημιουργήσουν τους Creative Construction Company, ένα βραχύβιο γκρουπ που κυκλοφόρησε δύο λάιβ δίσκους (το 1975 και το 1976) απολαυστικής free τζαζ, αμφότερους από εμφανίσεις του 1970. Εκείνη την εποχή ο Smith κάνει κι ένα αποφασιστικό βήμα, ιδρύοντας τη δική του εταιρία (Kabell Records), αλλά και το πρώτο προσωπικό σχήμα εργασίας, τους New Dalta Ahkri. Στην Kabell ο Smith θα κυκλοφορήσει τις πρώτες του δουλειές ως leader –δύο σόλο και δύο με τους New Dalta Ahkri– αρχίζοντας έτσι να δείχνει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνεται τη μουσική. Η ιδιότυπη χρήση των χρονικών αξιών, η προσεκτική αντιμετώπιση του ηχητικού χώρου, η ευελιξία στον ρόλο που το κάθε όργανο αναλαμβάνει σε μια σύνθεση, καθώς και το χαρακτηριστικό του φύσημα –ένα κάπως στεγνό, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά διεισδυτικό φύσημα– ήταν στοιχεία που έδειχναν πως ο Smith θα διεκδικούσε κάτι πολύ παραπάνω από τη θέση του στην επετηρίδα της τζαζ. Παρεμπιπτόντως εκείνοι οι δίσκοι της Kabell επανακυκλοφόρησαν από το label του John Zorn (την Tzadik) το 2004, στη συλλεκτική ανθολογία The Kabell Years 1971-1979.
Όλα αυτά έφτασαν βεβαίως και στα κατάλληλα αυτιά. Μετά από τον δίσκο που ο Smith κυκλοφόρησε μέσω του label της Moers (το Mass Of The World, 1978), ακολούθησε η δουλειά που θα τον έφερνε ενώπιον ενός κάπως ευρύτερου ακροατηρίου. Ο λόγος για τον δίσκο Divine Love, ο οποίος εκδόθηκε από την ECM το 1979, με συμμετοχές μεταξύ άλλων του Lester Bowie (των Art Ensemble Of Chicago) και του Charlie Haden. Η συνεργασία βέβαια με το label του Manfred Eicher δεν έμελλε να διαρκέσει, με τον Smith να ηχογραφεί εκεί άλλον έναν δίσκο, το σόλο Kulture Jazz του 1993.
{youtube}E2Ww91I3iR4{/youtube}
Μία ακόμα σημαντική στροφή ήρθε λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε και ασπάζεται τον Ρασταφαριανισμό. Δεν το γυρίζει βέβαια στη ρέγκε, βρίσκει όμως ένα μέσο για να εξερευνήσει περαιτέρω την –ήδη εκπεφρασμένη εν πολλοίς– τάση του προς τον μυστικισμό και την πνευματικότητα. Τότε είναι που γίνεται Wadada Leo Smith (προτού ασπαστεί το Ισλάμ μια δεκαετία αργότερα και προσθέσει το ημιεπίσημο Ishmael), τότε που αρχίζει να καλλιεργεί και τα dreadlocks στην κόμη του, τα οποία διατηρεί μέχρι σήμερα.
Μέχρι να φτάσουμε στις αρχές του 21ου αιώνα, θα τον βρούμε να ηχογραφεί αρκετούς δίσκους, με σημαντικότερο ίσως το Procession Of The Great Ancestry (Chief, 1989), όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα ως δημιουργικό κόνσεπτ ο αναστοχασμός πάνω σε πτυχές της ιστορίας. Δεν διστάζει μάλιστα να αφήσει το πολύ avant-garde χάριν περισσότερο συγκεκριμένων μουσικών δομών, όπως λ.χ. τα μπλουζ: η σύνθεση που αφιερώνει σ’ έναν από τους πρώτους μαύρους ακτιβιστές, τον David Walker (“Who Killed David Walker?”) συνδυάζει αμφότερα τα ζητούμενα. Μια άλλη «περίεργη» ίσως κίνηση για έναν μουσικό της ριζοσπαστικής τζαζ ήταν το tribute στον Miles Davis (και μάλιστα στις περισσότερο στις fusion ημέρες του), για το οποίο συνέπραξε με τον κιθαρίστα Henry Kaiser. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1998, λεγόταν Yo Miles! και οδήγησε στη δημιουργία ενός ακόμα σχήματος με το ίδιο όνομα, το οποίο έδωσε ακόμα δύο κυκλοφορίες, το 2004 και το 2005.
{youtube}EEwP4amqjNE{/youtube}
Το 1996, απ’ την άλλη, εγκαινιάζεται με τον δίσκο Tao-Njia η συνεργασία του Smith με την Tzadik. Επιλογή ταιριαστή, καθώς εκτός της αγάπης τους για την ελεύθερη τζαζ, Smith και Zorn μοιράζονται και μια κοινή τάση προς τον μυστικισμό. Μέχρι το 2004, η παρουσία του Smith στη Tzadik θα είναι διαρκής, γράφοντας καμιά δεκαριά δίσκους, μεταξύ αυτών και δύο στα πλαίσια των Masada. Εκεί κυκλοφορεί (το 2000) και ο πρώτος –ομώνυμος– δίσκος των Golden Quartet, με το συγκρότημα τότε να αποτελείται από τον Malachi Favors Magoustous στο μπάσο, τον Jack DeJohnette στα τύμπανα, τον Anthony Davis στο πιάνο και βεβαίως τον ίδιο τον Smith στην τρομπέτα. Δύο χρόνια αργότερα, συνεργάζεται με την Ikue Mori και άλλους «κομπιουτεράδες», γράφοντας έναν δίσκο κατ’ ουσίαν ηλεκτρονικής μουσικής (το Luminous Axe), με την τρομπέτα του να είναι το μόνο φυσικό όργανο. Από το 2004 και δώθε, οι κυκλοφορίες του στη Tzadik είναι δύο, ένα εξαιρετικό ντουέτο με τον Jack DeJohnette, το America (2009) και η φετινή του συνεργασία με τους John Zorn & George Lewis υπό τον τίτλο Sonic Rivers.
