Διαθέτοντας στην κεφαλή ένα από τα πιο απίθανα sex symbols και fashion icons που έχει ποτέ προβάλλει περήφανα η Μ. Βρετανία, οι Pulp στιγμάτισαν την ποπ πλευρά των 90s. Αρκούσαν μερικοί από τους καλύτερους στίχους της ποπ, το γεγονός ότι η μπάντα αποτελείτο από πραγματικά σπουδαίους live performers, που έκαναν τα outsider anthems ύμνους και επί σκηνής και μερικές θανατηφόρες χορευτικές ποπ εξάρσεις με έντονο το ρετρό στοιχείο, τα πλήκτρα, τις συγκρατημένες κιθάρες και τη χαρακτηριστική ερμηνεία του Jarvis, με βαθιές αναπνοές, θεατρικότατο τραγούδι, προφορά που τόνιζε σωστά τις λέξεις, κι έκανε τα ερωτικά τρίγωνα, τις βρώμικες σχέσεις, τις ειλικρινείς εξομολογήσεις, αλλά και την πάσης φύσεως -κοινωνική, οικονομική- ισότητα εξίσου σημαντικά. Όπως δηλαδή ήταν και είναι για τον καθημερινό άνθρωπο. Όλα μέρος της ιδιοσυγκρασίας, των αδυναμιών, της χαράς και των προβλημάτων. Όλα αυτα τα στοιχεία, κάπου στις αρχές των 90s έκαναν την μπάντα αυτή σημαντική και εξαιρετικά δημοφιλή στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η συλλογή "Hits" επιχειρεί να συγκεντρώσει τις κυριότερες και πιο επιτυχημένες εμπορικά εμπνεύσεις τους, από τα πιο δημιουργικά τους χρόνια, αυτά του τέλους των ηχογραφήσεων για την ανεξάρτητη Gift και αυτών στην Island, κλείνοντας έτσι ένα μεγάλο κεφάλαιο που ίσως αργήσει να ξανανοίξει.
Πάντως, αν και τους γνωρίσαμε οι περισσότεροι γύρω στο 1993, οι Pulp είχαν ήδη 15 χρόνια στην πλάτη τους. Σχηματίστηκαν από τον Jarvis Cocker το 1978, σε ηλικία μάλιστα 15 ετών και παρέμειναν για μια ντουζίνα χρόνια γνωστοί μόνο σε ένα στενό κύκλο που σίγουρα δεν ξεπερνούσε τα στενά όρια της πόλης τους. Οι αυθεντικοί Arabicus Pulp, όπως ονομάζονταν για τον πρώτο χρόνο, ήταν σχολιαρόπαιδα που δεν έκαναν τίποτε άλλο από την πλάκα τους, προσπαθώντας να βγάλουν κάτι έστω αξιόλογο από αυτό. Κάτι που φάνηκε, όταν τρία χρόνια από τη γέννησή τους, είχαν την ευκαιρία του Peel Session, μα δεν έμελλε αυτή να τους βγάλει στο stardom της χώρας τους, κι έτσι άφησαν μόνο τον έρμο Jarvis να επιμένει για κάτι που πραγματικά πίστευε.
Η μπάντα ξανασχηματίστηκε με άλλα μέλη, δούλεψε, αλλά έπρεπε να περιμένει τη χρονιά 1992, όταν και η ίδια είχε κατασταλλάξει ηχητικά κι έφτιαχνε πλέον ολοκληρωμένες συνθέσεις που έντυνε με ξεχωριστούς ήχους. Το album "Separations" κυκλοφόρησε το 1992 και αποτέλεσε την απαρχή του εμπορικού και καλλιτεχνικού breakthrough τους, αφού το μίγμα pop/glam και disco/χορευτικής μουσικής που άρχισαν να τελειοποιούν στο επόμενο album τότε πρωτοσχηματιζόταν εμφανώς, αλλά και με γοητευτικά χαρακτηριστικά. Χωρίς να αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο σαν σύνολο, περιείχε μερικές αξιόλογες μεμονωμένες καταθέσεις, όπως το "My Legendary Girlfriend", κομμάτι που βρέθηκε στην θέση του Single of the Week στο NME, κι έστρεψε τα φώτα πάνω τους.
