Οι Wilco ξεπήδησαν από τις στάχτες των Uncle Tupelo που διαλύθηκαν το 1994. Ο ένας εκ των δύο βασικών πόλων τoυ group, Jay Farrar, σχημάτισε τους Son Volt και ο δημιουργικός συνεργάτης του Jeff Tweedy έφτιαξε τους Wilco -μαζί με τα υπόλοιπα μέλη- και το 1995 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους, A.M..
Ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα το αρκετά διαφορετικό και πιο πλούσιο ηχητικά και σε επιρροές διπλό Being There, με σαφή pop στροφή. Το 1998 συνεργάστηκαν με τον Billy Bragg στο "Mermaid Avenue", βασισμένο σε στίχους που γράφτηκαν από τον Αμερικανό θρύλο Woody Guthrie και ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το "Summer Teeth", του οποίου οι χαμηλές πωλήσεις δημιούργησαν τριγμούς στη σχέση τους με τη Reprise, label της Warner.
To 2000 κυκλοφόρησαν το "Mermaid Avenue, Vol. 2", τη συνέχεια της ιδιότυπης συνεργασίας τους με τον Billy Bragg και αμέσως μετά εγκατέλειψε το σχήμα ο drummer Ken Coomer. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του album που εξετάζουμε, αποχώρησε και ο κιθαρίστας Jay Bennett, ενώ οι τριγμοί με την εταιρία άρχισαν να γίνονται πιο έντονοι, καθώς τους ζητούσαν να φτιάξουν ένα πιο "εμπορικό" album.
Τελικά οι ίδιοι, όπως έχουμε πει κατ'επανάληψη από τα νέα μας, αγόρασαν από την Reprise και τη Warber έναντι 50.000 δολλαρίων, τα studio tapes που είχαν ολοκληρώσει, πήραν το κουβαδάκι τους και έψαξαν για άλλη παραλία. Βρέθηκαν τελικά με συμβόλαιο από την Nonesuch Records, η οποία -τι ειρωνεία- αγοράστηκε από τη Warner.
A.M. (1995)
Η πρώτη δουλειά των Wilco με τίτλο A.M. ήταν ένα από τα σίγουρα κομμάτια της συλλογής για κάθε λάτρη της alt-country και μπορεί ηχητικά να θεωρηθεί και ως το τέλειο follow-up στον τελευταίο δίσκο των Uncle Tupelo, Anodyne.
Με κάποια catchy κομμάτια όπως το "I Must Be High", αλλά και απλά ενδιαφέρουσες στιγμές, το A.M. είναι γεμάτο από την αθωότητα, το ρομαντισμό, την απλότητα που χαρακτηρίζει τον Jeff Tweedy.
Οι Wilco είναι λιγότερο dark απ'ότι οι Uncle Tupelo, βέβαια, πιο ακουστικοί, με γλυκόπικρες μπαλλάντες και ισόποσες δόσεις από Tom Petty, Bruce Cockburn, Neil Young και φυσικά ...The Replacements.
Όργανα όπως το μαντολίνο και το banjo χρωματίζουν τις συνήθως μινιμαλιστικές, standard, alt.country δομές και τους καθαρά country στίχους (όπως "You're going to make me spill my beer, if you don't learn how to steer"). Το ποτό, οι βόλτες με τα αυτοκίνητα, οι δακρύβρεχτοι χωρισμοί γίνονται αρχικά το επίκεντρο των στίχων τους που συνοδεύουν θαυμάσια τις απλές κιθαριστικές μελωδίες. - Στέλιος Κανελλάκης
6
Being There (1996)
Ένα χρόνο αργότερα από το ντεμπούτο τους, οι Wilco επανέρχονται με μια εντελώς διαφορετική ηχητική και όχι μόνο προσέγγιση και κυρίως με το δείκτη της φιλοδοξίας να αγγίζει το κόκκινο, καθώς το album κυκλοφορεί ως διπλό cd (παρά την 80λεπτη περίπου διάρκειά του).
Στο Being There βρίσκονται 19 κομμάτια, αρκετά διαφορετικά από την πρώτη τους δισκογραφική δουλειά. Κομμάτια που φλερτάρουν με το "ορθόδοξο" rock ("Monday", "Outta Site (Outta Mind)", "I Got you"), αλλά και πιο μελωδικές και εσωστρεφείς στιγμές ("Far, Far Away", Red-Eyed and Blue", "Sunken Treasure").
Οι λάτρεις των Uncle Tupelo θα βρουν τα δικά τους αγαπημένα στα "Forget the flowers" και "Someday Soon", αλλά σε αντίθεση με τις κιθαριστικές/country συνθέσεις του ντεμπούτο, εδώ έχουμε Beach Boys στουντιακά κόλπα, αγάπη για τα late '60s και φανερή τη συνθετική γραφή των Rolling Stones.