Μιλώντας για τα σταθερά γκρουπ που χρησιμοποιεί ο Leo Smith, εκτός των Golden Quartet δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε και τους Organic, μια 9μελή ορχήστρα με την οποία φέρνει στα δικά του μέτρα τον ηλεκτρισμό του fusion. Μια ορχήστρα στην οποία εντάσσει 4 κιθάρες (μεταξύ τους κι εκείνη του Nels Cline), 1 τσέλο (την εξαιρετική Okkyung Lee), 2 μπάσα, 1 σετ ντραμς και την τρομπέτα του. Το δεύτερο μέρος του διπλού λάιβ LP Spiritual Dimensions (Cuneiform, 2010), είναι μάλλον η καλύτερη αποτύπωση των Organic.
{youtube}t0as0UUNUpU{/youtube}
Ένα ακόμα εξαιρετικό σχήμα του Smith είναι οι Mbira, ένα σχήμα που –κατά δήλωση του ιδίου– κρατάει από τη μουσική παράδοση της Ζιμπάμπουε, εκφραζόμενη μέσα σε ένα «σύγχρονο πλαίσιο», το οποίο όμως έχει σαν χαρακτηριστικό ένα παραδοσιακό όργανο από την Κίνα, το pipa. Ένα εξαιρετικό τρίο που εξερευνά κι αυτό την μυστικιστική πλευρά του Smith, δίνοντας έναν δίσκο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Dark Lady Of The Sonnets· τον κυκλοφόρησε στο εκλεκτικό φινλανδικό label της TUM.
Φθάνοντας στο σήμερα, οφείλουμε βέβαια μια στάση στο Ten Freedom Summers (Cuneiform, 2012), όχι μόνο γιατί αυτό θα μας παρουσιάσει το ερχόμενο Σάββατο ο Smith στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, αλλά και επειδή ο τετραπλός τούτος δίσκος είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας η οποία ξεκίνησε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 (αν και πιο εντατικά, νομίζω, υλοποιήθηκε απ’ το 2000 κι έπειτα). Συν τοις άλλοις, είναι η επιτομή της προσέγγισης του Smith, από αρκετές απόψεις. Κατά πρώτον γιατί δείχνει την ικανότητά του να αξιοποιεί μουσικά ένα δεδομένο κόνσεπτ –να υποτάσσει τις νότες και τις πλούσιες διακυμάνσεις της μουσικής του στην ιδέα που τη στηρίζει, υπό μία έννοια να θεωρητικοποιεί (ο ίδιος χρησιμοποιεί τον πιο πετυχημένο αγγλικό όρο conseptualize) τη μουσική του, δίνοντάς της έτσι μια συνταρακτική δυναμική. Κατά δεύτερον, γιατί επιδεικνύει με τον πιο επιτυχημένο τρόπο μια τάση –πρόδηλη την τελευταία δεκαετία, αλλά νομίζω διαρκή μέσα στον χρόνο– να αναμειγνύει την ελεύθερη τζαζ με την κλασική μουσική, μέσα σε δομές στις οποίες συνυπάρχουν η σύνθεση και ο αυτοσχεδιασμός.
Με το Ten Freedom Summers ο Wadada Leo Smith κατακύρωσε και κάτι ακόμα: ότι τα τελευταία χρόνια θα πρέπει να θεωρούνται τα πλέον δημιουργικά μιας ούτως ή άλλως αξιοπρόσεκτης πορείας. Διότι δείχνει περισσότερο ικανός να υλοποιήσει μακρόπνοα και απαιτητικά πρότζεκτ, έχοντας αφομοιώσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό όλες τις διαφορετικές διακλαδώσεις στις οποίες τον οδήγησε εκείνη η σχεδόν έμφυτη περιέργειά του. Ας σημειωθούν στους αξιοπρόσεκτους δίσκους των τελευταίων ετών, δύο ακόμα που εξέδωσε στην TUM, το Occupy The World (2013) και το φετινό The Great Lake Suites, καθώς επίσης και το όμορφο ντουέτο με την πιανίστρια Angelica Sanchez (κατά καιρούς μέλος των Golden Quartet) στην πορτογαλική Clean Feed, τον δίσκο Twine Forest.
Με πολλές –αναπόφευκτες μάλλον– παραλείψεις, νομίζω πως καλύψαμε αρκετό έδαφος. Κλείνοντας και υπό μία έννοια συνοψίζοντας (έστω και καθ’ υπερβολή) τη φιλοσοφημένη προσέγγιση του Wadada Leo Smith, θα μπορούσαμε να κλείσουμε με μια φράση που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στη Guardian για να χαρακτηρίσει τα μπλουζ του μεγάλου Robert Johnson: «that’s as heavy as Nietzsche talking about life and death».
{youtube}RFvCjG1wAxc{/youtube}