Τα singles που ακολούθησαν και η μεταπήδησή τους σε μεγάλη εταιρία (Island) ήταν αρκετά για να δοθεί το απαιραίτητο hype στην επόμενή τους δουλειά. Το "His and Hers", που κυκλοφόρησε το 1994, μετάλλασσε οριστικά την πρώιμη post-punk ενέργειά τους σε μια γκλαμουράτη, disco-friendly pop. Συνθετικοί ήχοι και ρυθμοί χορευτικοί, όχι μακριά από το φωτεινό βρετανικό ποπ χρώμα της εποχής, αλλά και τη μανία για τα πρώιμα 70s, έκλειναν τις ανασφάλειες του Jarvis Cocker κι αποτελούσαν το όχημα για να ξεστομίσει πρωτότυπους στίχους. Φετιχιστής, ερωτικός, loser, αλλά και απόλυτα ειλικρινής ήταν ο Jarvis, αφήνοντας περιθώρια στο κοινό να τον λατρέψει απεριόριστα, και για διαφορετικούς λόγους, μα και στα tabloids να βγάλουν κι εκείνα το ψωμάκι τους. Το "Joyriders" πάντως άνοιγε με τους super στίχους του ("Hey you - you in the Jesus sandals / Would you like to come over and watch some vandals / Smashing up someone's home?") ένα album που τους έφερε για τα καλά στο προσκήνιο, μετά βέβαια και από τα singles που προώθησε (ευτυχώς) κατάλληλα το ΝΜΕ, και μαζί με τα "Have You Seen Her Lately?", "She's A Lady", "Lipgloss", "Babies", "Do You Remember The First Time" (με το καλύτερο ρεφρέν τους, αλλά και ένα μοναδικό highlight στις ζωντανές εμφανίσεις τους) έφτιαχναν ένα album που λίγο απείχε από την τελειότητα του επόμενου, "Different Class". Να σημειώσουμε ότι στο "Hits" περιλαμβάνονται τα τρία τελευταία, μαζί με το εκρηκτικό single "Razzmatazz" που είχε προηγηθεί.
Τον Αύγουστο 1994 έκανε το ντεμπούτο του live ένα νέο κομμάτι, με τίτλο 'Common People' κι εννιά μήνες αργότερα κυκλοφορούσε ως πρώτο single από το 'Different Class'. Hδη όμως οι Pulp ήταν οι μεγάλοι stars της εποχής τους και το follow-up δεν θα τους επιτρεπόταν να ήταν τίποτα λιγότερο από αριστούργημα. Δεν χάλασαν λοιπόν το χατήρι κόσμου και κριτικών και μας χάρισαν το κορυφαίο τους album. H συνθετική θεατρική ποπ, βουτηγμένη στο glitz, απαλλαγμένη εδώ και καιρό από τα ερωτικά της ταμπού, παράλληλα σεξουαλικά παθιασμένη, αλλά και προβληματισμένη για θέματα όπως η κοινωνική θέση, ήταν στα καλύτερά της. Ο κόσμος των outsiders και της απέχθειας για την υποκρισία, η εναλλακτική θέση που περνά πραγματικά στο mainstream ως περήφανη στάση ζωής έγιναν για μια χρονιά συνθήματα, καθώς το "Mis-Shapes" μας επεσήμανε φωναχτά: "We don't look the same as you / And we don't do the things you do". Το εκρηκτικό "Common People", αλλά και τα "Sorted For E's & Whizz" και "Disco 2000", όπου η παρουσία του φαντάσματος του David Bowie ήταν άκρως δημιουργική, μαζί με το πιο ήπιο κι ατμοσφαιρικό "Something Changed", που ακολούθησε κράτησαν το album ψηλά στα charts το μεγαλύτερο διάστημα του 1996, ενώ στο τέλος κέρδισε και το Mercury Music Prize. Εδώ περιλαμβάνονται τα τέσσερα από τα πέντε προαναφερόμενα -για λόγους που δεν αντιλαμβανόμαστε λείπει το "Mis-Shapes".
Η επιστροφή με το "πιο δύσκολο τρίτο album" δεν θα ήταν αυτή που θα λάτρευαν οι fans. Τι να κάνουμε όμως που πετυχαίνουμε τον Jarvis στη φάση που δεν μπορεί πια να γράψει ανθεμικά, χορευτικά κομμάτια, όταν η ψυχοσύνθεσή του του επιβάλλει να αφοσιωθεί σε πιο κλειστοφοβικές και ενδόμυχα φοβισμένες, φωναχτές εξομολογήσεις, "με τον ήχο της μοναξιάς στο 10", όπως τραγουδάει/παραδέχεται και ευθέως. Μια μοιάζει κατασταλλαγμένος και πιο ώριμος, μια εν πλήρη σύγχυσει, προσπαθώντας να βρει την ουσία πέρα από την επιφάνεια και το lifestyle που ο καθένας στήνει. Εξακολουθεί να λατρεύει τους Roxy Music και τον Bowie, να ξεσκονίζει τους T-Rex, αλλά πλέον να επιδίδεται σε πιο film-noir επενδύσεις, αλλά και λιγότερο άμεσες αναπτύξεις που με τίποτα πλέον δεν θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν τα πλήθη σε ένα indie-pop κλαμπ. Το πρώτο single, "Help The Aged", ήταν γλυκό, αλλά κάποια στιγμή άρχισε να μας ακούγεται και με λίγο αλάτι μαζί, ενώ το ατμοσφαιρικό επικο/μελω "This Is Hardcore" τα πράγματα ήταν σαφώς ανώτερα, με περισσότερη όμως προσοχή. Το "A Little Soul", που επίσης περιλαμβάνεται στο "Hits" ήταν μια πλήρως accessible μπαλλάντα που ξέφευγε κάπως, ενώ η disco/glam pop του "Party Hard" μας έδειχνε ότι ακόμα και οι party στιγμές τους ήταν διαφοροποιημένες, στο νέο, πιο σκοτεινό κλίμα.