Ουσιαστικά το Being There δεν καταλήγει πουθενά. Και δεν το επιδιώκει άλλωστε. Είναι η έναρξη του ταξιδιού του Jeff Tweedy προς κάτι ολόδικό του, με σεβασμό στην αμερικανική παράδοση. Με έξυπνους στίχους αυτή τη φορά, αλλά και μια υπνωτική δύναμη να διαπερνά το σύνολο των τραγουδιών, υποβοηθούμενη από την εκφραστικότητα του Tweedy.
Για πολλούς, το Being There αποτελεί την κορυφαία δουλειά των Wilco. Για άλλους, μια απλά καλή στιγμή. Κατά τη δική μας γνώμη, το πρώτο δισκάκι και μερικά από το δεύτερο θα συνέθεταν ένα απίστευτα χορταστικό album. Όπως και να ΄χει, το Being There αποτελεί μία ευφάνταστη διπλή μουσική πράξη, από αυτές που σημάδεψαν και τους ίδιους και τους οπαδούς της λεγόμενης alt.country. Το επόμενο δικό τους album (το Summer Teeth) θα προχωρούσε ακόμα περισσότερο, πετώντας μακριά τον τίτλο... - Τάσος Βογιατζής
8
Mermaid Avenue (1998)
Δύο χρόνια μετά το Being There ήρθε η συνεργασία με τον βρετανό folk τραγουδοποιό Billy Bragg, ένα tribute ίσως στον μεγαλύτερο αμερικανικό στιχουργό και folk συνθέτη, τον Woody Guthrie (1912-1967). Ο τελευταίος έγραψε περισσότερα από 2000 τραγούδια, αλλά ηχογράφησε μόνο μερικά από αυτά. Πολλά μάλιστα δεν είχαν καν μουσική, κι έτσι με την παρότρυνση της Nora Guthrie, της κόρης του folk θρύλου, ο Billy Bragg έγραψε τη μουσικά σε μερικά από τα μη κυκλοφορηθέντα στιχάκια του και μαζί με τους Wilco (και τη μικρή συμμετοχή της Natalie Merchant) τα ηχογράφησε στο Mermaid Avenue.
Το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικά τραγούδια γεμάτα από την αμερικανική country παράδοση και τη βρετανική folk, από απαλές μπαλλάντες σαν το πανέμορφο "One By One" και το uptempo country "Hesitating Beauty".
Τα "Eisler On The Go" και "The Unwelcome Guest" είναι δύο ακόμα highlights ενός δίσκου σπάνιας ομορφιάς, στιχουργικής και συνθετικής. Κυριολεκτικά ο Woody Guthrie θα ένιωθε περήφανος στο άκουσμα του προϊόντος αυτής της συνεργασίας.
Τα τραγούδια αυτά ξεχωρίζουν κυρίως την χιουμοριστική και ρομαντική του πλευρά του στιχουργού, μαζί με το καυστικό κοινωνικό του μάτι. Χαρακτηριστικο παράδειγμα το "The Unwelcome Guest", το τελευταίο και καλύτερο τραγούδι του δίσκου που αναφέρεται στην ιστορία ενός κλέφτη που προσπαθεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του στο άλογό του, αναφέροντας ότι κλέβει "πλούσια" θύματα που απέκτησαν τα λεφτά τους "by stealing and lying and gambling"... - Στέλιος Κανελλάκης
8
Summer Teeth (1999)
Πάθος, βία, εξάρτηση, απελπισία. Χαρά για αντίθεση. Μεγαλοπρεπής μελαγχολία μετά. Οι Wilco ωριμάζουν για τα καλά και μας παραδίδουν πλέον όλο και πιο σημαντικές δουλειές, από όλες τις απόψεις. Ηχητικά, συνθετικά και στιχουργικά, τα πάντα είναι A'class.
Μαζί με τον Tweedy, έρχεται και ο πολυτάλαντος Jay Bennett πλέον στο προσκήνιο, αποτελώντας το νο.2 της μπάντας και χρωματίζοντας με το δικό του τρόπο τον ήχο -άλλωστε παίζει πολλά διαφορετικά όργανα. Επί της ουσίας, σε ένα μελαγχολικό σκηνικό, με ...καταθλιπτικούς πολλές φορές στίχους, μαλακώνει το mood με αναλογικά 60s πλήκτρα. E-bow κιθάρες μαζί με synthesizers φτιάχνουν ένα ιδιότυπο, κατά βάση εσωστρεφές ποπ ηχητικό σύνολο, που τους διαφοροποιεί ακόμη περισσότερο από το παρελθόν τους.
Οι δεσμοί με τους Uncle Tupelo μετά βίας διακρίνονται (στο "We're Just Friends" ας πούμε...) και η pop του McCartney, μαζί με τη γραφή του Keith Richards και τα κόλπα του Brian Wilson επικρατούν (ειδικά το Pieholden Suite θυμίζει την νοσταλγική χροιά των Beach Boys με τις αρμονίες του) και συνυπάρχουν μαζί με λούπες και samples και μια γερή δόση από Beck. Ο τόνος, τέλος, είναι εν γένει χαμηλός, αλλά υπάρχει και πάλι αυτή η μίξη χαμηλότονων ποπ συνθέσεων με υποτυπώδη rockers.
Το Summer Teeth είναι ένα ποπ διαμαντάκι που αξίζει να κοσμεί τη δισκοθήκη μας... - Τάσος Βογιατζής
8
Wilco - Mermaid Avenue ΙΙ (2000)
Το δεύτερο μέρος της συνεργασίας με τον Billy Bragg δεν φτάνει δυστυχώς τη συνεκτικότητα και γενικότερα την αξία της πρώτης, κάτι που σημαίνει ότι αυτή τη φορά η χημεία του με τους Wilco δεν απέδωσε ανάλογης αξίας αποτελέσματα. Παρ'όλ'αυτά μια προσεκτικότερη ματιά αποδεικνύει ότι η συνεισφορά πλέον των Wilco στο δημιουργικό τομέα είναι πολύ μεγαλύτερη και ίσως και στα δυνατά σημεία του album.
Από το II ξεχωρίζουν τραγούδια όπως το "Airline To Heaven" (αλα Tom Petty), το bluesy "Αgainst Th’ Law", το "Joe Dimaggio Done It Again", όπου Tweedy και Wilco επιδίδονται σε ένα παλιομοδίτικο bluegrass/country παιχνίδι, το μελαγχολικό και ρομαντικό "Remember the Mountain Bed" που αποτελείται από εννιά στροφές.
Μικρή εμφάνιση κάνει και πάλι η Natalie Merchant τραγουδώντας το χαμηλόφωνο "I Was Born". Το ηχητικό στίγμα είναι βέβαια η folk/pop.
Οι στίχοι και πάλι είναι βέβαια το δυνατό σημείο. "I learned the reason why man must work and how to dream big dreams / To conquer time and space and fight the rivers and the seas / I stand here filled with my emptiness now and look at the city and land / And I know why farms and cities are built by hot, warm, nervous hands", για να πάρουμε ένα μικρό δείγμα.
Ουσιαστικά όμως στο ΙΙ κυριαρχούν τα πιο πολιτικοποιημένα τραγούδια του Guthrie, αυτά της δύναμης εναντίον των κάθε είδους εκμεταλλευτών, σε ένα κλίμα (εποχής) που χρειάζεται τον σαφή διαχωρισμό "άσπρο-μαύρο", "εμείς-αυτοί" για να εμπνεύσει. - Στέλιος Κανελλάκης
6
Yankee Hotel Foxtrot (2002)
Είναι απορίας άξιον πως το Yankee Hotel Foxtrot μπορεί να ακουστεί ακόμα και από τα αυτιά ενός αδαή και να μη συγκινήσει, έστω να μην κινήσει το ενδιαφέρον. Κι όμως, τα τσακάλια της Reprise, έστω και την ύστατη στιγμή των διαφωνιών με το group για τον ήχο, το άφησαν να φύγει μέσα από τα δικά τους χέρια, μέσα από ιστορία χιλιοειπωμένη.
Είναι μινιμαλιστικό, παραδίδοντας μαθήματα στυλιστικής οικονομίας, ιδεών και λειτουργικότητας, από τον master του είδους Jim O Rourke. Είναι δυνατό στιχουργικά και συνθετικά, με 11 top τραγούδια, που είναι επιπλέον και πιασάρικα. Δεν είναι λοιπόν και δύσκολο. Ίσως δεν έχει σχέση με το κόλλημα που έχουν οι Αμερικανοί με το "Being There", το δεύτερο album των Wilco που θεωρούν ακόμα αξεπέραστο, κι αυτό να ήταν που μέτρησε. Οι Wilco όμως έχουν ξεφύγει προ πολλού και φεύγουν ακόμα πιο μακριά από το "Summerteeth" προς τον κόσμο της ευρηματικής, σύγχρονης pop. Ένα πεδίο που δύσκολα μπορεί κανείς απάτητα σημεία, κι όμως οι Wilco, χωρίς καμία διάθεση εντυπωσιασμού, το εξερευνούν φέρνοντας μια ανέλπιστη φρεσκάδα.