Όταν φτάσαμε στην τελευταία τους δουλειά ("We Love Life"), τα πράγματα είχαν διαφοροποιηθεί ακόμη μια φορά, με μια λογική όμως εξέλιξη που έτσι κι αλλιώς παρατηρείται από δίσκο σε δίσκο τους. Είμαστε ενήμεροι πλέον ότι ο Jarvis δεν περνά τη μέρα του ονειροπολώντας και σκεπτόμενος κορίτσια, όμως ακόμη κι αν είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε, γνωρίζοντας και το μεγάλο ατού, που πλέον είναι και το μεγαλοπρεπές χρίσμα του Walker (η πρώτη φορά που έκανε παραγωγή για κάποιον άλλο πλην του εαυτού του), το αποτέλεσμα μας αφήνει κάπως αμήχανους. Και όχι μόνο εμάς -και το σύνολο του υπόλοιπου Τύπου, και το κοινό, ακόμη και την εταιρία. Εδώ βρίσκονται τρία από τα κομμάτια που ξεχώρισαν. Το πρώτο είναι το συμπαθητικό "The Trees" και το δεύτερο είναι το πιο έξυπνο και σαρκαστικό κομμάτι του album, το "Bad Cover Version": Η πρώην του Cocker έχει βρεί νέο έρωτα, και την προειδοποιεί οτι η κακή διασκευασμένη έκδοση του έρωτα ποτε δεν θα φτάσει την αυθεντική, ενώ η λίστα των απογοητεύσεών του που παραθέτει (τα επεισόδια του Tom & Jerry όταν μιλούσαν, οι Rolling Stones από τα 80's), είναι άκρως απολαυστική. Το τραγούδι ενσωματώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που λατρέψαμε στους Pulp, ίσως όμως όχι με τόσο δυνατή σύνθεση. Το τρίτο κομμάτι που ξεχώρισε δικαίως από ένα αξιοπρεπές album ήταν το "Sunrise" -κατά τη γνώμη μας, η κορυφαία στιγμή του και σαφώς από τις καλύτερες της καριέρας τους. Τα φώτα αναμένα, αλλά το κλίμα βαρύ, τα στρώματα ήχου έρχονται ένα ένα, οι κιθάρες προθερμαίνονται πριν ξεσπάσουν όλες μαζί με το σύνθημα των drums, τα γυναικεία χορωδιακά "ααα" και οι δραματικές κορυφώσεις κι εναλλαγές είναι ρυθμισμένα από τον κύριο Walker στην εντέλεια. Πρόκειται για ένα πραγματικό ταξίδι, που σώζει από μόνο του το album. Όσο για το νέο κομμάτι, "Last Day Of The Miners’ Strike", που κλείνει τη συλλογή, είναι μια αργόσυρτη, απλώς αξιοπρεπής στιγμή ελλιπούς έμπνευσης που σίγουρα δεν είναι στα καλύτερά τους -με τόσο δυνατό κατάλογο και απουσίες.
Το "Hits" πάντως είναι ακριβώς ότι υπόσχεται, πέρα από κάποιες παρατηρήσεις που επισημάναμε, κι αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να θεωρήσει κανείς ξανά σε κάτι λιγότερο από τα 74 λεπτά ενός cd, μια σημαντική μουσική και στυλιστική πορεία με αναμνήσεις, διαπιστώνοντας, με τη συγκριτική ευχέρεια που του παρέχει η δομή του, την εξέλιξη, αλλά και την τελική συνθετική -και όχι μόνο- αμηχανία της μπάντας που κάποτε κάθε single της αποτελούσε ένα μικρό ύμνο. Με το μέλλον τους να είναι σκοτεινό πλέον, καθώς ο Jarvis δηλώνει πρόθυμος να ανακαλύψει και άλλα πράγματα, σε προσωπικό καταρχήν επίπεδο κι έπειτα ίσως και σε μουσικό, η συγκεκριμένη συλλογή αποτελεί προφανώς κι ένα μικρό κύκνειο άσμα, όχι μόνο στην Island, αλλά και γενικότερα. Ίσως το μικρό η μεγάλο αυτό διάλειμμα να αποτελέσει την απαρχή για κάτι αληθινά εμπνευσμένο, αν όχι σαν εκείνο που μας έστελνε μονομιάς στη στρατόσφαιρα κι έκανε τα βρετανοκόριτσα να δίνουν τα πάντα για μια νύχτα με ένα γοητευτικό loser (τα χρόνια άλλωστε πέρασαν ανεπιστρεπτί), τουλάχιστον διαφορετικό και αντάξιο του μεγάλου ταλέντου.