Το album ανοίγει το εντυπωσιακό στην παραγωγή του "I am Trying to Break Your Heart", ένα κομμάτι που περιλαμβάνει feedback κιθάρα, fuzzy μπέρδεμα, τεμαχισμένα πλήκτρα, καμπανάκια και τον Tweedy να τραγουδά (σαν από όνειρο) με απελπισία στίχους όπως: "I always thought that if I held you tightly / You'd always love me like you did back then"...
Aμέσως μετά ακούμε το uptempo "Kamera" που φέρνει στο μυαλό την τραγουδοποιία του Elliot Smith και στη συνέχεια οι τόνοι πέφτουν επικίνδυνα στο "Radio Cure" για να επανέλθουν με το αρκετά catchy και γρήγορο "War on War". Ακολουθεί το απίστευτο, νοχταλγικό, "Jesus, Etc", βασισμένο στο πιάνο και μια απόμακρη pedal-steel κιθάρα, ένα κομμάτι που και τι δεν θα έδινε ο Neil Finn για να είχε γράψει.
H συνέχεια με το πιο uptempo και πιασάρικο "Heavy Metal Drummer", σε ένα σύννεφο από synthesizers και maracas που τυλίγονται σφιχτά γύρω από ένα γρήγορο drumbeat. Πρόκειται για μια θαυμάσια καλοκαιρινή βόλτα στην εφηβεία, τον καλοκαιρινό έρωτα, το rock 'n' roll, μια περιγραφή στιγμών του παρελθόντος με την μπάντα να παίζει "Kiss covers / Beautiful and stoned"...
Το κλίμα αλλάζει με το "I'm the Man Who Loves You", ποπ με δυνατή lead κιθάρα να μπαίνει και να εξαφανίζεται και horn section. Ορθόδοξη σύζευξη Beck και Beatles που παραδίδει τη σκυτάλη σε άλλο ένα αξιολάτρευτο country rock κιθαριστικό κομματάκι ("Pot Kettle Black"), για να φτάσουμε στο "Poor Places", μια ορχηστρική-ποπ μπαλλάντα που καταλήγει σε ένα έξυπνο κυκλώνα θορύβου. Λίγο πριν το τέλος έρχεται το ψυχεδελικό ταξίδι που έχει τίτλο "Reservations" και το κλείσιμο φέρνει την αέρινη αίσθηση που αφήνει το ελεγειακό "Ashes of American Flags", προκαλώντας τελικά τη μετρονομία να υποχωρήσει χάριν ενός αχανούς επιλόγου...
Μπροστά στη θολούρα αλλά και την απλότητα του Yankee Hotel Foxtrot, το Summerteeth μοιάζει αρκούντως καλογυαλισμένο. Τα κομμάτια του παρόντος album έχουν συμβαστική δομή, είναι γεννημένα στην ακουστική κιθάρα του Tweedy, με κουπλέ και ρεφρέν, ευδιάκριτες και εντέλει αξιαγάπητες μελωδίες που όμως δεν αυτοεγκλωβίζονται. Οι noisy ενορχηστρώσεις, η ευφάνταστη παραγωγή, το buzz τον πλήκτρων, το feedback που χρησιμοποιείται για την ατμόσφαιρα, τα όργανα που χρησιμοποιούνται όταν και όσο πρέπει, η εξαιρετική, κλειστοφοβική ή χαρούμενη όταν πρέπει ερμηνεία του εκφραστικότατου Tweedy, οι στίχοι (τον απασχολεί η διαστρέβλωση των μηνυμάτων της αγάπης από τις μεγάλες αποστάσεις, όπως χάνεται το ραδιοφωνικό σήμα σε μια εκπομπή...), η συναισθηματική και εγκεφαλική απήχηση που έχουν τα τραγούδια του, όλα δένουν με το στέρεο μελωδικό υπέδαφος και συνθέτουν ένα σουρεαλιστικό ταξίδι στη σύγχρονη ποπ που πρέπει να βρίσκεται σε κάθε δισκοθήκη.
Να λοιπόν τι σηματοδοτεί το "Yankee Hotel Foxtrot": Μια απτή φρέσκια, αμερικάνικη ποπ πρόταση για το παρόν, ένα σημαντικό λιθαράκι στον αέναο κύκλο του καλού τραγουδιού, αλλά και μια μπάντα που αποκτά πλέον (με τη σταδιακή εξέλιξή της) το χαρακτηρισμό της μεγάλης, για τη δεκαετία μας. - Τάσος Βογιατζής
9